Το γιορτινό τραπέζι της Λένας Πλάτωνος το 1984 που έγινε ποίημα.
Την άνοιξη του 1983 η Λένα Πλάτωνος και η Σαβίνα Γιαννάτου πρωτομπήκαν στο στούντιο για να γράψουν το «’62 του Μάνου Χατζιδάκι», εκείνο το ευφάνταστο άλμπουμ – παραγγελία του Αλέκου Πατσιφά της Λύρα. Από άποψη η Πλάτωνος δεν θέλησε να παρέμβει ιδιαιτέρως στη μουσική του Χατζιδάκι, προτίμησε όμως να «παίξει» με τις αρμονίες του. Μια μέρα που ο Πατσιφάς άκουσε το «Πέλαγο είναι βαθύ», ζήτησε να μπει μια σειρήνα στο τέλος του τραγουδιού, κάνοντας στην ουσία μουσική παρέμβαση.
Η Πλάτωνος του έκανε τη χάρη, άλλωστε ήταν η τελευταία φορά που τον συναντούσε κι έκτοτε, όποτε ακούει το –διασκευασμένο από την ίδια– «Πέλαγο είναι βαθύ», νιώθει σαν να περνάει η ψυχή του Πατσιφά από μέσα του. Οταν ολοκληρώθηκε το άλμπουμ η Πλάτωνος και η Γιαννάτου το πήγαν στον Μάνο Χατζιδάκι και το άκουσαν μαζί. Αφού είπε τα καλύτερα στη Σαβίνα για την ερμηνεία της, εκθείασε τη Λένα που κατανόησε σε τόσο βάθος τις αρμονίες του. Της πρότεινε, μάλιστα, όταν άκουσε το «Χάρτινο το φεγγαράκι» (ηχογραφήθηκε με τη φωνή της Πλάτωνος), να έκαναν έναν νέο δίσκο με τα θεατρικά τραγούδια του, ενορχηστρωμένα και ερμηνευμένα απ’ αυτήν.
Αλλαγή σκηνικού: Στα τέλη της χρονιάς που γράφτηκε το «’62 του Μάνου Χατζιδάκι», παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1984, η Πλάτωνος οργάνωσε ένα γιορτινό τραπέζι στο σπίτι της παρουσία του Χατζιδάκι. Πολλά χρόνια αργότερα θα έγραφε ένα ποίημα από εκείνη τη βραδιά: «Ονειρεύομαι τα λευκά Χριστούγεννα/ πιέζω το μυαλό μου σαν μπιμπίκι/ έτσι αρχίζει κι έτσι τελειώνει το λευκό/ Θυμάμαι στην Αλεξάνδρας όλους μαζεμένους γύρω απ’ το τραπέζι/ κι εγώ σαν Αγιος Βασίλης να τους καρφώνω στα πέτα χρυσές πίνζες/ να χαίρονται και να ζηλεύουν τη γενναιοδωρία/ Πού είσαι, Μάνο;/ αυτά τα σκέφτομαι τώρα που όλοι έχουν πεθάνει (νεκροί και ζωντανοί)/ κι εγώ πετώ/ πουλί παιδί δικό σου/ και παίζω ελεύθερο σχέδιο με ένα σύννεφο σου/ πουλί παιδί δικό σου».