Τα φαινόμενα παράνομης αστυνομικής βίας γενικά, όταν και όπου παρατηρούνται, οφείλονται στην ανοχή των κυβερνήσεων και στην ίδια τη δομή και στον προσανατολισμό των σωμάτων ασφαλείας.
Η έξαρσή τους το τελευταίο διάστημα (μια και δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο) σχετίζεται προφανώς με τα πάγια δομικά προβλήματα των σωμάτων ασφαλείας, στα οποία ουδέποτε εφαρμόστηκε διαδικασία ριζικού εκδημοκρατισμού. Επιπλέον η σημερινή κυβέρνηση, μέχρι τώρα τουλάχιστον, κλείνει τα μάτια μπροστά σε τέτοιες πρακτικές. Η αιτία πρέπει να αναζητηθεί στην επιδίωξη –κύκλων τουλάχιστον– της κυβέρνησης να επανέλθει στην καθημερινότητα ένα μοντέλο ακραία αυταρχικής αστυνομικής παρουσίας που παραπέμπει σε εποχές πριν από τη δεκαετία του 1980, όταν έγινε μόνο ένας επιφανειακός δημοκρατικός εκσυγχρονισμός.
Ο στόχος αυτής της προσπάθειας είναι η δημιουργία κλίματος φόβου και αστυνομοκρατίας στην κοινωνία. Η κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά ότι οι αντιστάσεις των εργαζομένων, της νεολαίας, του λαού γενικότερα θα εντείνονται αναπόφευκτα όσο συνεχίζεται με παραλλαγές η νεοφιλελεύθερη πολιτική που καθιστά μια μικρή μειονότητα πλουσιότερη και τη μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας φτωχότερη, χωρίς κοινωνικά δικαιώματα. Επομένως η αστυνομική καταστολή και ιδίως η παράνομη αστυνομική βία θέλουν να λειτουργήσει αποτρεπτικά προς την άσκηση των θεμελιωδών και συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, όπως αυτό της συνάθροισης, της ελεύθερης διάδοσης των ιδεών, της απεργίας, τα οποία είναι τα φυσιολογικά μέσα αντίδρασης της κοινωνίας.Τα Εξάρχεια αποτελούν μόνο επιμέρους στόχο. Εχουν συμβολική αξία γιατί ικανοποιείται έτσι ένα μέρος της εκλογικής επιρροής του κυβερνώντος κόμματος και, παράλληλα, μια οικονομική στόχευση που σχετίζεται με την ανάπλαση της περιοχής υπό την αιγίδα ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων.
Το φαινόμενο της παράνομης αστυνομικής βίας είναι πολύ επικίνδυνο γιατί υπονομεύει στην πράξη θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και εδραιώνει μια γενικότερη αυταρχική συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων. Ακόμη και πολίτες που αισθάνονται ότι δεν τους αφορά το ζήτημα μπορεί αύριο, στην καθημερινότητά τους, να βρεθούν αντιμέτωποι με το πρόβλημα, ακόμη και χωρίς να συμμετέχουν σε διαδηλώσεις.
Εχει σημασία να σημειωθεί ότι τόσο στην πραγματικότητα της χώρας μας όσο και διεθνώς, όπως μας δείχνουν οι έρευνες και οι σχετικές επιστημονικές μελέτες, η παράνομη αστυνομική βία ασκείται αποκλειστικά σε βάρος προσώπων που προέρχονται από τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Δεν παρατηρείται άσκηση παράνομης αστυνομικής βίας σε βάρος προσώπων που προέρχονται από τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα της κοινωνίας. Εχετε δει ποτέ για παράδειγμα να κακομεταχειρίζεται η αστυνομία κάποιον τέτοιο συλληφθέντα, κατηγορούμενο για κάποιο έγκλημα;
Ωστόσο η μεγάλη πλειοψηφία αποδοκιμάζει την παράνομη αστυνομική βία. Οχι μόνο όσοι ψήφισαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όχι μόνο όσοι απείχαν από τις εκλογές, αλλά ακόμη και ένα τμήμα των ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος δεν συμφωνεί με τις πρακτικές αυτές και αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Ακόμη και στο εσωτερικό των σωμάτων ασφαλείας υπάρχουν ψύχραιμες και δημοκρατικές φωνές.
Αυτή η μεγάλη αλλά σχετικά σιωπηλή πλειοψηφία πρέπει να εκφραστεί. Η ανησυχία, η οργή θα μετασχηματιστούν σε μια ήρεμη, δυνατή, πανίσχυρη ηθική καταδίκη και αντίδραση που τίποτε δεν μπορεί να τη νικήσει. Στη χώρα μας υπάρχει ιστορική εμπειρία και μνήμες δημοκρατικών αγώνων δεκαετιών. Βλέπω μια εικόνα του μέλλοντος: μια μεγάλη διαδήλωση πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, διαφορετικών πεποιθήσεων και αξιών, που θα επιβάλλουν με την ηχηρή σιωπή τους την αξιοπρέπεια και τη δημοκρατία. Αλλά, ακόμη περισσότερο, χρειάζεται προοπτικά η υλοποίηση ενός συγκεκριμένου σχεδίου ολοκληρωμένης αναδιάρθρωσης και ριζικού εκδημοκρατισμού των σωμάτων ασφαλείας.
Ο Δημήτρης Καλτσώνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο