Η Αριστερά έχει μια τάση να υπερασπίζεται την επιστήμη απέναντι στους ανορθολογικούς ισχυρισμούς, αλλά δεν είναι πάντα όσο επιφυλακτική θα έπρεπε απέναντι στη χειραγώγηση του επιστημονικού γοήτρου από καπιταλιστικά συμφέροντα.
Βέβαια αντιδρά όταν το πρόγραμμα Πισσαρίδη καλύπτεται από την «επιστημονικότητα» του Νόμπελ Οικονομικών και χρησιμοποιεί επιχειρήματα άλλων «ανορθόδοξων» οικονομικών σχολών.
Στους τομείς όμως που σχετίζονται με τη φύση και την υγεία η Αριστερά συχνά εμπιστεύεται ανεπιφύλακτα τους επίσημους εκφραστές του τομέα, δίχως να λάβει υπόψη το γεγονός ότι με τη μείωση των κρατικών επιχορηγήσεων στην έρευνα αυτή έχει βρεθεί σε κατάσταση ομηρίας από τις επιχειρήσεις που τη χρηματοδοτούν.
Στην κεϊνσιανή περίοδο του καπιταλισμού υπήρχε πολύ μεγαλύτερη βεβαιότητα στους ερευνητές ότι θα έχουν κρατικές επιχορηγήσεις στην έρευνά τους, ανεξάρτητα από το αν θίγουν ιδιωτικά συμφέροντα.
Με την άνοδο όμως του νεοφιλελευθερισμού μειώθηκαν δραστικά οι κρατικές επιχορηγήσεις στην έρευνα – και για λόγους οικονομίας αλλά και για να οδηγήσουν τους ερευνητές να κάνουν έρευνα που να «χρησιμεύει» στις επιχειρήσεις οι οποίες θα αναλάβουν να καλύψουν το κενό χρηματοδότησης. Σήμερα συχνότατα ένας διευθυντής ερευνητικού εργαστηρίου περνάει περισσότερο καιρό κυνηγώντας επιχορηγήσεις παρά κάνοντας ο ίδιος έρευνα.
Στα θέματα υγείας και φαρμάκων συχνότατα η συνέχιση της χρηματοδότησης μιας έρευνας είναι συνδεδεμένη με την ελπίδα ότι τα αποτελέσματά της θα καταλήξουν σε μια καινούργια, κερδοφόρα για τις επιχειρήσεις που τη χρηματοδοτούν πατέντα.
Η κατάσταση αυτή ομηρίας έχει οδηγήσει πολλούς επιστήμονες, ακόμη και ασυνείδητα, σε ταύτιση με τα συμφέροντα που χρηματοδοτούν την έρευνά τους.
Ετσι, ελάχιστοι επιστήμονες και επιστημονικές ενώσεις στη Δύση πήραν θέση υπέρ της κατάργησης των πατεντών για τα εμβόλια για τον κορονοϊό. Οπως και ελάχιστοι πήραν θέση εναντίον της καθυστέρησης – δίχως καμία επιστημονική δικαιολογία– της αναγνώρισης των ρωσικών και κινεζικών εμβολίων, ενώ αυτή η καθυστέρηση μπορεί να είχε σοβαρές συνέπειες στη δημόσια υγεία.
Αυτή η κατάσταση έχει καταστήσει επικρατούσα μεταξύ των περισσότερων επιστημόνων στη Δύση την άποψη ότι μόνο με νέα φάρμακα αντιμετωπίζονται οι καινούργιες επιδημίες και έτσι απαξιώνεται η χρήση παλαιών φτηνών φαρμάκων που φαίνεται να «κάνουν κάτι» εναντίον του κορονοϊού.
Ενα πρώτο παράδειγμα είναι η γνωστή στην Ελλάδα κολχικίνη. που ενώ αποδεδειγμένα, σύμφωνα με έγκριτες επιστημονικές έρευνες, «κάτι κάνει», δεν έχει ακόμη την έγκριση των επίσημων επιτροπών.
Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση της υδροξυχλωροκίνης, που ενώ και αυτή φαίνεται ότι «κάτι κάνει» για θεραπεία από τον κορονοϊό στα πρώτα στάδια της νόσου, για να την απαξιώσουν στη Δύση έγιναν στημένες κλινικές έρευνες σε προχωρημένη φάση της νόσου και σε υπερβολικές δόσεις για να αποδείξουν ότι είναι άχρηστη και επικίνδυνη.
Στον υπόλοιπο κόσμο όμως –όπως και στην όχι συνωμοσιολόγο Κούβα– αποτελεί μέρος των βασικών πρωτοκόλλων αντιμετώπισης της νόσου.
Το μεγαλύτερο όμως σκάνδαλο της εκπορνευμένης επιστήμης και των επίσημων επιστημονικών οργανισμών της Ευρώπης και του ΠΟΥ ίσως αποδειχτεί ότι είναι η αντιμετώπιση της ιβερμεκτίνης, που είναι ένα παλιό και ακίνδυνο φάρμακο που φαίνεται ότι έχει εξαιρετικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση του κορονοϊού.
Δεκάδες κλινικές μελέτες που έγιναν κυρίως σε χώρες του Τρίτου Κόσμου αποδεικνύουν τη χρησιμότητά της για την αντιμετώπιση της πανδημίας και οι χώρες που τη χρησιμοποιούν εναντίον του κορονοϊού είδαν θεαματική πτώση των θανάτων και των κρουσμάτων. Για παράδειγμα στην Πορτογαλία, όπου φαίνεται ότι εδώ και δύο μήνες οι μισοί γιατροί τη συνταγογραφούν στα ιατρεία τους, ο αριθμός των ημερήσιων θανάτων από την πανδημία έχει πέσει σε κάτω από τρεις και το ίδιο συμβαίνει στην Τσεχία, όπου αναγνωρίστηκε επίσημα η χρήση της παρά την αντίθετη άποψη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων. Στην Ινδία οι πολιτείες που την υιοθέτησαν, όπως το Ούταρ Πράντεχ, είχαν θεαματικά καλύτερα αποτελέσματα από όσες έμειναν πιστές στις εντολές του ΠΟΥ που απαξιώνουν την ιβερμεκτίνη.
Αντίθετα όμως με ό,τι συμβαίνει με τα φτηνά φάρμακα που δεν καλύπτονται από πατέντες, ο ΠΟΥ και οι επίσημοι οργανισμοί φαρμάκων της Ευρώπης και των ΗΠΑ δείχνουν μεγάλη επιείκεια σε ακριβά φάρμακα που καλύπτονται από πατέντες, όπως η πανάκριβη ρεμντεσιβίρη που αποδείχτηκε ότι ενώ δεν έχει καλύτερα αποτελέσματα από την υδροξυχλωροκίνη, είναι ίσως πολύ τοξικότερη. Αντίστοιχη συμπεριφορά έχουν στη Δύση και τα περισσότερα επιστημονικά εκλαϊκευτικά περιοδικά, που άρχισαν επιτέλους να μιλάνε για μονοκλωνικά, ενώ αποσιωπούν το γεγονός ότι στην Κούβα τέτοια φάρμακα έχουν μπει στην πανοπλία της θεραπείας εδώ και πάνω από έξι μήνες.
Η καθεστωτική επιστήμη απεχθάνεται τα παλιά φτηνά φάρμακα που μεταφερόμενα στη μάχη για τον κορονοϊό ενδέχεται να έχουν θετικά αποτελέσματα, γιατί έτσι βάζουν σε κίνδυνο την κερδοφορία των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών που ψάχνουν για καινούργια και πιθανότατα πανάκριβα φάρμακα που καλύπτονται από πατέντες, όπως απεχθάνεται και τα φάρμακα που προέρχονται από χώρες εκτός Δύσης όπως η Κούβα.
Ισως στο μέλλον αποδειχτεί ότι αυτή η πολιτική κόστισε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους που αλλιώς θα είχαν αποφευχθεί.
Συμπερασματικά, επείγει να απελευθερωθούν η έρευνα και η επιστήμη από τις ιδιωτικές επιχορηγήσεις, όπως και επείγει να αναπτυχθούν εθνικές δημόσιες επιχειρήσεις παραγωγής φαρμάκων με άμεση σύνδεση με τα δημόσια συστήματα υγείας και τη δημόσια επιστημονική έρευνα.
Επείγει να απελευθερωθούν η έρευνα και η επιστήμη από τις ιδιωτικές επιχορηγήσεις, όπως και να αναπτυχθούν εθνικές δημόσιες επιχειρήσεις παραγωγής φαρμάκων