Η πρώην ανακρίτρια που βρίσκεται στην Αγγλία απ΄ όπου καταφέρνει να μπλοκάρει συνεχώς την έκδοση της στην Ελλάδα, κρίθηκε ένοχη για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Κάποιες από τις κατηγορίες που της είχαν αποδοθεί, για την υπόθεση διαφθοράς στους κόλπους της Δικαιοσύνης, που είχε αποκαλυφθεί το 2004, παραγράφηκαν, ενώ για άλλες κηρύχτηκε αθώα.
Σε αυτή την δίκη για το αποκαλούμενο πρώτο παραδικαστικό κύκλωμα μοναδική κατηγορούμενη ήταν η Τόνια Ηλία, καθώς τα σκέλη των δικογραφιών για τους φερόμενους ως συνεργούς της έχουν κριθεί εδώ και χρόνια.
Κι αυτό συνέβη καθώς η τότε ανακρίτρια διέφυγε στο εξωτερικό το 2005 και συνελήφθη και φυλακίστηκε τον Μάιο του 2011 από τις βρετανικές αρχές. Αποφυλακίστηκε τον Δεκέμβριο του 2012 με περιοριστικούς όρους και φορώντας βραχιολάκι. Η έκδοσή της στην Ελλάδα πέρασε από συμπληγάδες. Τελικά η απόφαση περί έκδοσής της πάρθηκε από δικαστήριο στο Γουέστμινστερ του Λονδίνου. Κατάφερε να καθυστερεί μέχρι και σήμερα την επιστροφή της στην Ελλάδα ζητώντας πολιτικό άσυλο από τις βρετανικές αρχές.
Η ίδια δηλώνει αθώα, θύμα συμπαιγνίας που στήθηκε εναντίον της.
Κι όλα αυτά τη στιγμή που η πλειονότητα των υπόλοιπων πρωταγωνιστών του σκανδάλου έχει αθωωθεί στο εφετείο, αν και σε πρώτο βαθμό είχαν επιβληθεί σε ορισμένους πολυετείς καταδίκες. Έτσι στη δίκη που ολοκληρώθηκε σήμερα σε πρώτο βαθμό εξετάστηκε μόνο η εμπλοκή της Τ. Ηλία στο λεγόμενο «πρώτο παραδικαστικό».
Η ίδια η πρώην ανακρίτρια κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ήρθε σε ρήξη δια τηλεφώνου με συνηγόρους της απολύοντας τους.
Πρόταση ενοχής
Και η εισαγγελέας της έδρας είχε εισηγηθεί την ενοχή της «Τόνιας», όπως την αποκαλούσαν οι φίλοι της, μόνο για το κακούργημα του ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Για τις υπόλοιπες κατηγορίες προτάθηκε η αθώωσή της και για λόγους παραγραφής.
Η εισαγγελέας κατέρριψε το βασικό επιχείρημα της υπερασπιστικής γραμμής περί αμετάκλητης αθώωση των άλλοτε συγκατηγορουμένων της στη μεγάλη δίκη για το πρώτο παραδικαστικό κύκλωμα. Με απλά λόγια, η μεριά της Ηλία ισχυριζόταν ότι εφόσον οι συγκατηγορούμενοί της – κατά περίπτωση– αθωώθηκαν για το αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας δικαστή, δεν προκύπτει πλέον η δωροδοκία, άρα δεν υπάρχει και αδίκημα.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της εισαγγελέα όμως, αυτό δεν αποτελεί οιονεί δεδικασμένο καθώς δεν δικάζονταν τα συγκεκριμένα πρόσωπα στην παρούσα δίκη αλλά μόνο η Ηλία.
Έτσι το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις.
Σύμφωνα με την εισαγγελέα, από τα έγγραφα και την ακροαματική διαδικασία αποδείχθηκε ότι έχουν κατατεθεί χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς της Ηλία, τα οποία «ουδόλως αποδείχθηκε ότι είχαν νομιμοφανή υπόσταση. Πρόθεση ήταν να αποδειχθεί ότι ήταν εν συνόλω τους δάνεια έστω και άτυπης μορφής».
«Το τελευταίο έχει προκύψει μόνο από καταθέσεις μαρτύρων, μερικοί εξ αυτών ήταν συγκατηγορούμενοι με την κ. Ηλία σε προηγούμενη δίκη» ανέφερε η εισαγγελέας, ενώ κατέληξε: «Δεν γινόταν να αποδειχθεί ακόμη και για τα πρόσωπα που της δάνειζαν αν δεν ήταν τα χρήματα προϊόν παθητικής δωροδοκίας δικαστή που λάμβανε αμοιβές για να εκδώσει αποφάσεις ή να χειριστεί υποθέσεις έναντι αμοιβής».