Αν κάτι είναι δεδομένο στην Ελλάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη, αυτό είναι η δηλητηρίαση της ελληνικής οικονομίας με την καρτελοποίηση όλων των κλάδων. Σε αυτό εισφέρει και το… ξόδεμα των κοινοτικών κονδυλίων (Ταμείο Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ) σε αντιπαραγωγικές επενδύσεις σε ακίνητα ημετέρων της «Μαξίμου ΑΕ». Από την άλλη έχουμε τους γδάρτες του κόσμου της μισθωτής εργασίας που νομοθετούν διαρκώς μειώσεις μισθών και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και της δυνατότητας διεκδίκησης αυξήσεων μέσω απευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Τέτοιοι είναι οι Γιάννης Βρούτσης, Κωστής Χατζηδάκης, Αδωνης Γεωργιάδης και Νίκη Κεραμέως. Τέτοια κυρίαρχη περίπτωση –αλλά όχι η μόνη– είναι το ελαστικό οκτάωρο με τις τζάμπα υπερωρίες που από το 2021 (νομοθέτημα Χατζηδάκη) στερεί περίπου το 20% των αποδοχών 1 εκατ. εργαζομένων ειδικά στον χώρο της βιομηχανίας.
Συνταγή μνημονίων
Κατ’ ουσία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δίνει γη και ύδωρ σε τράπεζες και βιομηχανίες σε μια λογική ότι θα πατάξουν τον εργαζόμενο κι αυτή η εντατικοποίηση των απασχολουμένων θα φέρει μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Αρα –κατ’ αυτούς– θα κάνει τα παραγόμενα ελληνικά προϊόντα περισσότερο ελκυστικά στις ξένες αγορές και έτσι θα υπάρξουν αύξηση των εξαγωγών και μείωση των εισαγωγών.
Το γεγονός ότι γιγαντώνεται το εμπορικό έλλειμμα, δηλαδή οι εισαγωγές μείον τις εξαγωγές –μπορεί να ξεπεράσει και τα 35 δισ. ευρώ στο τέλος του 2024– λόγω της καθίζησης της παραγωγής, αφού δεν γίνονται παραγωγικές επενδύσεις, λίγο απασχολεί τους Μητσοτάκη και Χατζηδάκη. Αλλωστε έχουν τα συστημικά ΜΜΕ να συσκοτίζουν τις καταστροφικές για την οικονομία επιλογές τους.
Ούτε λίγο ούτε πολύ η συνταγή Μητσοτάκη για την οικονομία είναι η συνταγή των μνημονίων. Πρόκειται για την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης που ασκήθηκε στην Ελλάδα με τα δύο πρώτα μνημόνια που ψήφισαν οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Σαμαρά – ανταγωνιστικός αποπληθωρισμός είναι ο επιστημονικός όρος. Η πολιτική αυτή από τους τότε ειδικούς και τα τότε συστημικά ΜΜΕ κρίθηκε αναγκαία, διότι η ελληνική οικονομία δεν διέθετε την ανταγωνιστικότητα που θα της επέτρεπε να διατηρεί ισοσκελισμένο εξωτερικό ισοζύγιο (εισαγωγές μείον εξαγωγές).
Για να εκκινήσει και να επιταχυνθεί η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης, οι ελληνικές κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί επέβαλαν μια πρωτοφανή για περίοδο ειρήνης μείωση των μισθών. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα με ένα σύμπλεγμα αυξήσεων του κατώτατου μισθού και καθήλωσης των φορολογικών κλιμάκων, με αποτέλεσμα ο ΟΟΣΑ να καταγράφει μειώσεις μισθών στην Ελλάδα και η Eurostat να μας κατατάσσει προτελευταίους στην Ευρώπη από άποψη αγοραστικής δύναμης.
Το κενό και η δυστοπία
Αν σε κάτι έχει συμβάλει τα μέγιστα η διακυβέρνηση Μητσοτάκη από το 2019, είναι στην κατάρρευση της παραγωγικής βάσης. Από τη μία πυρκαγιές που καίνε ανεξέλεγκτα επί μήνες δάση και αγροτικές εκτάσεις διότι ο Κυρ. Μητσοτάκης αρνήθηκε να «επενδύσει» σε πυροσβεστικά μέσα και πρόσληψη πυροσβεστών. Από την άλλη πλημμύρες που καταστρέφουν κτηνοτροφικές μονάδες και αγροτικές καλλιέργειες επειδή ο Κυρ. Μητσοτάκης αρνήθηκε να κάνει αντιπλημμυρικά έργα και περιορίστηκε σε έργα βιτρίνας ειδικά στον Θεσσαλικό κάμπο.
Αυτή είναι η μια πλευρά της δυστοπίας στην ελληνική οικονομία. Η άλλη ονομάζεται παραγωγικό κενό και συνιστά κατά βάση την άρνηση του κόσμου της μεταποίησης να επενδύσει σε σύγχρονα μέσα παραγωγής. Οπως προκύπτει από μετριοπαθείς εκτιμήσεις, για να καλυφθεί το παραγωγικό κενό χρειάζονται επενδύσεις
80-90 δισ. ευρώ. Εδώ έρχεται ο Κυρ. Μητσοτάκης να φτιάξει το ιδανικό περιβάλλον καταστροφής της ελληνικής οικονομίας. Τα κοινοτικά κονδύλια που αφορούν το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης μαζί με τη μόχλευση (δανεισμός συνεπεία των επιδοτήσεων) ξεπερνούν τα
70-80 δισ. ευρώ. Ομως, αυτά τα λεφτά που θα μπορούσαν να ανατάξουν τη μεταποίηση κατευθύνονται σε επενδύσεις σε αστικά ακίνητα για να πλουτίσουν ημέτεροι. Τέτοια περίπτωση είναι το κτίριο που νοικιάστηκε για την ΑΑΔΕ ώστε να στεγαστεί το «φέουδο Πιτσιλή». Πήρε δάνειο από τα Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 18 εκατ. ευρώ ώστε να αναβαθμίσει ενεργειακά το mall! Αρκεί να πούμε ότι, σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες από τις συστημικές τράπεζες (Εθνική, Eurobank, Πειραιώς, Alpha), το 30% των επιπρόσθετων χρηματοδοτήσεων που αφορά δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης κατευθύνεται σε αστικά ακίνητα, άλλο ένα 30% πηγαίνει σε ξενοδοχεία και μόλις το 10% στη μεταποίηση!
Σε βάρος της εργασίας
Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη –στη λογική μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας που δήθεν θα αναστήσει τις ελληνικές εξαγωγές– δίνει γη και ύδωρ στα μέλη του ΣΕΒ (το ίδιο ακριβώς συνέβη κατά τη μνημονιακή εποχή). Εδώ εισέρχεται το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), το οποίο αποτελεί τον σύμβουλο της εκάστοτε κυβέρνησης σε θέματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Στην ετήσια έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας (μέρος του ΚΕΠΕ), που αναλύει την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, εκτίθεται όλο το δηλητήριο που έχει σκορπίσει η διακυβέρνηση Μητσοτάκη για να εξυπηρετήσει τράπεζες και βιομηχανίες σε βάρος του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Πρόκειται για τους δύο κλάδους που ευνοεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη και οι οποίοι αναδεικνύονται σε πρωταθλητές της αντιπαραγωγικότητας της χώρας.
Αναφέρει λοιπόν επί λέξει: «Στην τρίτη ομάδα, η παραγωγικότητα της εργασίας στις “Χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες” μειώθηκε κατά -5,5%, ενώ οι βιομηχανικές δραστηριότητες (Βιομηχανία [εκτός κατασκευών]) φαίνεται να έχουν τις μεγαλύτερες απώλειες, καθώς η παραγωγικότητα μειώθηκε κατά σχεδόν -8%, λόγω των σημαντικών αυξήσεων της εισροής εργασίας». Πρόκειται για τη φράση που πήραν τα συστημικά ΜΜΕ για να αναδείξουν ότι το πρόβλημα βρίσκεται στο πόσο εργάζονται οι μισθωτοί. Τα πράγματα όμως είναι αντίθετα. Κατ’ ουσία μία καθηλωτική για την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τους προστατευόμενούς της (βιομηχανίες – τράπεζες) επιστημονική ανάλυση χρησιμοποιήθηκε για να κάνει το άσπρο μαύρο.
Το ακριβές αναλύεται στην έκθεση: Κατά το 2023 η πραγματική παραγωγή αυξήθηκε κατά 2%, οι ώρες εργασίας κατά 1,7%, η απασχόληση κατά 1% και το κεφάλαιο κατά 0,35%. Οπως εύκολα συνάγεται από τα μεγέθη, η πραγματικότητα είναι ότι με τη συνδρομή του Κ. Χατζηδάκη (ελαστικό οκτάωρο) «στύφτηκαν» οι εργαζόμενοι, ενώ καταγράφεται περίπου μηδενική συμβολή των παραγωγικών επενδύσεων (αγορά σύγχρονων μηχανημάτων) σε αυτή την αύξηση της παραγωγικότητας.
Αυτή η ισχνή αύξηση δεν οφείλεται ωστόσο στις βιομηχανίες και τις τράπεζες. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, οι «αγροτικές δραστηριότητες» ανέκαμψαν σημαντικά σε παραγωγή και ώρες εργασίας, οδηγώντας σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 12,6%. Παρόμοια τάση παρατηρείται στον τομέα «Επαγγελματίες, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες», όπου η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 11,5%. Επίσης, σε «Ακίνητα» και «Ενημέρωση και επικοινωνία» καταγράφεται αύξηση της παραγωγικότητας κατά 3,7%, ενώ στους τομείς «Χονδρικό και λιανικό εμπόριο» και «Τέχνες, αναψυχή και ψυχαγωγία» η αύξηση ξεπερνά κατά λίγο το 3%. Από την άλλη οι «Κατασκευές» και η «Δημόσια διοίκηση» παρουσιάζουν αυξήσεις της τάξης του περίπου 2%.
Επιβράδυνση
Οπως λοιπόν προκύπτει από την ανάλυση, η Ελλάδα παρουσίασε ταχύτερη αύξηση στην εισροή εργασίας από ό,τι στην εισροή κεφαλαίου σε σύγκριση με τις περισσότερες από τις άλλες χώρες, ιδιαίτερα της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης, όπου ο συνολικός λόγος κεφαλαίου προς εργασία βασιζόταν κυρίως στη συσσώρευση κεφαλαίου. Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν τις τελευταίες χώρες να συγκλίνουν ουσιαστικά με τον μέσο όρο της ΕΕ από τη στιγμή της ένταξής τους έως το 2023 (Eurostat, 2024).
Επιπλέον, το μερίδιο παραγωγικών επενδύσεων του ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι μόλις 12,4%, κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ του 16,7% (ΕΚ, 2024β). Οπως δε επισημαίνεται, το 2023 το ελληνικό ΑΕΠ ανά εργαζόμενο παρέμεινε περίπου στο 57% του μέσου όρου της ευρωζώνης και στο 63% της ΕΕ, ενώ το ελληνικό ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας ήταν ακόμη χαμηλότερο, δηλαδή 44% του μέσου όρου της ευρωζώνης και 50% του μέσου όρου της ΕΕ. Για το Εθνικό Συμβούλιο Παραγωγικότητας της Ελλάδας: «Στον απόηχο του COVID-19, η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια επιβράδυνσης της ανάπτυξης».
Πολλές ώρες εργασίας
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2023, μεταξύ των χωρών της ΕΕ των 27, η Ελλάδα κατατάσσεται στη δεύτερη θέση –μετά την Πολωνία– στις συνολικές ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο. Αντίθετα, ο μέσος όρος σε ολόκληρη την ΕΕ των 27 έχει μειωθεί. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, αυτό υποδηλώνει τις παραγωγικές επενδύσεις με την εισαγωγή πιο αποτελεσματικών και παραγωγικών τεχνολογιών. Οπως αναγράφεται σχετικά, «τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι οι χώρες με επίπεδα παραγωγικότητας πάνω από τον μέσο όρο τείνουν να έχουν λιγότερες ώρες εργασίας ανά άτομο. Αντίθετα, χώρες όπου οι δραστηριότητες έντασης εργασίας είναι πιο διαδεδομένες παρουσιάζουν συνήθως χαμηλότερα επίπεδα παραγωγικότητας».
Ουσιαστικά οι ελληνικές βιομηχανίες πηγαίνουν με τον αραμπά, όταν στις ανταγωνίστριες χώρες λειτουργούν πυραυλοκίνητα. Οι Ελληνες βιομήχανοι που αρνούνται να επενδύσουν σε μέσα παραγωγής προσπαθούν να αυξήσουν ταχύτητα ζητώντας από τους εργαζόμενους να σπρώξουν τον αραμπά. Για να μη χάσουν δε σε κερδοφορία, έρχεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη και μειώνει τις αμοιβές αυτών που σπρώχνουν. Ολο αυτό είναι η σοβαρή «ανάπτυξη» της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτή καθοδηγείται από τους Μητσοτάκη και Χατζηδάκη.
Διάβρωση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας αντί ανάπτυξης
Στην περίπτωση της Ελλάδας οι αυξημένες επενδύσεις και η κατανάλωση συσχετίζονται στενά με μεγαλύτερες εισαγωγές. Αυτό είναι άμεσο αποτέλεσμα της παραγωγικής δομής της ελληνικής οικονομίας, καθώς σημαντικό μέρος των κεφαλαιουχικών αγαθών που απαιτείται για διάφορους βιομηχανικούς σκοπούς εισάγεται. Κατά συνέπεια, κάθε αύξηση των επενδύσεων, η οποία συνήθως συμβαίνει παράλληλα με τις φάσεις της οικονομικής επέκτασης, παρακωλύεται από τη σημαντική επιβράδυνση του εμπορικού ισοζυγίου και το επακόλουθο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Αυτό το διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας επηρεάζει τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξής της και αποσταθεροποιεί τους δημοσιονομικούς δείκτες, καθώς το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συμβάλλει στα δίδυμα ελλείμματα. Η κατανάλωση ωφελεί δυσανάλογα τους ξένους παραγωγούς παρά τονώνει την εγχώρια δραστηριότητα και απασχόληση.
Τα επίμονα ελλείμματα οδηγούν σε αύξηση του κόστους δανεισμού και σε συσσώρευση εξωτερικού χρέους. Αυτοί οι παράγοντες συλλογικά διαβρώνουν τη δημοσιονομική αξιοπιστία. Είναι τελικά όσα χρησιμοποιεί ο Κυρ. Μητσοτάκης για να παρουσιάσει μια φούσκα που ονομάζεται φορομπηχτική ανάπτυξη του ΑΕΠ, την ίδια ώρα που η ελληνική οικονομία σαπίζει και οδηγούμαστε σε νέα μνημονιακή εποχή.
Διαβάστε επίσης:
WSJ: Ο Τραμπ εξετάζει προληπτικά χτυπήματα στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν
Συρία: Εντόπισαν τεράστιες ποσότητες του ναρκωτικού «captagon» στα ερείπια του καθεστώτος Άσαντ
Le Figaro: «Οι Δυτικοί φοβούνται την κατάρρευση του ουκρανικού στρατού»