Ο Αύγουστος δεν ήταν ποτέ καλός μήνας για τις εφημερίδες. Ακόμα και τότε που ένα καθημερινό φύλλο πουλούσε μόνο του περισσότερα αντίτυπα από όσα πουλάνε σήμερα όλες οι κυριακάτικες εφημερίδες μαζί, οι πωλήσεις τον Αύγουστο παραδοσιακά παρουσίαζαν μια πτώση. Η οποία όμως διακόπτονταν αμέσως μόλις ο κόσμος επέστρεφε από τις διακοπές του και μαζί στις καθημερινές του συνήθειες, με την αγορά και ανάγνωση της εφημερίδας να αποτελεί βασική προτεραιότητα. Δυσκολεύομαι πραγματικά να θυμηθώ έστω μία μέρα στα παιδικά μου χρόνια τη δεκαετία του ’80 που ο πατέρας μου να έχει επιστρέψει από το σχολείο στο οποίο δίδασκε χωρίς να κρατά την εφημερίδα του παραμάσχαλα. Και όταν αυτό συνέβαινε, ήξερα ότι ήταν θέμα χρόνου να μου ζητήσει να πεταχτώ μέχρι το ψιλικατζίδικο της κυρίας Χρύσας στην οδό Αρχελάου στο Παγκράτι για να αγοράσω την Ελευθεροτυπία και την Κυριακή το Βήμα. Κάπως έτσι το ξεφύλλισμα ήταν και για μένα μια συνήθεια που έγινε λατρεία και που στην πορεία έμελλε να με καθορίσει και επαγγελματικά.
Με το πέρασμα των χρόνων η ενημέρωση πέρασε σε δεύτερη μοίρα, οι εφημερίδες έγιναν περιτύλιγμα προσφορών, καθώς ακόμα και τα τελευταία κάστρα που αντιστάθηκαν στη μόδα των CD, των DVD και άλλων «σούπερ προσφορών», έπεσαν γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά… Κάπως έτσι οι εικόνες των αναγνωστών που πάσχιζαν να κρατήσουν ανοιχτή την εφημερίδα στην παραλία με τον αέρα να λυσσομανάει ή εκείνες των επιβατών στα μέσα μαζικής μεταφοράς που με το ένα χέρι κρατούσαν την εφημερίδα που είχαν διπλώσει στη σελίδα που ήθελαν και με το άλλο τη χειρολαβή αποτελούν μακρινή, πολύ μακρινή ανάμνηση καθώς αντικαταστάθηκαν από τις εικόνες πελατών που κρατούσαν τις «σούπερ προσφορές» και πετούσαν το κυρίως σώμα των εφημερίδων στον πρώτο κάδο που έβλεπαν μπροστά τους. Για να φτάσουμε στα χρόνια που τα πάλαι ποτέ κραταιά εκδοτικά συγκροτήματα πέρασαν στα χέρια ανθρώπων που δεν έχουν καμία σχέση με τον χώρο και που δεν το έχουν σε τίποτα να κονταροχτυπηθούν για μάτια ενός ιστορικού τίτλου περισσότερο για το γόητρο και λιγότερο για χάρη της ενημέρωσης. Μα αν δεν ήταν αυτοί να χρηματοδοτούν τις εκδόσεις, οι περισσότεροι από το σινάφι μας θα είχαμε αλλάξει δουλειά προ πολλού, θα πει κάποιος και δεν θα έχει και άδικο…
Σε κάθε περίπτωση όλα αυτά είναι για όλους εμάς που εξακολουθούμε να εργαζόμαστε σε εφημερίδες η μεγαλύτερη υπενθύμιση ότι ο έντυπος Τύπος αργοπεθαίνει. Αργοπεθαίνει μαζί με τους τελευταίους ηλικιωμένους κατά κύριο λόγο αναγνώστες που πηγαίνουν το πρωί στο περίπτερο για να αγοράζουν εφημερίδα είτε από συνήθεια, είτε επειδή επιμένουν να εμπιστεύονται το χαρτί περισσότερο από την τηλεόραση και το διαδίκτυο.
Και γιατί τα λες όλα αυτά, θα σκεφτεί κάποιος. Έχοντας επιστρέψει εδώ και λίγες μέρες από τις καλοκαιρινές μου διακοπές προσπαθώ ακόμα να χωνέψω την απάντηση που πήρα όταν πήγα να ρωτήσω πού (προσέξτε, όχι αν, πού) θα βρω εφημερίδα στην περιοχή που παραθέριζα, μια περιοχή που τους καλοκαιρινούς μήνες σφύζει από ζωή με κύριο χαρακτηριστικό τον εγχώριο τουρισμό. «Με περνάς για τρελό;» αποκρίθηκε ο άνθρωπος, το μίνι μάρκετ του οποίου ήταν μέχρι πέρυσι και σημείο διανομής Τύπου. «Δεν ξαναβάζω εφημερίδες στο μαγαζί, πέρυσι όλο το καλοκαίρι ζήτημα να πούλησα συνολικά 50 κομμάτια. Δεν αξίζει τον κόπο, αδερφέ. Κάποτε ήταν κράχτης, σήμερα είναι μόνο ταλαιπωρία». Ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι πέντε μέρες μετά την άφιξή μου εκεί δεν είχα δει ούτε έναν άνθρωπο να διαβάζει εφημερίδα. Ούτε έναν! Ούτε καν στα καφενεδάκια που σύχναζαν οι ντόπιοι και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που δεν έχουν πρόσβαση στην έντυπη ενημέρωση και για τους οποίους καμία συνήθεια δεν αποτελεί πλέον καμία λατρεία.
Μέχρι την επόμενη φορά που θα τα ξαναπούμε, να είστε καλά και να διαβάζετε εφημερίδες.
ΥΓ. Κάποιοι μπορεί να σκεφτούν ότι εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσύ ασχολείσαι με τον αργό θάνατο των εφημερίδων. Ή, για να γίνω πιο συγκεκριμένος, , εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ καίγεται… και μαζί με το κόμμα όλοι όσοι περίμεναν μια ουσιαστική αντιπολίτευση αλλά αντί για αυτό βλέπουν μια αντιπαράθεση στα όρια του ξεκατινιάσματος που κάνει τον Μητσοτάκη να τρίβει τα χέρια του. Και μαζί με αυτόν οι Αδώνηδες, οι Χατζηδάκηδες και οι Πλεύρηδες. Η απάντηση είναι ότι αφενός υπάρχουν πολύ πιο κατάλληλοι από εμένα για να σχολιάσουν όλα όσα συμβαίνουν μέσα και γύρω από την Κουμουνδούρου. Για τον «ΣΥΡΙΖΑ που θέλει ο Μητσοτάκης» έγραψε άλλωστε ο Κώστας Βαξεβάνης στο δικό του editorial την περασμένη Κυριακή στο Documento, ένα από τα λίγα μαγαζιά, όπως λέμε στη γλώσσα μας, που ανήκει σε δημοσιογραφικά χέρια. Αφετέρου, πολύ φοβάμαι ότι ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα…
Διαβάστε επίσης: