Εχω μια πρόταση να κάνω στον κ. Μητσοτάκη: να φέρει προς κύρωση τα εφαρμοστικά μνημόνια της όντως ιστορικής συμφωνίας των Πρεσπών στις 21 Οκτωβρίου.
Γιατί τότε; Για να τιμήσει την επέτειο της αποστασίας τού κάποτε εσωκομματικού του συμμάχου, του κ. Σαμαρά, ο οποίος στις 21 Οκτωβρίου 1992 ανέτρεψε την κυβέρνηση του πατέρα του με πρόσχημα το μακεδονικό. Ας γίνει αφορμή αυτή η μέρα να βρεθούν απέναντι δύο αμοραλιστές πολιτικοί που συναντήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια μέσα από τις κυνικότερες κομματικές ίντριγκες και συνεργάστηκαν πολιτικά καλλιεργώντας διχασμό και μίσος στην ελληνική κοινωνία όσο κανείς στη μεταπολίτευση.
Ο χειρισμός του μακεδονικού από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον μοιραίο υπουργό του των Εξωτερικών πρέπει να διατηρηθεί στη μνήμη όλων των πολιτών σαν μάθημα για τη ζημιά που μπορεί να προκαλέσει στην εξωτερική πολιτική της χώρας μας η σύμπλευση κυβερνήσεων με παρακρατικούς μηχανισμούς και ακροδεξιούς τυχοδιώκτες. Γιατί αυτό ήταν το μακεδονικό της περιόδου εκείνης: τυχοδιωκτισμός φιλόδοξων πολιτικών που συναντήθηκε με την προσπάθεια να επανακάμψουν τοπικοί μηχανισμοί και παράγοντες της βαθιάς Δεξιάς στη βόρεια Ελλάδα, που για δεκαετίες είχαν αναλάβει – με το αζημίωτο– τον έλεγχο και την πειθάρχηση «ύποπτων» πληθυσμών στη μεθόριο με τις χώρες του παραπετάσματος και με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου (και τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ που είχαν προηγηθεί) έβλεπαν τη σημασία και τον ρόλο τους να χάνονται.
Το αποτέλεσμα του τυχοδιωκτισμού και εθνικιστικού παροξυσμού ήταν –αναμενόμενα– καριέρες «μακεδονομάχων» σε όλη τη βόρεια Ελλάδα, όπου επί δυόμισι δεκαετίες βουλευτές, δήμαρχοι, νομάρχες και περιφερειάρχες εμπορεύονταν πατριωτισμό και αφοσίωση στη Μακεδονία αγκαζέ με την εκκλησία και την κατά τόπους διαπλοκή που ζει απομυζώντας κρατικούς πόρους.
Ο διπλωματικός θρίαμβος της συμφωνίας των Πρεσπών συγκρούστηκε μετωπικά με αυτό τον εσμό πατριδοκαπηλίας που καθήλωνε την εξωτερική πολιτική της χώρας για 25 χρόνια, δέσμευε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο σε άγονες και παράλογες επιδιώξεις και κρατούσε τη βόρεια Ελλάδα στην πολιτική υπανάπτυξη της δεξιάς πελατοκρατίας. Και αν προσωρινά οι πατριδοκάπηλοι κέρδισαν, η βάση της εξουσίας τους κλονίστηκε για πάντα από τη συμφωνία των Πρεσπών. Η Βόρεια Μακεδονία γίνεται μια φιλική χώρα, ένας στενός σύμμαχος με τον οποίο μας δένουν ήδη ισχυροί πολιτικοί, οικονομικοί και στρατιωτικοί δεσμοί και στο μέλλον ελπίζουμε και πολιτιστικοί.
Σήμερα λοιπόν η Νέα Δημοκρατία αναγνωρίζει και σέβεται τη συμφωνία και αρνείται οποιαδήποτε απόπειρα τροποποίησης ή κατάργησής της. Γιατί άραγε; Ετσι οφείλει να κάνει μια κυβέρνηση αν θεωρεί μια συμφωνία εθνικά επιζήμια και μάλιστα είναι το μακράν ισχυρότερο μέρος της συμφωνίας;
Ο,τι κι αν κάνει σήμερα η ΝΔ, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την πρωτοφανή πολιτική εξαπάτηση που ενορχήστρωσε ο κ. Μητσοτάκης. Εχει ασφαλώς συμβεί σε πολλούς πρωθυπουργούς άλλα να προσδοκούν στην αντιπολίτευση και άλλα να κάνουν όταν γίνονται κυβέρνηση. Οταν όμως συζητιόταν η συμφωνία των Πρεσπών ήταν φανερό σε κάθε ειδήμονα ότι η συμφωνία ήταν ασύγκριτα καλύτερη από τη συμφωνία που διαπραγματευόταν η Νέα Δημοκρατία (διπλή ονομασία χωρίς καμία πρόβλεψη για το δόγμα του αρχαιομακεδονισμού και την επίσημη ιστορία) και την οποία απέρριπτε ο Γκρούεφσκι. Το νέο στοιχείο ήταν προφανώς η γνήσια επιθυμία της κυβέρνησης Ζάεφ να λυθεί το θέμα και να εγκαταλειφθεί ο γκροτέσκος αρχαιομακεδονισμός του Γκρούεφσκι που προκαλούσε και την απέχθεια όλων των προοδευτικών και καλλιεργημένων πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας. Ο κ. Μητσοτάκης τότε φαινόταν θετικά διακείμενος, όπως και πολλοί πεπειραμένοι και μετριοπαθείς πολιτικοί και διπλωμάτες της παράταξής του. Εσπευδε εξάλλου να διαβεβαιώσει εταίρους, συμμάχους αλλά και τον ίδιο τον Ζόραν Ζάεφ πως δεν είχε σκοπό να αμφισβητήσει τη συμφωνία αν αναλάμβανε την εξουσία.
Ταυτόχρονα όμως ο κ. Μητσοτάκης στο εσωτερικό της χώρας έδινε το πράσινο φως στους βουλευτές του να συμμετάσχουν επίσημα στα συλλαλητήρια, ενώ τοπικά στελέχη της ΝΔ στη βόρεια Ελλάδα συνδιοργάνωναν με ακροδεξιούς τραμπούκους επιθέσεις σε σπίτια βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Δηλητηρίαζε όχι μόνο την κεντρική πολιτική ζωή αλλά τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες, ακόμη και νεαρούς μαθητές σχολείων. Τίποτε δεν θα ξεχαστεί αλλά και τίποτε δεν θα μας εμποδίσει να χτίσουμε με τον γειτονικό μας λαό της Βόρειας Μακεδονίας και τους άλλους λαούς των Βαλκανίων ένα κοινό μέλλον ειρήνης, ευημερίας, προόδου και συνεργασίας.
Ο Γιάννης Μπουρνούς είναι βουλευτής νομού Λέσβου, αναπληρωτής τομεάρχης εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ