Παραδόσεις και έθιμα Πρωτοχρονιάς στα Δωδεκάνησα

Τηρώντας τις παραδόσεις και τα έθιμα, γιορτάζεται η Πρωτοχρονιά σε όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου. Σε κάθε νησί όμως και κάθε χωριό, ισχύουν διαφορετικά ήθη και έθιμα, αρκετά εκ των οποίων διατηρούνται αναλλοίωτα έως και σήμερα.

Την Πρωτοχρονιά ένα από τα έθιμα το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα στα Δωδεκάνησα είναι το έθιμο της «μπουλουστρίνας». Τα μικρά παιδιά, την πρώτη μέρα του χρόνου, επισκέπτονται τους συγγενείς και παίρνουν από αυτούς χρηματικό ποσό.

Σε χωριά της Ρόδου, αλλά και σε πολλά νησιά τηρούν το έθιμο να αφήνουν αποβραδίς κοντά στο εικονοστάσι ένα ποτήρι νερό κι ένα πιάτο με τρία κομμάτια μπακλαβά. Αφήνουν επίσης κομμάτια εφτάζυμου ή βασιλόπιτας, το ένα του Χριστού, το άλλο του Άη Βασίλη και το τρίτο του φτωχού.

Σε όλα τα νησιά προσέχουν πολύ το «ποδαρικό». Δίνουν σημασία στο ποιός θα πατήσει πρώτος το δεξί του πόδι στο κατώφλι του σπιτιού, για να φέρει «γούρι» στη νέα χρονιά.

Στην Κάλυμνο παραδοσιακά γλυκά αποτελούν οι κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα, φοινίκια όπως λέγονται στο νησί.

Το κόψιμο της βασιλόπιτας γίνεται με την αλλαγή του χρόνου.

Φυσικά αποτελεί ακόμα μια ευκαιρία για να τρανταχθεί το νησί από τους δυναμίτες και τις τουφεκιές.

Στη Σύμη

Οι Συμιακιές νοικοκυρές την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ετοίμαζαν το φαγητό και έστρωναν το τραπέζι με το καλό τους το σερβίτσιο και τα κεντητά τραπεζομάντηλα της προίκας τους. Το φαγητό ήταν σούπα από αρνάκι ή κατσικάκι. Μετά την εκκλησία και ειδικά με το που χτυπούσαν οι καμπάνες (στις 3 π.μ.) πήγαιναν να ανάψουν τα καντήλια στις εκκλησίες και στα εξωκκλήσια που δεν λειτουργούσαν και παρέμενα κλειστά.

Παλιά δεν έφτιαχναν βασιλόπιτα. Αντ’ αυτού παρασκεύαζαν το παραδοσιακό συμιακό γλύκισμα, τα ακούμια. Αποβραδίς, λοιπόν, τα ζύμωναν και την αυγή τα τηγάνιζαν. Όλη η Σύμη μοσχοβολούσε! Έριχναν άχνη ζάχαρη, κανέλα και μέλι. Τα στόλιζαν σε ένα μεγάλο πιάτο («σουπιέρα») και κρατούσαν τόσο για την οικογένεια όσο και για την πεθερά τους. Μέσα σε ένα από τα ακούμια έβαζαν μια λίρα χρυσή ή ένα «ναπολεόντειο» ή ένα «κωνσταντινάτο» ή μια «κοσμάρα» («το φλουρί»). Το τι θα έβαζαν εξαρτιόταν από την οικονομική κατάσταση της κάθε οικογένειας (από το «πουγγί» της).

Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, επίσης, πήγαιναν στο «Βρυσί» για να πάρουν νερό από την πηγή για το καλό του σπιτιού. Ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς έπαιρναν την εικόνα της Παναγίας από το εικονοστάσι και με αναμμένο το κερί κατέβαιναν από το ανώι του σπιτιού και πήγαιναν στο κατώι. Το έκαναν αυτό για να κάνει, λέει, ποδαρικό η Παναγία.

Τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς χτυπούσε το κανόνι. Το κανονάκι από την Παναγιά του Κάστρου. Χτυπούσε στις «μεγάλες» μέρες. Σήμερα δεν υπάρχει. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εξαφανίστηκε. Αντάλλασσαν ευχές και ο νονός («τατάς») και η νονά («ναννά») έδιναν λεφτά ή ρούχα ή παιχνίδια στα βαφτιστικά τους («έκαναν την μπουλιστρίνα»). Λόγω του ότι δεν μπορούσαν όλοι να κάνουν δώρο παιχνίδια, κάποιες νονές έπαιρναν τα κουκουνάρια από τα κυπαρίσσια και τα έντυναν με το χρυσό χαρτί από το πακέτο των τσιγάρων.

Στην Κω

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι νέοι της Κω κρατώντας μεγάλα ομοιώματα εκκλησιάς ή καραβιού, κατάλληλα στολισμένα και φωτισμένα, ψάλλουν εκτός από τα γνωστά στο πανελλήνιο κάλαντα: «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψιλή μου δεντρολιβανιά…» και τα ακόλουθα κώτικα κάλαντα:

Εις αυτό το Νέον Έτος Βασιλείου εορτή,

ήρθα να σας χαιρετήσω με την πρέπουσα ευχή.

Εύχομαι, λοιπόν, να ζείτε πολλούς χρόνους ευτυχείς,

τον Βασίλειο τον Μέγα να’ χετε συνδρομητή.

Κι όσους έχετε στα ξένα να δεχθείτε με καλό,

με υγεία κι ευτυχία τον Θεό παρακαλώ.

Κ’ εις έτη πολλά κι ένα κομμάτι μπακλαβά!

Την Πρωτοχρονιά όλες οικογένειες της Κω συνηθίζουν να φτιάχνουν τον «μπακλαβά» από φύλλα ζύμης που ανοίγουν με το «πιτθαριόξυλο» και τα απλώνουν στο ταψί με σησάμι καβουρδισμένο και καρύδι ή αμύγδαλο.

Οι οικογένειες, που έχουν κορίτσια αρραβωνιασμένα και τα πλουσιόσπιτα κάνουν δυο ταψιά μπακλαβά, τον «καλό» δηλ. το μεγάλο ταψί και τον «κέλη» δηλ. το παρακατινό μικρό ταψί, για να φαγωθεί την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τον καλό θα τον χαλάσει, θα πάρει, δηλαδή, το πρώτο κομμάτι από το ταψί, που βάζουν μπροστά του, ο γαμπρός ή παλαιότερα ο παπάς, που έβγαινε στα χωριά και αγίαζε για το καλό του χρόνου.

Στο νησί της Λέρου μόλις γυρίσει ο χρόνος ένας που βρίσκεται έξω από το σπίτι έρχεται κρατώντας ένα δοχείο με νερό και μια πέτρα. Είναι το ποδαρικό του σπιτιού. Με το νερό ραντίζουν στα τέσσερα καντούνια (γωνιές) μέσα στο σπίτι μέχρι να ‘ρθει τον επόμενο χρόνο η καινούργια πέτρα και εύχονταν «όπως η πέτρα είναι γερή έτσι να ναι και η υγειά σας όλο το χρόνο».

Ο αρχηγός της οικογένειας σπάει το ρόδι. Μπαίνει τρία βήματα μέσα και λέει: «ένα, δύο, τρία μέσα τα καλά», κάνει τρία βήματα πίσω και λέει «ένα, δύο, τρία έξω τα κακά».

Σπάει μετά το ρόδι σε μια γωνιά της πόρτας και αφήνει σαράντα κούνια μέσα στο σπίτι για σαράντα ημέρες.

Πολλές φορές το νερό το φέρνουν το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Σηκώνονται πολύ πρωί πριν βγει ο ήλιος και το νερό το λένε αμίλητο, γιατί καθώς το φέρνουν δεν μιλάνε καθόλου.

Ρίχνουν στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού νερό και λένε «όπως τρέχει το αθάνατο νερό, έτσι να τρέχουν και τα καλά και τα πλούτη στο σπίτι».

Όταν γυρίσει ο χρόνος κόβουν τη βασιλόπιτα. Αυτού που θα του τύχει το φλουρί θεωρείται τυχερός και το φυλάει.

Το πρωί της Πρωτοχρονιάς στη Λέρο σφάζανε έναν μαύρο πετεινό που τον φυλάγανε όλο το χρόνο για αυτή την ημέρα. Έπρεπε να είναι οπωσδήποτε μαύρος. Γυρίζανε ανατολικά το κεφάλι του, τον σφάζανε και τον κάνανε σούπα.