Πάρτι για τους μεγάλους, ασφυξία για μικρούς και εργαζόμενους

Την ώρα που λίγες μεγάλες εισηγμένες κατέγραψαν αύξηση κερδών 90% το 2022, οι μικρομεσαίοι βλέπουν πτώση του τζίρου

Η οικονομική ανάπτυξη της διετίας 2022-23 δεν μοιράστηκε αναλογικά σε όλη την κοινωνία. Με όχημα τον ενεργειακό πληθωρισμό και τον πληθωρισμό της απληστίας μοιράστηκε σε βάρος των εργαζομένων και προς όφελος των επιχειρήσεων. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία πρόσφατης έκθεσης του Ινστιτούτου της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΕΤUC), που χρησιμοποιεί δεδομένα της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων της Κομισιόν, τα οποία έδειξαν πως στη διετία 2022-23 οι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 9,4% ενώ τα επιχειρηματικά κέρδη αυξήθηκαν κατά 9,3%. Ούτε όμως μεταξύ των επιχειρήσεων η κατανομή υπήρξε αναλογική. Το 2022 οι λίγες δεκάδες μεγάλες ελληνικές εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών είχαν αύξηση κερδών 90% και μολονότι για το 2023 δεν έχουμε ακόμη πλήρη στοιχεία, σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας η τάση δεν έχει αλλάξει για το πρώτο εξάμηνο του έτους.

Από την άλλη μεριά, ωστόσο, διαφορετική είναι η κατάσταση για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που αντιπροσωπεύουν το 99,6% του ελληνικού επιχειρείν. Παρά την ανάσα που πήραν κατά το 2022 με την επιστροφή της αγοράς στην κανονική λειτουργία μετά την πανδημία, από τα τέλη του 2023 άρχισαν να «νιώθουν» στον πτωτικό τζίρο τους την επιβράδυνση της ανάπτυξης κι αντιμετωπίζουν το μέλλον με απαισιοδοξία.

Η απαισιοδοξία αυτή αποτυπώθηκε στην πρώτη εξαμηνιαία έρευνα της χρονιάς για το οικονομικό κλίμα που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ σε πανελλαδικό δείγμα 801 μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), στο διάστημα 1-14 Φεβρουαρίου 2024, η οποία μεταξύ άλλων έδειξε:

Πρώτον, ότι η κατάσταση των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στους κλάδους της μεταποίησης, του εμπορίου και των υπηρεσιών έχει εισέλθει σε προοδευτική υποχώρηση λόγω της ανασφάλειας που προκαλούν αφενός η επιβράδυνση της οικονομίας, αφετέρου η εισαγωγή της τεκμαρτής φορολόγησης για την οποία έξι στις δέκα επιχειρήσεις θεωρούν ότι θα οδηγήσει σε νέα λουκέτα.

Δεύτερον, ότι μία στις δύο μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν έχει ξεπεράσει τα ασφυκτικά προβλήματα ρευστότητας που δημιουργήθηκαν κατά την πανδημία, με το 25,5% των επιχειρήσεων να δηλώνει ότι έχει μηδενικά ρευστά διαθέσιμα και το 25,1% να δηλώνει ότι έχει διαθέσιμα που επαρκούν το πολύ για ένα μήνα (25,1%). Το πιο σοβαρό πρόβλημα το έχουν ακόμη οι επιχειρήσεις εστίασης, από τις οποίες το 61,3% δεν έχει ταμειακά διαθέσιμα.

Τρίτον, ότι παραμένει υψηλό το ποσοστό των επιχειρήσεων με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τράπεζες, εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, λογαριασμούς, νοίκια, προμηθευτές. Συγκεκριμένα ληξιπρόθεσμες οφειλές δήλωσε ότι έχει το 30,6% των επιχειρήσεων, το 7,4% ανέφερε ότι έχει έως και δύο καθυστερημένες οφειλές και το 10% ότι έχει τρεις ή περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Το μεγαλύτερο πρόβλημα υπερχρέωσης αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις εστίασης, το 14,7% των οποίων έχει τρεις ή περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές, οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (13,2%) και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ (15,5%).

Τέταρτον, ότι η αύξηση του λειτουργικού κόστους για τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων έφτασε το 35% κατά την τελευταία διετία, σε μεγάλο βαθμό λόγω της αύξησης του ενεργειακού κόστους αλλά και των υπόλοιπων ανατιμήσεων που επέφερε η αύξηση των τιμών της ενέργειας.
Πέμπτον, σε ό,τι αφορά τους τζίρους, ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2023 σημειώθηκε ήπια πτώση στον τζίρο των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων συγκριτικά με το πρώτο εξάμηνο του 2023 αλλά και με το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Συγκεκριμένα, για το δεύτερο εξάμηνο του 2023 τρεις στις δέκα επιχειρήσεις (το 29,1%) δήλωσαν ότι είχαν αύξηση τζίρου, ενώ το 34,2% δήλωσε μείωση. Το 34,6% δήλωσε ότι ο τζίρος παρέμεινε αμετάβλητος.

Δύο θετικά στοιχεία με αστερίσκους

Η έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ ανέδειξε και δύο σχετικά θετικά στοιχεία.

Πρώτον, ότι έξι στις δέκα επιχειρήσεις ή ποσοστό 57,3% δήλωσαν ότι το 2023 είχαν κέρδη, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 2022, όπου κέρδη είχε δηλώσει το 51% των επιχειρήσεων. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις δήλωσαν κέρδη σε ποσοστό 87,1% και οι μικρότερες σε ποσοστό 35,9%.

Δεύτερον, ότι σημαντικό ποσοστό των επιχειρήσεων, συγκεκριμένα το 37,2%, πραγματοποίησε επενδύσεις μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2023. Ωστόσο για μία στις δύο επιχειρήσεις (49,1%) οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν ήταν μικρής κλίμακας, έως και 5.000 ευρώ, καθώς περισσότερες από οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις (84,2%) υποχρεώθηκαν να τις χρηματοδοτήσουν από ίδια κεφάλαια, μόλις το 5,7% κατάφερε να τις χρηματοδοτήσει μέσω ΕΣΠΑ και το 3,7% μέσω τραπεζικού δανεισμού.

«Θηλιά η έλλειψη ρευστότητας»
Αποκλεισμένες οι μικρές επιχειρήσεις από τραπεζικό δανεισμό, ΕΣΠΑ και Ταμείο Ανάκαμψης, τονίζει ο Γιώργος Καββαθάς

«Η κυβέρνηση λέει ότι η οικονομία πάει καλά αλλά εμείς διαπιστώνουμε ότι τα οφέλη και η ανάπτυξη πάνε σε ένα πολύ μικρό κομμάτι που αποτελείται από λίγες μεγάλες επιχειρήσεις και δεν διαχέονται στο σύνολο της κοινωνίας, στις μικρομεσαίες, μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και στους αυτοαπασχολούμενους, που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των μελών των επιμελητηρίων» δήλωσε σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της εξαμηνιαίας έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ ο πρόεδρός της Γιώργος Καββαθάς.

Στο αίτημα τoυ Documento να ιεραρχήσει τους παράγοντες που στραγγαλίζουν τις μικρές επιχειρήσεις ο κ. Καββαθάς προσδιόρισε ως υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα την έλλειψη ρευστότητας. «Μία στις δύο επιχειρήσεις δεν έχει καθόλου ρευστότητα. Αυτό συμβαίνει γιατί οι τράπεζες δεν δανείζουν καθόλου τις μικρές επιχειρήσεις. Η ίδια η Ελληνική Ενωση Τραπεζών έχει ανακοινώσει ότι μόνο 49.500 επιχειρήσεις επί συνόλου 800.000 είναι αξιόχρεες και μπορούν να τους δώσουν δάνεια. Κι όταν τους δίνουν ζητούν επιτόκιο 2,5% υψηλότερο απ’ ό,τι στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, δηλαδή κοντά στο 8% με 9%, οπότε οι μικρές επιχειρήσεις αδυνατούν να δανειστούν» προσθέτει.

Η αδυναμία χρηματοδότησης δεν αφορά όμως μόνο τις τράπεζες αλλά και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, σημειώνει. «Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου της ΓΣΕΒΕΕ, το 2023 μόνο το 6,5% των μικρών είχε πρόσβαση στο ΕΣΠΑ. Ξέρετε, το ΕΣΠΑ έχει κόφτες, των δύο, τριών ή δέκα μονάδων εργασίας, δηλαδή της απασχόλησης δύο, τριών ή δέκα εργαζομένων σε ετήσια βάση. Αυτό σημαίνει ότι για να μπει στο ΕΣΠΑ μια επιχείρηση πρέπει να απασχολεί τουλάχιστον δύο εργαζόμενους αν είναι συνεχούς λειτουργίας ή περισσότερους αν είναι εποχική, άρα αποκλείονται αυτομάτως από το ΕΣΠΑ όλοι οι αυτοαπασχολούμενοι, δηλαδή 400.000 επαγγελματίες και όλες οι ατομικές επιχειρήσεις χωρίς εργαζόμενους ή με έναν εργαζόμενο. Αυτό συμβαίνει μάλιστα μόνο στην Ελλάδα γιατί στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες ο επαγγελματίας που απασχολείται στην επιχείρησή του μετράει ως εργαζόμενος, σε μας όμως εξαιρείται» εξηγεί ο κ. Καββαθάς.

Συν τοις άλλοις, πλήρης είναι και ο αποκλεισμός των μικρών επιχειρήσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης: «Η κυβέρνηση λέει ότι έχει προβλέψει κονδύλια ύψους 1,7 δισ. ευρώ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δηλαδή τις επιχειρήσεις με 50 ως 250 εργαζόμενους, και έχει ανακοινώσει 186 επενδυτικά σχέδια της τάξης των 15 εκατ. ευρώ έκαστο. Ομως τα σχέδια αυτά είναι πολύ μεγάλα και καμιά επιχείρηση δεν μπορεί να τα πάρει» καταλήγει.

«Για να υπάρξει ανάπτυξη για όλους κι όχι για λίγους» επισημαίνει ο Γ. Καββαθάς «πρέπει να γίνουν αλλαγές. Να βγουν οι κόφτες από το ΕΣΠΑ και να αναθεωρηθεί το Ταμείο Ανάκαμψης ώστε να δημιουργηθούν πόροι για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που έχει η χώρα και να μπουν και οι μικρές και οι ατομικές επιχειρήσεις στα προγράμματα ψηφιακής μετάβασης και πράσινης οικονομίας. Κάποιες χώρες το έχουν κάνει. Κι εμείς το ζητάμε, αλλά η κυβέρνηση δεν μας ακούει».

Ως νο 2 παράγοντα ασφυξίας των μικρών επιχειρήσεων ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ ιεραρχεί τη μεγάλη αύξηση του λειτουργικού κόστους, κατά 35% μεσοσταθμικά μέσα στα δύο τελευταία χρόνια. Ο συνδυασμός της αύξησης του λειτουργικού κόστους και της απουσίας χρηματοδότησης οδηγεί εντέλει σε οφειλές, λέει στο Documento. «Μόνο μέσα στο 2023, σύμφωνα με τα δικά μας στοιχεία, οι επιχειρήσεις δημιούργησαν νέα ληξιπρόθεσμα χρέη 5,5 δισ. ευρώ προς τον πρώην ΟΑΕΕ και 15 δισ. ευρώ συνολικά προς τον ΕΦΚΑ. Δημιούργησαν επίσης 5,7 δισ. ευρώ νέα ληξιπρόθεσμα προς την ΑΑΔΕ από φόρους, πρόστιμα του ΚΒΣ και προσαυξήσεις».

«Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι κυβερνήσεις βοηθούν τις μικρές επιχειρήσεις» τονίζει ο Γ. Καββαθάς. «Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Μελόνι στην Ιταλία τροποποίησε το Ταμείο Ανάκαμψης, μεταβιβάζοντας πόρους ύψους 1,5 δισ. ευρώ στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις για να κάνουν αυτοπαραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και να μειώσουν το ενεργειακό τους κόστος. Η Ιταλία έχει πολλές μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις σαν κι εμάς και θέλησε να τις στηρίξει».

«Αντίθετα, η δική μας κυβέρνηση φαίνεται σαν να θέλει να εφαρμόσει το σχέδιο Πισσαρίδη που έλεγε να μειωθεί ο αριθμός των μικρών επιχειρήσεων. Προχτές μάλιστα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης μιλώντας σε εκδήλωση είπε ότι ο μεγάλος αριθμός των μικρών επιχειρήσεων που υπάρχουν στην Ελλάδα δεν είναι εναντίον μόνο της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, αλλά και των ίδιων των μικρών επιχειρήσεων. Η ΓΣΕΒΕΕ του απάντησε ότι η άποψη αυτή που αντιμετωπίζει ως πρόβλημα τον αριθμό και μέγεθος των μικρών επιχειρήσεων είναι εντελώς αναχρονιστική. Παραβλέπει μάλιστα ότι όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, το 93,3% των επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις. Στην Ελλάδα πάλι οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το 99,4% του συνόλου, ξεπερνούν τις 800.000, διαθέτουν όμως το 87% της απασχόλησης, δηλαδή περισσότερους από 2 εκατ. εργαζόμενους και δραστηριοποιούνται από τους πλέον παραδοσιακούς ως τους κλάδους τεχνολογικής αιχμής. Δεν είναι δυνατό να τους αρνούμαστε κάθε μέλλον επειδή είναι μικρές».

«Με δυο λόγια, δεν μπορεί να εμφανίζεται ως προϋπόθεση ανάπτυξης ο αφανισμός των μικρών επιχειρήσεων, αντίθετα επιβάλλεται η στήριξή τους με τις σωστές αναπτυξιακές πολιτικές. Αν αφήνουμε τους μικρούς χωρίς χρηματοδότηση, χωρίς κίνητρα για ανάπτυξη συνεργασιών, χωρίς ενίσχυση στα πεδία της τεχνολογίας και της καινοτομίας, εύλογα καταλήγουμε σε μια μίζερη και προβληματική εικόνα, η οποία όμως ήρθε ως αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής» καταλήγει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ.

Διαβάστε επίσης: Στα 20,5 δισ. ευρώ ο τζίρος του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ελλάδα το 2022

H Λαγκάρντ προανήγγειλε μείωση των επιτοκίων τον Ιούνιο

«Ανακαινίζω-Νοικιάζω 2024» – Πολύς θόρυβος για το τίποτα!

Ετικέτες