Οι περισσότεροι έχουν συνδέσει το πατρίς – θρησκεία – οικογένεια με τη χούντα ή με τη νεοναζιστική οργάνωση που δικάζεται αυτές τις μέρες σε δεύτερο βαθμό. Στα πρακτικά της Βουλής έχει άλλωστε καταγραφεί η ομιλία του Μιχαλολιάκου: «Επιχειρείτε να συμβάλετε στη διάλυση του θεσμού της ελληνικής οικογένειας. Αν για σας είναι αναχρονιστικό, τότε για εμάς τους εθνικιστές της Χρυσής Αυγής θα ισχύει για πάντα το σύνθημα “πατρίς, θρησκεία, οικογένεια”».
Οι ρίζες του όμως είναι πολύ βαθύτερες και ανάγονται στα μέσα του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τη διεξοδική μελέτη της ιστορικού Εφης Γαζή, η φράση ανήκει σε ένα θεολόγο ονόματι Α. Μακράκη, που ισχυρίστηκε ότι είδε ένα όραμα στο οποίο ο Χριστός και η Παναγία είχαν κατέβει από τον ουρανό για να του αναθέσουν τη σωτηρία των ανθρώπων. Είναι αξιοσημείωτο ότι το συγκεκριμένο τρίπτυχο δεν προέκυψε σε μια εποχή εθνικών αγώνων που θα λειτουργούσε συσπειρωτικά, αλλά προήλθε από τους κόλπους της εκκλησίας. Ακόμη και ο ισορροπιστής Κοραής είχε ψέξει το πρώτο σύνταγμα για την απόλυτη σύνδεση του ορθόδοξου δόγματος με την ιδιότητα του Ελληνα πολίτη. Η θρησκεία επομένως προηγείται ιεραρχικά στην αναμόρφωση της εθνικής συνείδησης, όχι βέβαια με τη διάχυση των εννοιών της αγάπης και της αλληλεγγύης, αλλά με την αναγωγή σε μια «ελληνοχριστιανική παράδοση» που τρέφει τις αντιλήψεις για το έθνος ανάδελφον.
Το σύνθημα αναζωπυρώνεται από τους υπερασπιστές του στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν βρίσκεται στο επίκεντρο το γλωσσικό ζήτημα με τα Ορεστειακά και τα Ευαγγελικά, οι οποίοι θεωρούν ότι κινδυνεύουν από τους άθεους. Λειτουργεί δε στο έπακρο ως εργαλείο ιδεολογικής και πολιτικής προπαγάνδας όταν εμφανίζονται τα κοινωνικά κινήματα, όπως ο σοσιαλισμός, οι εργατικές διεκδικήσεις ή ο φεμινισμός. Η μόρφωση των γυναικών και το δικαίωμα ψήφου βάζουν φωτιά στους καθιερωμένους θεσμούς. Η οικογένεια κατανοείται μόνο στο πλαίσιο της πατριαρχικής δομής, όπου οι ρόλοι των φύλων είναι άνισοι και αυστηρά οριοθετημένοι ώστε η γυναίκα να είναι πλήρως υποταγμένη στον άντρα.
Συμπορεύεται δηλαδή κάθε φορά με τα ιστορικά γεγονότα και τον εθνικισμό και όσοι το αμφισβητούν είναι μαλλιαροκομμουνιστές. Αυτό θα εκμεταλλευτεί και ο Μεταξάς, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η παρακμή του κοινοβουλευτισμού θα ξεπεραστεί μέσα από τη δράση των «γνήσιων Ελλήνων», των αρίστων και μη πλανημένων από τα κομματικά τερτίπια, που διατήρησαν αμείωτη την πίστη τους στα πεπρωμένα της φυλής.
Ενός άλλου είδους πάντως παρακμή βιώνουμε τον τελευταίο καιρό, στην οποία η θρησκεία ταυτίζεται με τα «θαύματα» και την αγυρτεία του ιερέα Λουπασάκη. Ο πατριωτισμός νοείται μόνο ως ευθυγράμμιση με τους κυβερνητικούς χειρισμούς ακόμη και στο θέμα των υποκλοπών και όποιος διαφωνεί είναι συνωμότης και προδότης.
Αν συμβεί ωστόσο κάποιο στρατιωτικό επεισόδιο με την Τουρκία, εμείς μπορούμε να αισθανόμαστε ασφαλείς. Θα επέμβουν σωτήρια και νικηφόρα οι γενναίοι πολεμιστές από το άγημα «Λεωνίδας» που κάλεσε η Ελληνική Αγωγή του Αδωνη Γεωργιάδη για την επέτειο της ναυμαχίας της Σαλαμίνας και θα κατατροπώσουν τον εχθρό. Αυτοί με τις ασπίδες αλουμινίου και τόξα από τα Lidl, που θα επελαύνουν κραυγάζοντας το «Ω παίδες Ελλήνων, ίτε» από τους «Πέρσες» του Αισχύλου μαζί με το «Υπερμάχω» και το «Εγέρθητου!» των χρυσαυγιτών.
H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης