Η πενικιλίνη ανακαλύφθηκε κατά λάθος το 1928 από τον Αλεξάντερ Φλέµινγκ και έκτοτε αντιµετωπίστηκαν αποτελεσµατικά ασθένειες όπως η µηνιγγίτιδα και η σύφιλη. Ο Φλέµινγκ δεν «πατεντάρισε» την εφεύρεσή του διότι πίστευε ότι έτσι θα βοηθούσε τους ασθενείς που χρειάζονταν θεραπεία.
Το ίντερνετ είναι ακόµη ένα σύγχρονο αγαθό που δεν έχει πατέντα. Χρηµατοδοτήθηκε και αναπτύχθηκε από το αµερικανικό Πεντάγωνο το 1973 (πρόγραµµα DARPA) και στις 20 ∆εκεµβρίου 1990 ο σερ Τιµ Μπερνς-Λι ανέβασε την πρώτη ιστοσελίδα στο διαδίκτυο. «Εάν είχα προσπαθήσει να απαιτήσω ποσά… δεν θα υπήρχε παγκόσµιος ιστός» έχει δηλώσει. Η Big Pharma δεν τα συµµερίζεται όλα αυτά και επιχειρηµατολογεί ακατάπαυστα ότι έχει πληρώσει προκαταβολικά τα κονδύλια της έρευνας και ανάπτυξης, τις υποδοµές, το προσωπικό κ.λπ.
Ρεπορτάζ: Κωνσταντίνος Βενάκης
Εως και την ανακοίνωση Μπάιντεν για την άρση της πατέντας των εµβολίων, η πλειονότητα των κυβερνήσεων θεωρούσε ότι η πατέντα προφυλάσσει την καινοτοµία, εµµένοντας στο νεοφιλελεύθερο δόγµα «η απληστία είναι καλή, η απληστία είναι σωστή, η απληστία λειτουργεί», όπως φώναζε και ο Γκόρντον Γκέκο στην ταινία «Wall Street» (1987). Χάθηκε πολύτιµος χρόνος από την εµµονική ιδεοληψία των κυβερνώντων και το εµµονικό συµφέρον των µεγάλων φαρµακοβιοµηχανιών.
Πληρώθηκαν και δεν παρέδωσαν εµβόλια
Η Big Pharma εφευρίσκει ελάχιστα φάρµακα και επενδύει κυρίως στην τελική φάση των δοκιµών. Η έρευνα πραγµατοποιείται από πανεπιστήµια και κρατικά εργαστήρια όπου κυριαρχεί η κρατική επιχορήγηση. Οταν το προϊόν ανακαλύπτεται, οι φαρµακοβιοµηχανίες εµφανίζονται και αγοράζουν την έρευνα ή την εταιρεία. Τα εµβόλια για την Covid-19 δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Οι κυβερνήσεις απέδωσαν στους ιδιώτες δεκάδες δισ. δολάρια για την παραγωγή εµβολίων και θεραπειών, ενώ µάλιστα µερικοί (βλ. Sanofi) δεν κατάφεραν να διαθέσουν το εµβόλιο παρότι είχαν προπληρωθεί. Τα κέρδη των πολυεθνικών από τις κρατικά επιχορηγούµενες πωλήσεις είναι σκανδαλώδη, φτάνοντας έως και το 30% σε ορισµένες περιπτώσεις.
Η BioNTech ήταν µια start-up εταιρεία µέχρι να συµµαχήσει µε την Pfizer για να αναπτύξει το εµβόλιο. Παράλληλα δέχτηκε επιχορήγηση ύψους 375 εκατ. από το γερµανικό δηµόσιο και 2 δισ. δολάρια προκαταβολή από τις ΗΠΑ για 100 εκατ. δόσεις. Η Moderna ήταν κι αυτή µια άγνωστη στο ευρύ κοινό start-up έως και την απότοµη άνοδό της εξαιτίας των εµβολίων. Παρουσιάζεται ως success story, όµως το περιοδικό «Forbes» ανέδειξε ότι το εµβόλιο αναπτύχθηκε από Αµερικανούς επιστήµονες του δηµόσιου τοµέα και χρηµατοδοτήθηκε από το κράτος: 1 δισ. δολάρια απευθείας χρηµατοδότηση και 1,5 δισ. δολάρια προκαταβολή για τις πρώτες 100 εκατ. δόσεις. Η Oxford/AstraZeneca δέχτηκε χρηµατοδότηση κατά 97% (!) για την έρευνά της τόσο από κρατικές όσο και από φιλανθρωπικές πηγές.
Το «ρίσκο» της Google µε δηµόσια κονδύλια
Μερικές από τις πιο σηµαίνουσες τεχνολογίες έχουν χρηµατοδοτηθεί από το δηµόσιο. Οι οικονοµολόγοι τις αποκαλούν «τεχνολογίες γενικού σκοπού» διότι επηρεάζουν ολόκληρη την οικονοµία. Η επένδυση σε µια «άγνωστη» τεχνολογία εµπεριέχει υψηλό ρίσκο και ο ιδιωτικός τοµέας σπάνια επενδύει. Ιχνη της κυβέρνησης καταγράφονται σε πολλές πατέντες έως και σήµερα. ∆ηµοσίευση στο επιστηµονικό περιοδικό «Science» καταγράφει ότι το 1/3 των πατεντών στις ΗΠΑ εξαρτάται από κρατική χρηµατοδότηση και το ποσοστό αυξάνεται σταθερά.
Παράδειγµα µακρόπνοης έρευνας είναι η Google. Η τελευταία πλασάρεται ως ροµαντική νεοφυής επιχείρηση που ξεκίνησε από κάποιο γκαράζ. Οµως αποτελεί το «νόθο παιδί» µιας Σ∆ΙΤ των αµερικανικών µυστικών υπηρεσιών (CIA και NSA) µε τη Silicon Valley και τα αµερικανικά πανεπιστήµια τη δεκαετία του ’90. Το αµερικανικό κράτος χρηµατοδοτούσε επιστήµονες υπολογιστών µέσω του προγράµµατος MDDS ώστε να φακελώνονται οι πολίτες, τα πανεπιστήµια εκµεταλλεύτηκαν τις υποδοµές που τους προσφέρθηκαν, οι ιδιώτες απολάµβαναν πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας ερευνητές και κυρίως σε κρατική επιχορήγηση. Από αυτό το πρόγραµµα πήραν υποτροφία οι ιδρυτές της Google Σεργκέι Μπριν και Λάρι Πέιτζ.
Η Κίνα θα επενδύσει την επόµενη πενταετία 1,7 τρισ. δολάρια σε ένα µακρόπνοο εγχείρηµα µε επτά τοµείς, όπως νέου τύπου µηχανήµατα και νέας γενιάς πληροφορική. Το ίδιο ευελπιστεί να πράξει και η ΕΕ µε το πρόγραµµα «Ορίζων Ευρώπη» µε επιχορηγήσεις 94,1 δισ. ευρώ για την έρευνα και την καινοτοµία.
Επένδυση στο µέλλον µε λόµπι
Σηµαίνοντα ρόλο στην προώθηση τέτοιων λύσεων παίζουν τα οργανωµένα λόµπι σε ΗΠΑ και ΕΕ, χρηµατοδοτώντας και πιέζοντας πολιτικούς και χειραγωγώντας την κοινή γνώµη. Στις ΗΠΑ, τη χώρα µε τις µεγαλύτερες τιµές φαρµάκων παγκοσµίως, η Big Pharma έχει δαπανήσει 4,45 δισ. δολάρια (πρώτο σε δαπάνες λόµπι στις ΗΠΑ) σε διάστηµα 22 χρόνων (308,4 εκατ. εξ αυτών το 2020), απασχολώντας 1.450 λοµπίστες, 66% των οποίων ήταν πρώην κυβερνητικοί υπάλληλοι, σύµφωνα µε τη ΜΚΟ Open Secrets.
Στην ΕΕ οι τιµές είναι σαφέστατα χαµηλότερες επειδή η διαφάνεια των λόµπι είναι σαφώς πιο υποβαθµισµένη συγκριτικά µε τις ΗΠΑ. Σύµφωνα µε στοιχεία που αναδεικνύει το Παρατηρητήριο της Ευρώπης των Πολυεθνικών, η Big Pharma ξόδεψε 16 εκατ. ευρώ το 2019, ενώ το 2015 στο Ευρωκοινοβούλιο απασχολούνταν 100 λοµπίστες. Το εν λόγω λόµπι πολλάκις επηρέασε τις εξελίξεις στον βωµό του κέρδους. Εκβιάζοντας απροκάλυπτα την ηγεσία της ΕΕ πίσω από κλειστές πόρτες µε παράταση της πανδηµίας ώστε να επιτευχθούν ευνοϊκότεροι όροι, όπως είχε αποκαλύψει το Documento.
Οι κυβερνήσεις κατοχύρωσαν και γεωπολιτικά την Big Pharma έναντι των ανταγωνιστών της. Ο ιµπεριαλισµός των εµβολίων που αναπτύχθηκε από τη ∆ύση συνέπεσε µε την άρνησή της να αναγνωρίσει ως ασφαλές το ρωσικό (Sputnik V) ή τα κινεζικά εµβόλια (Sinopharm και Sinovac Biotech). Προτεραιότητα για τους ιθύνοντες αποτελούσε η ενίσχυση και η προστασία της Big Pharma. Ο έλεγχος των αγορών ήταν το αποκλειστικό κριτήριο, «σκοτώνοντας» παράλληλα παγκοσµιοποίηση, ελεύθερο εµπόριο, διακρατική συνεργασία και εντέλει επιβαρύνοντας τα δυτικά δηµόσια συστήµατα υγείας.