Εν εξελίξει επιχείρηση για το στήσιμο σκευωριών σε βάρος ενοχλητικών δημοσιογράφων, δικηγόρων και δικαστών.
Έστησαν παρακράτος για να παρακολουθούν τηλέφωνα δημοσιογράφων, δικηγόρων, ακόμη και δικαστικών ή εισαγγελικών λειτουργών που δεν είναι της επιρροής τους.
Η παρακρατική αυτή συμπεριφορά είναι σε εξέλιξη τους τελευταίους μήνες και τώρα επιχειρούν ακόμη και να τη… νομιμοποιήσουν με την επίφαση πρόσφατης διάταξης-δώρο της κυβέρνησης Μητσοτάκη στους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς αυτής της σκανδαλώδους ιστορίας.
Την επιχείρηση για το στήσιμο των σκευωριών που έχουν ως απώτερο στόχο τη στοχοποίηση και εξόντωση των ενοχλητικών δημοσιογράφων, δικηγόρων, ακόμη και αμερόληπτων δικαστικών οι οποίοι αναδεικνύουν ζητήματα διαφθοράς και παραδικαστικών συμπεριφορών έχουν αναλάβει στελέχη επιχειρήσεων πανίσχυρου επιχειρηματία και αθλητικού μεγαλοπαράγοντα καθώς και άνθρωποι των ΜΜΕ που μισθοδοτούνται από το ίδιο πρόσωπο.
Πώς δρουν
Οι συνεργάτες, ανάμεσά τους και διάφοροι «αυτοφωράκηδες» του ισχυρού οικονομικού παράγοντα που είναι ο ηθικός αυτουργός της δράσης της παρακρατικής ομάδας, συντάσσουν και αποστέλλουν ανώνυμες αναφορές σε εισαγγελείς με ευήκοα ώτα. Με αυτές στρέφονται σε βάρος των «επικίνδυνων» δημοσιογράφων, δικηγόρων, δικαστικών που διερευνούν τις νομικά αμφιλεγόμενες δραστηριότητες του αφεντικού τους και αραδιάζοντας διάφορα μυθεύματα τους καταγγέλλουν γενικώς και αορίστως για δήθεν παραβατικές συμπεριφορές.
Διττή η στόχευση
Η στόχευσή τους είναι διττή. Από τη μια επιδιώκουν την παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των προσώπων στα οποία στοχεύουν με απλές εισαγγελικές εντολές που στην ουσία το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι η απροκάλυπτη παραβίαση του κατοχυρωμένου από το σύνταγμα και την ΕΣΔΑ απορρήτου των τηλεφωνικών συνομιλιών. Κι αυτό γιατί οι εν λόγω στημένες καταγγελίες αφορούν αέρα κοπανιστό, αφού δεν προσδιορίζονται ούτε εξειδικεύονται τα δήθεν διαπραττόμενα αδικήματα που να δικαιολογούν την άρση του απορρήτου με εισαγγελική απόφαση.
Και από την άλλη επιζητούν να ελέγχουν κινήσεις και επαφές των ανθρώπων σε βάρος των οποίων έχουν αναλάβει συμβόλαια εξόντωσης, με σκοπό να τους ενοχοποιήσουν εμπλέκοντάς τους σε ποινικές δικογραφίες. Σε αυτό το πλαίσιο στησίματος ενός παρακράτους που φιλοδοξεί να δρα ανεξέλεγκτο, απλώνοντας πλοκάμια και στη Δικαιοσύνη, στηριζόμενο στην τεράστια οικονομική και πολιτική δύναμη του ανθρώπου που κρύβεται από πίσω, εντάσσονται και οι παρακολουθήσεις των ενοχλητικών δημοσιογράφων που όταν π.χ. συναντηθούν με πολιτικά πρόσωπα φωτογραφίζονται και οι φωτογραφίες δημοσιεύονται σε έντυπα που σχετίζονται με τον επιχειρηματία – αθλητικό παράγοντα.
Το ίδιο κύκλωμα παρακολουθεί δικαστικούς λειτουργούς καταγράφοντας κάθε τους κίνηση και ερμηνεύοντας κατά το δοκούν ακόμη και τυχαίες συναντήσεις στο πλαίσιο κοινωνικών εκδηλώσεων και όχι μόνο, αλλά και δημοσιογράφους ακόμη και την ώρα που βρίσκονται στον τόπο του ρεπορτάζ, όπως π.χ. είναι τα δικαστήρια.
Μάλιστα στο σχέδιο των παρακρατικών σε ό,τι αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς συμπεριλαμβάνεται και η κατάθεση προσφυγών και αναφορών σε βάρος τους, με σκοπό να αποδομήσουν τα αποτελέσματα σοβαρών ερευνών τους τα οποία είναι ιδιαίτερα δυσάρεστα για το «μεγάλο αφεντικό» που κρύβεται πίσω από την ακραία, προκλητική και αντιδημοκρατική αυτή συμπεριφορά.
Η αντίδραση της ΑΔΑΕ
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το γεγονός ότι παρά την έντονη αντίδραση της ολομέλειας της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) για τις αλλαγές της κυβέρνησης Μητσοτάκη στον νόμο για τις διαδικασίες άρσης του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών, το μείζον αυτό θέμα έπαιξε από καθόλου έως ελάχιστα στα ΜΜΕ.
Στον τόπο μας, όπου έτσι ή αλλιώς έχει επισημανθεί ότι –σε πλήρη αναντιστοιχία με ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη– γίνονται με τη βούλα του νόμου χιλιάδες παρακολουθήσεις πολιτών, η αρμόδια αρχή εξέδωσε μια ανακοίνωση-κόλαφο για τη διάταξη που πέρασε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία, όπως εκτιμά, είναι πιθανό στην πράξη να ανοίξει την κερκόπορτα για την παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών, το οποίο προστατεύεται με πολύ αυστηρές ρυθμίσεις και από την ΕΣΔΑ.
Συγκεκριμένα η ΑΔΑΕ με ανακοίνωσή της, αφού επισημαίνει ότι αν και είναι «η κατά το σύνταγμα αρμόδια για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών ανεξάρτητη αρχή, ουδέποτε ενημερώθηκε σχετικά με τη διάταξη αυτή», ερμηνεύοντας την επίμαχη διάταξη του άρθρου 43 του νόμου 4640/2019 που τέθηκε σε ισχύ στις 30/11/2019 επισημαίνει: «Η επίμαχη διάταξη του άρθρου 43 του νόμου 4640/2019, η οποία χορηγεί στους οικονομικούς εισαγγελείς την αρμοδιότητα να ζητήσουν, σύμφωνα με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις του ως άνω νόμου 2225/1994, την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για “κακουργήματα” τα οποία δεν προσδιορίζονται ούτε εξειδικεύονται περαιτέρω, είναι πιθανό να προκαλέσει ζητήματα συμβατότητας της διάταξης με το σύνταγμα, το οποίο περιέχει πολύ αυστηρές ρυθμίσεις σε σχέση με το επίμαχο θέμα, καθώς και με την ΕΣΔΑ. Το πρόβλημα παραμένει ακέραιο, ακόμη και αν γίνει ερμηνευτικά δεκτό ότι με τη διάταξη αυτή υπονοούνται μόνο κακουργήματα για τα οποία έχουν ανακριτικές ή διωκτικές αρμοδιότητες οι οικονομικοί εισαγγελείς».
Υποστηρίζοντας τις σοβαρότατες επιφυλάξεις της η αρχή τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι «ο νόμος ο οποίος προβλέπει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών πρέπει να είναι εξειδικευμένος και σαφής σε ό,τι αφορά τον προσδιορισμό των αδικημάτων για τα οποία χορηγείται η δυνατότητα της άρσης αυτής. Αν ο νόμος είναι γενικόλογος σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις άρσης του απορρήτου, τότε δεν έχει την απαιτούμενη σαφήνεια και προβλεψιμότητα που επιβάλλεται να έχει ένας κανόνας δικαίου για να θεωρηθεί ως νόμος θεμιτά περιορίζων δικαίωμα κατοχυρούμενο από τη Σύμβαση, σύμφωνα και με τη γενικότερη νομολογία του ΕΔΔΑ τη σχετική με την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Περαιτέρω, ένας τέτοιος νόμος δεν είναι συμβατός με την αρχή της ασφαλείας του δικαίου, που αποτελεί βασική αρχή της εννοίας του κράτους δικαίου».