Την ανάγκη ν’ αλλάξει η εφαρμοζόμενη σήμερα, αδιέξοδη, πολιτική λιτότητας, η οποία συρρικνώνει το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν των περισσότερων κρατών-μελών και γιγαντώνει το δημόσιο χρέος τους, επηρεάζοντας αρνητικά τόσο τη βιώσιμη ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και την κοινωνική συνοχή της, υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας,
Προκόπης Παυλόπουλος, κατά τη συνάντησή του με τον Πορτογάλο ομόλογό του Μαρσέλο Ρεμπέλο ντε Σόουζα, στο πανεπιστήμιο της πόλης Κοΐμπρα της Πορτογαλίας, ένα από τα αρχαιότερα πανεπιστήμια της Ευρώπης.
Όπως σημείωσε ο κ. Παυλόπουλος, η αδιέξοδη αυτή πολιτική πρέπει ν’ αντικατασταθεί με μια οικονομική πολιτική, η οποία συνδυάζει αρμονικά την πάταξη των ελλειμμάτων και της σπατάλης καθώς και της κρίσης χρέους, με την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης: «Η πολιτική αυτή πρέπει να στηριχθεί στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και στις κατάλληλες επενδύσεις καθώς και στην ορθολογικώς σχεδιασμένη τόνωση της ρευστότητας και της ζήτησης. Μια τέτοια πολιτική θα στηρίξει και το θεμελιώδες κεκτημένο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δηλαδή το κοινωνικό κράτος δικαίου» κατέστησε σαφές ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Η συνάντησή μας πραγματοποιείται σε μια περίοδο κατά την οποία, μια διπλή κρίση, η οικονομική και η προσφυγική κρίση, δοκιμάζουν τις αντοχές όχι μόνο των χωρών μας και των λαών μας αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόνισε ο κ. Παυλόπουλος απευθυνόμενος στον κ. Σόουζα, επισημαίνοντας πως «οι χώρες μας και οι λαοί μας έχουν υποστεί ?και συνεχίζουν δυστυχώς να υφίστανται- τις συνέπειες μιας συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής λιτότητας, που είναι όχι μόνον αδιέξοδη αλλά και αντίθετη προς τις αρχές και τις αξίες, πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Και τούτο τεκμηριώνει εκείνο το οποίο τόνισα προηγουμένως, ότι δηλαδή η πολιτική αυτή δοκιμάζει τις αντοχές και την προοπτική και όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κύριε Πρόεδρε, αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους Ελλάδα και Πορτογαλία πρέπει να συνεργασθούν στενά και αποφασιστικά, ώστε να υπερβούμε, το συντομότερο δυνατό, την κρίση που προανέφερα και να υπερασπισθούμε έτσι όχι μόνο τις χώρες μας και τους λαούς μας αλλά και τη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένειά μας».
Αναφερόμενος στο προσφυγικό ζήτημα, εκτίμησε ότι «δεν αντιμετωπίζεται δίχως την άμεση και οριστική λήξη του πολέμου στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή», σημειώνοντας πως «ως τότε, όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να συμπεριφερθεί, σεβόμενη το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, στους μεν πρόσφυγες όχι με φοβικά σύνδρομα, αλλά με όρους ανθρωπισμού και αλληλεγγύης. Στους δε στυγνούς εκπροσώπους της τρομοκρατικής βαρβαρότητας, όπως ταιριάζει σ? εκείνους που διαπράττουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».