Μετά το θόρυβο που προκλήθηκε ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Παναγιώτης Λιαργκόβας παραδέχεται το λάθος με τον υπολογισμό των επιβαρύνσεων από τους τόκους προσθέτοντας πως τα στοιχεία ήταν του 2014.
«Στις προαναφερόμενες εκτιμήσεις δεν υπολογίστηκαν οι ελαφρύνσεις που προκύπτουν από βραχυπρόθεσμες ή μεσοπρόθεσμες συμφωνίες, οι οποίες ενδεχομένως να υπάρχουν σε επικαιροποιημένες ενημερώσεις», αναφέρει μεταξύ άλλων ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους, Παναγιώτης Λιαργκόβας
Ο κ. Λιαργκόβας με σειρά συνεντεύξεών του σήμερα αλλά και μέσω ανακοίνωσής του, παραδέχθηκε πως τα στοιχεία ήταν από το 2014 χαρακτηρίζοντάς τα «ακριβή» αλλά παλαιότερα(!).
Σημειώνεται πως κεντρικό σημείο της κριτικής από σειρά κυβερνητικών στελεχών, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, είναι πως έλαβε ως βάση πολύ παλαιότερα στοιχεία. Δηλαδή στοιχεία από την εποχή της κυβέρνησης Σαμαρά (Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ). Το γεγονός προκάλεσε την αντίδραση του Ευκλείδη Τσακαλώτου αλλά και του προέδρου της Βουλής, Νίκου Βούτση.
«Δυστυχώς αυτά είναι τα τελευταία στοιχεία, αυτά που δημοσιοποιήσαμε, σε επόμενη έκθεση θα πάρουμε τα πιο πρόσφατα στοιχεία», είπε μεταξύ άλλων ο κ. Λιαργκόβας (όλη η ανακοίνωσή του στο τέλος του άρθρου).
Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών «οι εκτιμήσεις για τις δαπάνες τόκων που αναφέρονται στην τριμηνιαία έκθεση Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2017 του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (σελ. 12) δεν είναι ακριβείς». Όπως τονίζεται, οι εκτιμήσεις αυτές ανάγονται στα τέλη του 2013 όπου, μεταξύ άλλων, τα επιτόκια ήταν πολύ υψηλότερα και δεν είχαν εφαρμοστεί τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος τα οποία αποφασίστηκαν στο Eurogroup του Μάιου του 2016. Σημειώνεται, επίσης, ότι το 2013 το δημόσιο χρέος είχε σε ποσοστό 80% κυμαινόμενα επιτόκια. Είναι επομένως άστοχο να προβαίνει κανείς σήμερα σε προβλέψεις για την περίοδο 2023-2026 με βάση στοιχεία που ίσχυαν πριν από τέσσερα χρόνια.
Αναλυτικά η ανακοίνωση του Παναγιώτη Λιαργκόβα:
«Μόνιμη μέριμνα του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), εδώ και πέντε περίπου χρόνια, είναι η διατύπωση εμπεριστατωμένων εκτιμήσεων και προβλέψεων σχετικά με τα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας με τη μεγαλύτερη δυνατή επιστημονική ακρίβεια.
Ως εκ τούτου το ΓΠΚΒ διευκρινίζει τα εξής:
1. Τα στοιχεία που αναφέρονται στην τελευταία έκθεση αποτελούν μελλοντικές εκτιμήσεις των χρηματοδοτικών αναγκών για την αποπληρωμή των τόκων της περιόδου 2020-2026 και στηρίχθηκαν σε επίσημα στοιχεία που είχαν κατατεθεί στη Βουλή των Ελλήνων το 2014.
2. Στις προαναφερόμενες εκτιμήσεις δεν υπολογίστηκαν οι ελαφρύνσεις που προκύπτουν από βραχυπρόθεσμες ή μεσοπρόθεσμες συμφωνίες, οι οποίες ενδεχομένως να υπάρχουν σε επικαιροποιημένες ενημερώσεις, που όμως δεν ήταν στη διάθεση του ΓΠΚΒ κατά τη διάρκεια της κατάρτισης της πρόσφατης τριμηνιαίας έκθεσής του.
3. Αποδεχόμαστε την κριτική που ασκήθηκε στις εκτιμήσεις της τελευταίας έκθεσής μας αλλά αυτό δεν αλλάζει την ουσία της θέσης που υποστηρίζει το ΓΠΚΒ: εάν δεν προκύψουν μακροπρόθεσμες ελαφρύνσεις και ρυθμίσεις ικανές να απεγκλωβίσουν το ελληνικό κράτος από τις παγίδες που επιφέρει το υψηλό χρέος, μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα του χρέους τίθεται υπό σοβαρή διακινδύνευση ή ακόμη δεν είναι εφικτή.
Εν κατακλείδι, καθώς ο χρόνος λήξης του Προγράμματος Προσαρμογής (Μνημόνιο) πλησιάζει και θα ανοίξει ένας νέος κύκλος διαπραγματεύσεων με θέμα την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο, και καθώς το ζήτημα του χρέους είναι εθνικό, απαιτείται να διαμορφωθεί ένα περιβάλλον συναίνεσης και σύμπραξης όλων των δυνάμεων, πολιτικών και τεχνοκρατικών, για την επίτευξη της καλύτερης δυνατής λύσης για τη χώρα μας. Αυτή είναι και η ουσία της θέσης του ΓΠΚΒ όπως αποτυπώθηκε στη σχετική τριμηνιαία έκθεση».