Όταν ήμουν μικρός, η μάνα μου ονειρευόταν να γίνω Δανίκας.
Χρόνια αργότερα, ευτυχώς χάρηκε που η ευχή της δεν πραγματοποιήθηκε, αν κι εγώ προσπάθησα να τον δικαιολογήσω τον έρμο τον Δημήτρη λέγοντάς της: «Μα πρέπει να δείξεις κατανόηση για κάποιον που για χρόνια κοιμόταν δίπλα στη Δαμανάκη και αντί για κόκορα στο ξυπνητήρι πεταγόταν αυτή από τον ύπνο της και έσκουζε: “Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο”». Και οι δυο τους, αγαπημένοι Φρανκενστάιν του κόμματος, σχημάτισαν ένα σαδομαζό παρτουζίστικο σχήμα μετα-αριστερής αναθεώρησης-επιθεώρησης με Ανδρουλάκηδες και φυσικά Τσίμες σε σύνδρομο εταιρείας μετακομίσεων επίπλων με ειδικότητα στα αμπαζούρ.
Ο επονομαζόμενος και «αδιάβροχος ισαποστασίτης»
Για να είμαι ειλικρινής, με τον Παύλο πέρασα μια φάση έρωτα. Εχει μουστάκι (που για φροϋδικούς λόγους με λιγώνει), σοφιστικέ βλέμμα μέσα από τη γυαλακούμπα (αργότερα ανακάλυψα πως απλώς είναι το ίδιο βλέμμα που έχει κάποιος έπειτα από πέντε μπάφους όταν προσπαθεί να το παίξει σοβαρός) και μια «σανιδένια», ανέκφραστη σοβαροφανή περσόνα, με ψήγματα γκοφρέτας βανίλια κατανόησης πασπαλισμένη με καρυδόψιχα δημοσιογραφικού θυμού.
Πάντα είχα μια έλξη στους αδιάφορους αλλά εκλεπτυσμένους ανθρώπους που είναι υπερφιλόδοξοι, επειδή συνήθως αυτοί είναι που καταφέρνουν και ανεβαίνουν τα κοινωνικά σκαλιά με συνεχείς πολιτικές και όχι μόνο μετατοπίσεις. Το όπλο τους; Ο συνδυασμός γνώσεων και φιλοδοξίας με το ότι είναι αδιάφοροι. Ο αδιάφορος δεν ενοχλεί ή ενοχλεί μόνο επιφανειακά, παρ’ όλα αυτά το κάνει μέσα στην εγχώρια δημοσιογραφική μετριότητα και έχει ένα ευγενές προφίλ υπαλλήλου λογιστηρίου που σε πληρώνει στην ώρα του, προκαλεί ταύτιση με τον λαό που εκτιμά το κουρασμένο βλέμμα και φοβάται τους πιο εξτραβαγκάν. Αυτό ακριβώς είναι ο Παύλος Τσίμας.
Ρώτησα έναν έγκριτο συνάδελφο πώς θα τον χαρακτήριζε. Μου απάντησε: «Αφού δεν ξέρεις, γιατί σε ενδιαφέρει να το γράψεις;». Του είπα γι’ αυτό ακριβώς. Επειδή κάτι με ενοχλεί στην περίπτωσή του, κάτι που κρύβεται καλά πίσω από την προστασία του ιδιωτικού του βίου και του καθωσπρεπισμού του αλλά σε συνάρτηση με το παρελθόν του βγάζει συστημικά ξεσπάσματα της γραβάτας λόρδου που πάνω του ξέρασε μεθυσμένη γκόμενα. «Ο Τσίμας, με τον φερετζέ του σοβαρού και μετρημένου, περνά τη μνημονιακή του προπαγάνδα από το μετερίζι του πιο λυσσασμένου αντιλαϊκού καναλιού (σ.σ.: Σκάι). Και το κάνει καλά, καθώς έχει αποφοιτήσει από την καλύτερη σχολή κυβερνητικής στον κόσμο, την ΚΝΕ».
Και καλά έγκυρος, και καλά ήρεμος, όμως την κουφαλιά του την κάνει, όπως πρόσφατα όταν με τη Σία Κοσιώνη πήραν συνέντευξη από τον Σημίτη, δίνοντας το δημοσιογραφικό φιλί της ζωής σε ένα πολιτικό πτώμα. Ή υπενθυμίζοντας πως στην Ιταλία οι εφημερίδες επιδοτούνται και φοροαπαλλάσσονται (λουλούδια από τον Ψυχάρη εκείνη τη μέρα). Γενίτσαρος των πλουσίων – από τον παλιό του εαυτό, τον κομμουνιστικό, έμεινε μόνο το μουστάκι. Τώρα είναι οικόσιτος αριστερός πολυτελείας, ο οποίος ομορφαίνει τους καναπέδες διάφορων ισχυρών, όπως ο Ψυχάρης ή ο Αλαφούζος. Δεν είναι τυχαίο πως στην πιάτσα τον λένε «αδιάβροχο ισαποστασίτη».
Φίλα τον πισινό σου για να βρεις τον μπροστινό σου
Η παραπάνω μαγική λέξη, αναγνώστη, το «ισαποστασίτης», προκύπτει από τα εξής: ίσα απόσταση δεξιά αριστερά κι απάνω τούρλα, δηλαδή αν δεν βρέξει θα χιονίσει ή θα κάνει λιακάδα, αρκεί να μου βάλεις τάμα χρυσαφικό στη λαμπάδα. Με την «απόσταση», δηλαδή, φυλάει ή φιλάει τον κώλο του από όλες τις πλευρές, στις οποίες όμως προηγουμένως έχει υποσχεθεί να τους τον δώσει αλλά περιμένει πρώτα να του δώσουνε δουλίτσα, με αντάλλαγμα την «αποστασία».
Η αποστασία δηλώνει στάση και απομάκρυνση, χαρακτηρισμένη στην κοινή λογική ως μια πράξη εντελώς αρνητικής δειλίας όταν ακριβώς για να δικαιολογήσεις τη μικροβιακή μετάστασή σου απομακρύνεσαι από τον παλιό σου στοματολόγο και πας σε ιδιωτικό γιατρό.
Αν δε όλο το προηγούμενο πακέτο είναι αδιάβροχο, σε παραπέμπει: α) στο δεν με φτύνουν, ψιχαλίζει, β) σε κάτι b-movies τρόμου όπου ο δολοφόνος, ένας καθημερινός άνθρωπος συνήθως, πετάει τον μπαλτά στις παρθένες (αφού τις βατεύσει) βράδυ, νύχτα με βροχή, ντυμένος με αδιάβροχο για να μην τον αναγνωρίσουμε, να μη βραχεί ο ίδιος και πουντιάσει και με το νερό να ξεπλυθούνε από το νάιλον αίματα, σπέρματα και ψέματα.
Πονάει αλλά του αρέσει (βίτσιααα!)
«Συμφωνείτε πως ο κάθε λαός έχει την τηλεόραση που του αξίζει, με την ίδια έννοια που έχει την κυβέρνηση που του αξίζει, την παιδεία που του αξίζει;».
«Πιστεύω ότι είναι δικαιολογίες και μάλιστα κακές δικαιολογίες. Οι πολιτικοί που ψευδολογούν και λαϊκίζουν και… μαυρογιαλουρίζουν δικαιολογούνται λέγοντας “αυτά θέλει ο λαός”. Και εκείνοι που κάνουν κακή, χυδαία τηλεόραση λένε “αυτά θέλει το κοινό” επειδή οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να κάνουν κάτι καλύτερο».
«Τι πιστεύετε πως αξίζει στον ελληνικό λαό;».
«Να τον σέβονται περισσότερο, να μην του χαϊδεύουν τα αυτιά, να μην υποτιμούν τη νοημοσύνη του, να μην τον κολακεύουν, να τον θεωρούν ώριμο να δεχτεί το αληθινό και άξιο για το καλύτερο. Και εκείνοι που κάνουν πολιτική και εκείνοι που κάνουν τηλεόραση… Εγώ ποτέ μου δεν ονειρεύτηκα να γίνω δημοσιογράφος, ούτε καν το επέλεξα, ακολούθησα αυτή την πορεία λόγω δυσμενούς μετάθεσης. Συνδέθηκα με την Αριστερά στην επταετία, συμμετείχα στον πυρετό των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης κι έγινα στέλεχος του ΚΚΕ. Κάποια στιγμή το Πολιτικό Γραφείο αποφάσισε να με στείλει στον “Ριζοσπάστη”. Ηταν κάπως σαν ποινή. Οσο και αν φαίνεται περίεργο, εκεί ανακάλυψα τη γοητεία της δημοσιογραφίας».
Αυγά αλά μουρ στη μούρη του δημοσιογράφου
Ο Παύλος δηλώνει αμετανόητα σεξουαλικά μαζοχιστής. Δεν γίνεται αλλιώς να βιώνει την «ποινή» του, όπως λέει, σαν την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του.
Η τηλεοπτική του καριέρα ξεκίνησε το 1993 στον τότε Σκάι, νυν Αlpha. Από τότε πέρασε από κάθε μαγαζάκι που μπορείς να φανταστείς. Διευθυντής στην εφημερίδα «Πρώτη» (εγχείρημα του ΚΚΕ για πρόσβαση στον αστικό Τύπο με υπογραφή του Χρ. Καλογρίτσα), διευθυντής του 902 Αριστερά στα FM με την απόλυση από τον Περισσό να τον βρίσκει να κλαίει έξω από τα κάγκελα του Σπιτιού του Λαού, όπως αναφέρουν μάρτυρες, δάκρυα που του τα σκούπισε με σεξουαλική στοργή ο ΔΟΛ (δημοσιογράφος στα «Νέα», δερβέναγας στον «Ταχυδρόμο»), χρόνια στο Μega και με δική του εκπομπή φυματικής έρευνας αλλά και παραθυράκιας της αμήχανης γκλάβας σαν εναλλακτικός σχολιαστής παντελώς αδιάφορος, όπως ο Θάνος Καλλίρης (πρώην Eurovision) στο τάλεντ σόου «Κάνε μου like» με την Αννίτα. Πιο βαρετός (και Παναθηναϊκός) πεθαίνεις όμως. Αυτό ακριβώς είναι που τον καθιστά και επικίνδυνο.
Το χαμηλών τόνων, σοφιστικέ, ήπιο παιδί γενικότερης Αριστεράς από τη διπλανή πόρτα, που δεν έχει αφήσει τραπέζι για τραπέζι με ετερόκλητους συνδαιτυμόνες, να χαϊδεύει με τη συνεπικουρία της Σίας Κοσιώνη τον (ποιος κουτουπώνει το μικρό μου πόνι;) Κώστα Σημίτη σε συνέντευξη πάμπερς ακράτειας και να χαρακτηρίζει από τη συχνότητα του σημερινού Σκάι, που πλέον τον φιλοξενεί, ως νοσηρό φαινόμενο την παρέλαση των μαθητών του Δήμου Χαλανδρίου το 2014 με υπόκρουση τον ύμνο του ΕΑΜ. Εντάξει, ρε αγόρι, του χρόνου θα βάλουμε Ντόνα Σάμερ στην παρέλαση μπας και στανιάρεις. Και αυγά να σου ρίξουν, συνηθισμένος είσαι, τα έφαγες στα μούτρα σε επίσκεψή σου στη Λιβαδειά το 2012 και μετά είμαι σίγουρος πως ήσουν ικανός να παρακαλείς τον Μαμαλάκη να σε βγάλει στην εκπομπή του για να δικαιολογήσεις το γεγονός ως γκουρμέ ανακάλυψη μαγειρεύοντας σπεσιαλιτέ αυγά αλά μουρ (αναθεωρητική συνταγή των scrabbled eggs, όπως είναι όλο το λειτουργικά μαγειρεμένο εσωτερικό σου σύστημα). Το 2014 κυκλοφόρησε το μυθιστορηματικοπραγματικοπολιτικοτηλεοπτικοπαρασκηνιακό του βιβλίο «Ο φερετζές και το πηλήκιο». Ολα τα ’χε η Μαριορή, αγαπημένε μου, ο φερετζές εξασφαλισμένος, τελικά το πηλήκιο της έλειπε και μανιωδώς αναζητάει.
Aυτόβουλο ψυχολουμπάγκο
Τα κόκαλα του Ράιχ και τα εντελβάις
Ψυχολογεί ο Χάνιμπαλ Λέκτερ
Φήμες λένε ότι στο νεκροταφείο που αναπαύεται ο Βίλχελμ Ράιχ, ο συγγραφέας του «Ακου ανθρωπάκο», ανατριχιαστικοί θόρυβοι ακούγονται το βράδυ από τον τάφο του. Ενας διαπεραστικός σαν ξυράφι ήχος, των τριμμένων οστών του νεκρού σε εκστατική ανησυχία, από την εποχή που ένας Αυστριακός, μετά τις διακοπές του στην Ελλάδα και φορώντας πέδιλα με άσπρη κάλτσα ντάλα καλοκαίρι, έκατσε πάνω στον τάφο διαβάζοντας στον Βιλχέλμο αποσπάσματα από το βιβλίο του Παύλου Τσίμα. Κάθε του λέξη ήταν μια γροθιά στα κόκαλα του νεκρού και ένας λόγος να αναστηθεί, να ξαναγράψει το βιβλίο για τον ανθρωπάκο, έχοντας αυτήν τη φορά τον Παύλο ως απόλυτο αντικείμενο μελέτης της ερωτικής επαναστατικότητας και άρθρωσης φθόγγων στα χρόνια του Νεάντερταλ, σε επιχρωματισμένη επεξεργασμένη φωτογραφία μοντάζ πάνω σε κλητήρα δημοσιογραφικού οργανισμού εκούσιων αυτιστικών.
Την ώρα που ο Τσίμας, αισθανόμενος μέγιστη τιμή από το κάλεσμα του ψυχαναλυτή-συγγραφέα-φιλόσοφου νεκρού (το έμαθε παίρνοντας τηλέφωνο μέντιουμ για να επικοινωνήσει με τον πεθαμένο Μικρό Μήτσο «άι χάσου μυρμηγκάκι», αλλά μπλέχτηκε η σύνδεση), οργανώνει επετειακό μιούζικαλ χοροεσπερίδα στον τάφο του Ράιχ, ντυμένος Τζούλι Αντριους από τη «Μελωδία της Ευτυχίας». Το πρόβλημα πάντα στα ελληνικά μιούζικαλ υπερπαραγωγές είναι το ενδυματολογικό. Δυστυχώς οι κορσέδες του ως Τζούλι ήταν κινεζικοί και έσπασαν οι ραφές, ενώ τραγουδώντας στις Αλπεις, όπως η αρχική σκηνή της ταινίας, έπαθε μια κουτρουβάλα, χτύπησε το κεφάλι του σε ένα κοτρόνι που από κάτω είχε κρυμμένη μια σακούλα με λεφτά και μέσα στη σύγχυσή του μπερδεύτηκε ακόμη περισσότερο. Τον τελευταίο καιρό τριγυρνάει με εντελβάις, παρακαλώντας «πάρτε, κύριε, λουλούδια», ενώ προκειμένου να πείσει ως κοριτσάκι με τα σπίρτα, ο μάνατζέρ του τον έχει πείσει κατά καιρούς να ξυρίσει το μουστάκι του.
5 οράματα του οσίου Παύλου
Ενα
«Με απείλησαν ότι θα με πυροβολήσει ο ελληνικός στρατός»
Ναι, στο ριάλιτι «Ελλάδα έχεις ταλέντο»
Δύο
«Να επιδοτηθούν από την πολιτεία ο ΔΟΛ και όποια εφημερίδα πάει για κλείσιμο και να συνεχίζουν να λειτουργούν»
Για τον «Στόχο» μιλάτε ή για το «Μακελειό»;
Τρία
«Το πάθος για χρήμα σε κάνει Παύλο Τσίμα»
Σύνθημα γραμμένο στα Εξάρχεια με δημόσια απάντηση Τσίμα: «Στη διάθεσή σας αν χρειάζεστε δανεικά»
Τέσσερα
«Τα ταξίδια του πρωθυπουργού είναι δημόσια υπόθεση. Η περιουσία Μαρέβας Μητσοτάκη ιδιωτική»
Κι εσείς στο αεροπλάνο του Χριστοφοράκου της Siemens;
Πέντε
«Σε πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει η υποψία ότι όσα κάνει η κυβέρνηση έχουν στόχο τη διατήρηση της εξουσίας»
Και τι; Ζηλεύεις που σου έκλεψαν τη στρατηγική;