Πασχάλης: Η φωνή του παντοτινού καλοκαιριού

Πασχάλης: Η φωνή του παντοτινού καλοκαιριού
(© Θεοδωρής Ψιάχος)

Ο δημοφιλής τραγουδιστής μιλάει για τη ζωή και την πορεία του: από το Δοξάτο της Δράμας, στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στην κορυφή της ελληνικής ποπ μουσικής.

Τραγουδιστής των Brahms το 1964 (προσωπικό αρχείο Πασχάλη)

 

Ο Πασχάλης είναι η φωνή των πάρτι µας. ∆εν µπορώ να σκεφτώ πολλούς καλλιτέχνες που καταφέρνουν να συνδέσουν το τραγούδι τους µε τις ωραιότερες στιγµές τόσο χιλιάδων ανθρώπων για τόσες δεκαετίες. Λίγο προτού ξεκινήσει την καλοκαιρινή του περιοδεία «The party –Covid free– goes on» συναντηθήκαµε σε ένα καφέ πάνω στη θάλασσα µε αφορµή τη συνεργασία του µε την κόρη του Ζηνοβία στο νέο τους τραγούδι µε τίτλο «Ή εσύ ή εγώ». «Εγραψα τους στίχους και τους της έστειλα. Το άλλο πρωί βρήκα το τραγούδι παιγµένο στο µέιλ µου» λέει και µιλάει µε θαυµασµό για την κόρη και συνεργάτιδά του η οποία γράφει µουσική στη Γαλλία όπου ζει τα τελευταία χρόνια. «Το τραγούδι µας είναι ρεαλιστικά συναισθηµατικό, σαν εµένα. Αν µε ψυχαναλύσεις, έχω µέσα µου ένα συναισθηµατικό κάστρο. Ο,τι υπάρχει εκεί βγαίνει στο τραγούδι, στη δηµιουργία, στις συνθέσεις, στους στίχους µου και αυτό µου δίνει ζωή» λέει. Ο Πασχάλης Αρβανιτίδης εκτός από πολύ καλός τραγουδιστής είναι και χαρισµατικός αφηγητής. Η συζήτησή µας ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια και καταλήγει στο σήµερα.

Γεννηθήκατε και µεγαλώσατε στο ∆οξάτο της ∆ράµας. Πώς θυµάστε τα πρώτα χρόνια σας;

Ηµουν το µικρότερο παιδί της οικογένειας. Ο πατέρας µου ήταν οικοδόµος, σοβατζής συγκεκριµένα – µάλιστα είχε το παρατσούκλι «Γιάννης ο σουβατζής» κι εµείς ήµασταν τα «σουβατζούδια». Ορφανός από πατέρα, είχε έρθει πρόσφυγας από την ανατολική Θράκη µαζί µε τη µητέρα και την αδερφή του. Στο ∆οξάτο τους δώσανε ένα οικόπεδο και έχτισαν εκεί ένα σπίτι µε πλίνθους που έφτιαξαν µόνοι τους, από λάσπη και άχυρο. Η ασχολία της φαµίλιας εκεί ήταν τα καπνά. Τα καλλιεργούσαν σε ενοικιαζόµενα χωράφια. Εγώ, ως µικρότερος, δεν τα ζούσα πολύ αυτά. Ζούσα την ανεµελιά, την ελευθερία, το παιχνίδι, τις πλάκες, κάποιες φορές ψιλοβοηθούσα και στα καπνά – στο πέρασµα και στο παστάλιασµα. Οταν ήµουν γύρω στα δέκα ο πατέρας µου είχε πλέον δουλειές στη Θεσσαλονίκη, τα αδέρφια µου µπήκαν στη δουλειά του και έτσι µετακοµίσαµε εκεί.

Μιλάµε για την εποχή της αντιπαροχής;

Ναι. Στη Θεσσαλονίκη τελείωσα και το δηµοτικό και εκεί άρχισα να εργάζοµαι στη δουλειά του αδερφού µου του Κώστα που ήταν βαφέας αυτοκινήτων. Εµαθα πολύ γρήγορα την τέχνη και όταν έπειτα από λίγο έφυγε φαντάρος µου άφησε το µαγαζί. ∆εκαέξι χρόνων ήµουν αφεντικό και είχα και βοηθό. Εχω όµορφα συναισθήµατα για εκείνη την εποχή, για τα εφηβικά µου χρόνια.

Φωτογράφιση με τους Olympians (προσωπικό αρχείο Πασχάλη)

 

Με τη µουσική πώς ασχοληθήκατε;

Μου άρεσε η µουσική, άκουγα πολύ ραδιόφωνο. Να φανταστείτε ότι πολλές φορές εγκατέλειπα το παιχνίδι στη γειτονιά µας στο ∆ιοικητήριο και έτρεχα να ακούσω την αγαπηµένη µου εκποµπή στο ΕΙΡ που έπαιζε τα αγαπηµένα µου ξένα τραγούδια.

Ποια ήταν αυτά;

Τα τραγούδια του Φατς Ντόµινο, των Ventures, των Beach Boys. Αυτά που κυρίως έπαιζε από την αµερικανική σκηνή ο Κώστας Πλέσσας στο ραδιόφωνο. Και από το βράδυ µέχρι το πρωί άκουγα ράδιο Λουξεµβούργο, το οποίο έπαιζε την αγγλοσαξονική σχολή: Beatles, Rolling Stones, Kinks, Animals, Traffic, Honeycombs.

Τι ακριβώς ήταν το ράδιο Λουξεµβούργο;

Ραδιοφωνικός σταθµός των µεσαίων που εξέπεµπε από το Λουξεµβούργο αλλά ακουγόταν και στη Θεσσαλονίκη µε λίγα παράσιτα και έπαιζε συνεχώς µουσική και µάλιστα τα τραγούδια που µόλις είχαν κυκλοφορήσει. Το πάθος µου αυτό ήταν που µε οδήγησε να συζητήσουµε µε τους φίλους µου στο ∆ιοικητήριο σχετικά µε τη δηµιουργία συγκροτήµατος. Ηδη τότε είχα αρχίσει τα µαθήµατα κιθάρας. Ξεκινήσαµε λοιπόν τότε τους Drugstoremen, δηλαδή τους φαρµακοποιούς. ∆εν ξέραµε όργανα όλοι· µόνο εγώ λίγη κιθάρα και κάποιος που έπαιζε πάνω στο τραπέζι τύµπανα µε τα χέρια. Και είχαµε όνειρα να µάθουµε και µουσική, να γίνουµε συγκρότηµα. Τότε υπήρχαν τα µουσικά πρωινά στα οποία έπαιζαν µουσική διάφορα συγκροτήµατα. Πηγαίναµε κι εµείς και ακούγαµε. Εκεί ήταν ένα συγκρότηµα, οι Brahms, που έπαιζαν κυρίως λάτιν, κάποια ιταλικά και ένα δυο σύγχρονα τραγούδια και ο τραγουδιστής τους τραγουδούσε ροκ εν ρολ.

Στο κλαμπ Χαβάη στη Νέα Κρήνη το 1968, σε άδεια από την αεροπορία (προσωπικό αρχείο Πασχάλη)

 

Εσείς πώς βρεθήκατε να γίνετε ο τραγουδιστής τους;

Κάποια στιγµή στις αρχές της δεκαετίας του ’60 έφυγε ο τραγουδιστής τους στο Βέλγιο –ήταν η εποχή της µετανάστευσης– και αναζητούσαν τραγουδιστή. Μου είπαν τότε τα φιλαράκια: «∆εν πας εσύ µέχρι να πάρουµε όργανα;». Πήγα λοιπόν, πέρασα οντισιόν, προσελήφθην στους Brahms και από τη στιγµή που πήγα αλλάξαµε ρεπερτόριο και γίναµε το δηµοφιλέστερο συγκρότηµα στη Θεσσαλονίκη. Κάποια στιγµή το καλοκαίρι του 1965 νιώσαµε την ανάγκη να ανανεωθούµε και ήρθαµε σε επαφή µε τον πιανίστα Αλκη Κακαλιάγκο µε τον οποίο συµφωνήσαµε να αγοράσει ένα καινούργιο όργανο, ένα keybord, για να αλλάξουµε τον ήχο µας. Εκείνη την εποχή στη Αθήνα ήταν δηµοφιλέστατοι οι Forminx, στους οποίους ο Βαγγέλης Παπαθανασίου έπαιζε hammond.

Κι έτσι από τους Brahms γεννήθηκαν οι Olympians;

Ηρθαµε σε συνεννόηση µε τον Αλκη και κάναµε µια οµάδα από πέντε άτοµα. Στην κιθάρα ήταν ο Κούλης Καλογιαννίδης, στα ντραµς ο Τζακ (δηλαδή ο ∆ηµήτρης Λαζαρίδης), στο σαξόφωνο ο Σπόρος (δηλαδή ο Βαγγέλης Κουτσοτόλης), ο Αλκης στο ηλεκτρονικό όργανο κι εγώ στο µπάσο και το τραγούδι.

Το όνοµα πώς προέκυψε;

Μας το βρήκε ο στιχουργός, παρουσιαστής και κονφερασιέ Νίκος Ελληναίος. Μας άρεσε πάρα πολύ και το υιοθετήσαµε.

Υπάρχει µια εκδοχή ότι το όνοµα Olympians προέκυψε από µια βραδιά που παίζατε στη Χαβάη και ο Αλκης Κακαλιάγκος χτύπησε το hammond το οποίο έβγαλε ήχους σαν να έπεφταν κεραυνοί.

Το ξέρω αυτό το στόρι, αλλά δεν έγινε έτσι ακριβώς. Αυτό που λέτε µε το hammond γινόταν κάποιες φορές. Κουνούσε ο Αλκης το όργανο και τα ελατήρια που υπήρχαν µέσα χτυπούσαν το ένα πάνω στο άλλο και έκαναν έναν κρότο σαν κεραυνός. Ετσι µάλιστα παίζαµε τη µελωδία από τις «Οµπρέλες του Χερβούργου», που τότε είχε πολύ µεγάλη επιτυχία στο σινεµά. Επαιρνα εγώ µια ζελατίνα από τσιγάρα και την έτριβα µπροστά στο µικρόφωνο και ο ήχος που ακουγόταν ήταν σαν να πέφτει βροχή. Κουνούσε και ο Αλκης το όργανο, που ακουγόταν σαν κεραυνός, αναβοσβήναµε και τα φώτα και είχε πολλή πλάκα. Αρεσε πολύ στους θαµώνες. Και επιβεβαίωνε φυσικά και τη θεότητά µας.

(© Θεοδωρής Ψιάχος)

 

Ο κόσµος χόρευε περισσότερο τότε;

Ο κόσµος τότε χόρευε. Και αν άδειαζε η πίστα, εµείς φροντίζαµε από το επόµενο τραγούδι να ξαναγεµίσει. Στα συγκροτήµατα υπήρχε αυτός που λέγαµε η «µύτη», δηλαδή αυτός που έβλεπε τη διάθεση του κόσµου και έλεγε ποιο θα έπρεπε να είναι το επόµενο τραγούδι. Η «µύτη» του συγκροτήµατος ήµουν εγώ και το σλόγκαν µας ήταν «ένα ζευγάρι κατεβαίνει, δύο πρέπει να ανέβουν». Αυτό συνέβαινε όλα τα χρόνια και µέχρι σήµερα όπου τραγουδάω έτσι γίνεται.

Τι τραγούδια παίζατε τότε;

Οταν γίναµε Olympians τον Οκτώβριο του 1965 παίζαµε στο κλαµπ Χαβάη στη Νέα Κρήνη στη Θεσσαλονίκη κυρίως τραγούδια της αγγλοσαξονικής σκηνής, αµερικάνικα, πολλά ιταλικά, πολύ λίγα γαλλικά και τα ελληνικά που καθιερώσαµε εκείνη την εποχή γράφοντας εγώ τον «Τρόπο» και το «Σχολείο» – τραγούδια που παίζαµε και επί Brahms και στους φαν µας είχαν επιτυχία.

Ηταν ρίσκο να βγείτε µε ελληνικό στίχο;

Οχι, ό,τι θέλαµε κάναµε γιατί το κοινό ήταν φανατικό. Ερχονταν από το απόγευµα στο κλαµπ και φεύγανε όταν κλείναµε. Σήµερα θα έλεγα ότι εµείς υπηρετούσαµε αυτό που άρεσε στον κόσµο. Το κάναµε µε πολλή αγάπη, µε πολλή όρεξη και µε τη σκέψη να τους κάνουµε να περάσουν ωραία. Και αυτό πέρασε στη συνείδησή µου και µέχρι σήµερα κυριαρχεί µέσα µου.

Η µεγάλη επιτυχία πότε ήρθε;

Κάποια στιγµή κάναµε µια ραδιοφωνική εκποµπή µε τον Αλκη Στέα την οποία άκουσε ο Γιάννης Σωκρατίδης, αντιπρόσωπος της Philips στη Θεσσαλονίκη, και ήρθε να µας ακούσει. Την άλλη µέρα µας πρότεινε να υπογράψουµε συµβόλαιο και να ηχογραφήσουµε αυτά τα τραγούδια. Και όντως έτσι έγινε: κατεβήκαµε στην Αθήνα και τα ηχογραφήσαµε σε ένα βράδυ.

Με πειρατικά ταξί απ’ όσο έχω διαβάσει.

Ακριβώς. Φορτώσαµε τα όργανά µας σε δύο πειρατικά ταξί και κατεβήκαµε Αθήνα. Γράψαµε στο στούντιο του Σήφη, στην οδό Σκαραµαγκά απέναντι από το Μουσείο. Στήσαµε τη δική µας µικροφωνική και τα δικά µας όργανα και έτσι στον «Τρόπο» έχουµε τον αυθεντικό ήχο των Olympians. Τα επόµενα τραγούδια τα γράψαµε παίρνοντας µόνο το hammond και τις κιθάρες µας και παίζαµε µε ενισχυτές που φέρνανε στο στούντιο, µε αποτέλεσµα να διαφοροποιείται λίγο η αυθεντικότητα του ήχου.

Ισχύει ότι κάποια στιγµή που γράφατε στα στούντιο της Columbia είχατε πετύχει τον Ζαµπέτα;

Ναι, ωστόσο µε τον Ζαµπέτα γνωριστήκαµε πολύ καλά αργότερα, όταν στη δεκαετία του ’70 δουλέψαµε µαζί µια σεζόν στη Φαντασία. Ηταν στο διπλανό καµαρίνι. Πάντα µε φώναζε «µικρό». Είχα ένα τραγούδι, την «Προϋπηρεσία» και του άρεσε πάρα πολύ. Οι στίχοι λένε «Η αγάπη θέλει προϋπηρεσία,/ µεροκάµατο, ξενύχτι και νταλκά/ θέλει ΙΚΑ µια ζωή στην αγωνία/ στα βαρέα ένσηµα και στ’ ανθυγιεινά». Και τον θυµάµαι να µου λέει: «Μικρέ, να σου πω, αυτό µε το ΙΚΑ σίκα και λοιπά µου αρέσει πάρα πολύ». Ηταν πολύ αυθόρµητος, πολύ αλέγρος, πολύ εύστοχος σε πράγµατα που ήθελε να θίξει και πολύ σπουδαίος συνθέτης. Και τραγουδούσε µε την ψυχή του.

«Μάθημα σολφέζ», η ελληνική συμμετοχή στη Eurovision 1977, με τους Μπέσσυ Αργυράκη, Πασχάλη, Μαριάννα Τόλη και Ρόμπερτ Ουίλιαμς

 

Σας συγκίνησε ποτέ το λαϊκό τραγούδι; Σας έχει τύχει για παράδειγµα να σιγοτραγουδήσετε το «Νυχτερίδες και αράχνες»;

Φυσικά. Αυτό το τραγούδι το αγαπούσα κιόλας. Οταν ήµουν στο χωριό µου το καλοκαίρι και οι δικοί µου µπουρλιάζανε τα καπνά, εγώ έπαιζα ανέµελος και τραγουδούσα «Είδα µια µάνα να θρηνεί στον τάφο του παιδιού της». Στο µεταξύ το τραγούδι είχε µια καµπάνα που χτυπούσε και για να αποδώσω τον ήχο της καµπάνας πετούσα µια πέτρα σε ένα βαρέλι. Τα τραγούδια που άκουγα εκείνη την εποχή ήταν αυτά του Καζαντζίδη και του Θεοδωράκη. Του Θεοδωράκη έγραψαν τόσο µέσα µου που αργότερα τα συνάντησα µες στον µουσικό µου κόσµο. Το «Βράχο, βράχο τον καηµό µου» µε συγκινούσε πάντα· µε τον στίχο «κλαίει η µάνα µου στο µνήµα» ανατριχιάζω µέχρι σήµερα. Και ο Χατζιδάκις µου άρεσε και τα τραγούδια του συνόδευαν τις ροµαντικές προτιµήσεις µου. Το «Ελα, πάρε µου τη λύπη» µου θυµίζει µελαγχολικές Κυριακές στη Θεσσαλονίκη. Ως Olympians παίζαµε και Χατζιδάκι. Ηµασταν και στην επιλογή του ρεπερτορίου µας διαφορετικό συγκρότηµα, δεν µοιάζαµε µε τα συγκροτήµατα των Αθηνών.

Εξού και βγήκατε πρώτοι στον διαγωνισµό που έγινε στο Καλλιµάρµαρο το 1966;

Εκείνη τη βραδιά λάβαµε µέρος περίπου δέκα µε δώδεκα συγκροτήµατα. Θυµάµαι ότι οι Charms, που ήταν δηµοφιλέστατο συγκρότηµα, έλαβαν µέρος αλλά όχι στο διαγωνιστικό – άνοιξαν ή έκλεισαν τη βραδιά. Εµείς ήµασταν οι µόνοι εκτός Αθηνών που λάβαµε µέρος. Κατεβήκαµε από τη Θεσσαλονίκη αεροπορικώς και δεν πήραµε όργανα µαζί µας – µας δανείσανε οι Λούµπογκ τα δικά τους. Οταν ανεβήκαµε στη σκηνή και ξεκινήσαµε τον «Τρόπο» έγινε χαµός. Οπως κοιτούσαµε τις κερκίδες, στα αριστερά και στα δεξιά µας είχαν βάλει φωτιές.

Ισχύει ότι ήταν εκεί πάνω από 60.000 θεατές;

Τότε είπαν και 65.000. Ο διαγωνισµός έγινε µέσω της εφηµερίδας «Εθνος». Και όσοι είχαν το απόκοµµα της εφηµερίδας το συµπλήρωναν ψηφίζοντας στην ουσία το συγκρότηµα που ήθελαν να κερδίσει. Είχαµε πάρει πάνω από 4.000 ψήφους και το δεύτερο συγκρότηµα είχε πάρει 303.

Τι ρόλο έπαιξαν οι ραδιοπειρατές στο να γίνετε γνωστοί;

Στη δεκαετία του ’60 υπήρχαν πολλοί νέοι που πήγαιναν σε τεχνικές σχολές, µεταξύ αυτών και στις σχολές των ηλεκτρολόγων κ.λπ. Από τα πρώτα που µαθαίνανε εκεί ήταν πώς να µετατρέπουν έναν ενισχυτή σε ποµπό. Αν έβαζες και µια κεραία στα κεραµίδια ή στην ταράτσα, έπαιρνες κι ένα πικάπ, έφτιαχνες ραδιοφωνικό σταθµό. Ολη η µπάντα των µεσαίων κυµάτων, γιατί δεν υπήρχαν τότε τα FM, κατακλύστηκε από ραδιοπειρατές. Τους άρεσε λοιπόν πολύ ο «Τρόπος» και τον παίζανε αβέρτα και κάπως έτσι κατακτήσαµε την Αθήνα µέσα σε λίγους µήνες µε τη βοήθεια των ραδιοπειρατών στους οποίους οφείλουµε πολλά. Ο «Τρόπος» κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη, το «Σχολείο» τον Απρίλη, η «Συγγνώµη» τον Μάη και µέχρι το καλοκαίρι ο «Αλέξης» και η «Ιστορία» των οποίων τους στίχους έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.

Οι Olympians το 1969 έξω από το κλαμπ Χαβάη (προσωπικό αρχείο Πασχάλη)

 

Ισχύει ότι τον «Τρόπο» τον έπαιζαν ακόµη και οι αρκουδιάρηδες στους δρόµους;

Βέβαια. Καταρχάς ο «Τρόπος» ήταν µαζί µε τη «Μαντουµπάλα» τα δύο τραγούδια που τα «φέρνανε» στους καταστηµατάρχες που είχανε τζουκµπόξ. Ηταν τα δύο τραγούδια που έφερναν τα πιο πολλά δίφραγκα.

Τα συµβόλαια µε τις δισκογραφικές ήταν ευνοϊκά για το συγκρότηµα;

Ηταν πάντα υπέρ των δισκογραφικών. Το ποσοστό µας στο συµβόλαιο που υπογράψαµε ως Olympians για να ηχογραφήσουµε τον «Τρόπο» ή το «Σχολείο» ήταν 4% διά του πέντε, γιατί τόσοι ήµασταν. Και µάλιστα όχι τοις εκατό αλλά του 90% γιατί το δέκα πήγαινε για διαφηµιστικούς σκοπούς. Οταν κάναµε την τόσο µεγάλη επιτυχία η εταιρεία µε πλησίασε ιδιαιτέρως για να κάνω προσωπικό συµβόλαιο. Το ποσοστό ήταν 2%. Στη συνέχεια τα ποσοστά αυτά µεγάλωσαν, ωστόσο πάντα ήταν επικουρικό έσοδο. Μόνο αν έκανες πολύ µεγάλη επιτυχία µπορούσε το ποσό να είναι σεβαστό.

Το 1971 και αφού σας αντικατέστησε όσο ήσασταν στον στρατό ο Νίκος Παπάζογλου ήρθε το οριστικό τέλος για τους Olympians. Γιατί;

Ο λόγος που φτιάξαµε το συγκρότηµα ήταν η καψούρα µας µε τη µουσική, η φλόγα, η διάθεσή µας. Κάναµε το κέφι και την πλάκα µας. Οταν απολυθήκαµε από τον στρατό προβληµατιστήκαµε σχετικά µε το µέλλον µας και σκεφτήκαµε ότι έπρεπε να µπούµε στον στίβο. Εκείνη τη στιγµή του προβληµατισµού αποφασίσαµε να ακολουθήσει ο καθένας τον δρόµο του γιατί το ένα µεροκάµατο που παίρναµε έπρεπε να το µοιράσουµε στα πέντε. Ο ντράµερ πήγε στην Ιταλία να σπουδάσει πολιτικός µηχανικός, ο κιθαρίστας προσλήφθηκε στον ΟΤΕ, ο οργανίστας άνοιξε κατάστηµα µε πιάνα και ο σαξοφωνίστας έκανε ένα µπαράκι στη Χαλκιδική. Εγώ αποφάσισα µαζί µε τον οργανίστα να κάνουµε ένα εργοστάσιο πλαστικών. Πήραµε ένα διαλυµένο εργοστάσιο για να το δουλέψουµε και επειδή µια µηχανή δεν λειτουργούσε καλά έπαθα ατύχηµα, µε αποτέλεσµα να µου κοπεί ο µυς του δαχτύλου µου. ∆εν πήγε πολύ καλά το εγχείρηµα. ∆εν πειράζει όµως, φαίνεται πως ο θεός µου έδωσε ταλέντο να είµαι τραγουδιστής και όχι πλαστικατζής. Οταν ξεµείναµε από πρώτες ύλες και δεν είχαµε κεφάλαιο κίνησης αναγκάστηκα να δεχτώ µια πρόταση από τα ∆ειλινά. Ετσι κατέβηκα στην Αθήνα για να συµµετάσχω σε ένα πρόγραµµα µε τον Στράτο ∆ιονυσίου, τον Γιώργο Νταλάρα, τον Γιάννη Πάριο, τη Χαρούλα Αλεξίου, τη Θάλεια, τον ∆άκη, την Τζελσοµίνα, τη Μίλλυ και τη Λιζέτα Νικολάου. Ενα µεγάλο σχήµα δηλαδή.

Στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού Θεσσαλονίκης το 1969 (προσωπικό αρχείο Πασχάλη)

 

Με τη µεταπολίτευση σηµειώθηκε µεγάλη αλλαγή και στο τραγούδι. Εσάς πώς σας βρήκε η νέα εποχή;

Και η µεταπολίτευση και η νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 επηρέασαν αρνητικά την καλλιτεχνική µου πορεία και έκανα καιρό να ανασυνταχτώ και να ξαναµπώ σε δηµιουργική φάση.

Τότε ήταν που επιχειρήσατε τη µεγάλη στροφή µε το «Εγώ ζωγράφισα τη γη», για το οποίο έχετε δηλώσει κατά καιρούς ότι δεν ήταν η πιο επιτυχηµένη επιλογή σας. Γιατί;

Ο δίσκος αυτός έγινε το ’81 µε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Το ΠΑΣΟΚ έφερε αλλαγές στον τρόπο ζωής του λαού, της µεσαίας και της ανώτερης τάξης. Σαν κίνηµα έπρεπε να έχει στον καλλιτεχνικό χώρο τη δική του µουσική, το δικό του τραγούδι και όχι εκείνο που ερχόταν από τη ∆εξιά. Με τον ερχοµό του ΠΑΣΟΚ ένιωσα να χάνω τον µουσικό µου λόγο, αισθάνθηκα ότι έπρεπε να ανανεωθώ και να προσαρµόσω το είδος του τραγουδιού µου. Εκείνη τη στιγµή βρέθηκε αυτή η δουλειά του ∆ώρου Γεωργιάδη και της εξαιρετικής Σώτιας Τσώτου. Οταν πήγα στον διευθυντή της εταιρείας µου, τον Νίκο Αντύπα, και του είπα ότι θέλω να κάνω αυτήν τη δουλειά, σηκώθηκε από το γραφείο του και µου είπε ότι τον δίσκο αυτό θα τον έκανα µόνο πάνω από το πτώµα του. Ο άνθρωπος έλεγε πολύ σωστά ότι ήµουν ένας τραγουδιστής της χαράς και του κεφιού και όχι της µελαγχολίας και του σκληρού στίχου. Εγώ όµως ως ξεροκέφαλος επέµεινα γιατί πραγµατικά µου άρεσαν αυτά τα τραγούδια. Από τη στιγµή που κυκλοφόρησε ο δίσκος οι δισκάδες κλείσανε το ράφι µου γιατί δεν πουλούσε καθόλου. ∆εν µπορούσα να ανατρέψω την εικόνα που είχε ο κόσµος για µένα.

Αυτό δεν είναι περιοριστικό;

Υπάρχουν φορές στην καριέρα µας που προτείνουµε κάτι στο κοινό επειδή το πιστεύουµε, αλλά το κοινό δεν το αποδέχεται. Αν και εµείς οι καλλιτέχνες ζούµε σε έναν δικό µας κόσµο, οφείλουµε να βλέπουµε το αποτύπωµά µας και από την πλευρά του κοινού.

Ο Πασχάλης στους Olympians το 1969 (προσωπικό αρχείο Πασχάλη)

 

Λίγα χρόνια µετά ήρθε ξανά η άνοδος. Πώς ήταν τότε τα πράγµατα;

Με τους «9 τρόπους αγάπης» ήρθε η άνοδος, το 1987 και τα χρόνια στο On the Rocks, το οποίο αποτέλεσε µια πρόταση διασκέδασης που κράτησε δέκα χρόνια, γι’ αυτό τη λέω έπος.

Εκείνη την εποχή είχα έρθει στο On the Rocks. Μου έκανε εντύπωση ότι ενώ αρκετοί τραγουδιστές είχαν αρχίσει να αποµακρύνονται από το κοινό και να αναζητούν τον ρόλο του σταρ, εσείς κατεβαίνατε από τη σκηνή και τραγουδούσατε µαζί µε τον κόσµο.

Εκείνο το πρόγραµµα έγινε πολύ µελετηµένα σχετικά µε το πώς θα εξελισσόταν η διάθεση του κοινού.

Φέτος αισίως συµπληρώνετε 55 χρόνια πορείας. Πώς θα τα γιορτάσετε;

∆εν θέλω να τα γιορτάσω µε την κλασική έννοια. Σχεδιάζω όµως ένα πρότζεκτ στο οποίο θα εξιστορώ την ιστορία και την εξέλιξη της ελληνικής ποπ µουσικής. Πιστεύω ότι έχω και τη γνώση και το δικαίωµα να το κάνω.

Documento Newsletter