Η σχέση με το μαξιλάρι μας είναι πολυδιάστατη καθώς η εννοιολογική σημασία που του αποδίδουμε είναι συναρτώμενη με τη φράση που το εμπεριέχει.
Η φράση «το μαξιλάρι μου είναι μαλακό» σημαίνει ότι έχω ήσυχη τη συνείδησή μου και η φράση «πάρ’ το στο μαξιλάρι σου» σημαίνει ότι πρέπει να το κρατήσεις μυστικό.
Αυτή την τελευταία έννοια χρησιμοποίησε και η Μαρία Σπυράκη –ως δημοσιογράφος του MEGA– όταν παραδέχτηκε: «Γνώριζα ότι τροφοδοτούνταν οι τράπεζες, από τον Μάιο έως τον Ιούνιο (2012), με μετρητά που μετέφεραν C-130 διότι υπήρχε μεγάλη απόσυρση χρημάτων. Η συνείδησή μου δεν μου επέτρεψε να δω το δημοσιογραφικό μου συμφέρον. Εκτίμησα ότι δεν έπρεπε να το πω και το πήρα στο μαξιλάρι μου».
Αυτό το μαξιλάρι της συνείδησής της –όχι το δημοσιογραφικό της συμφέρον (προσοχή, όχι καθήκον)– την οδήγησε στην Ευρωβουλή.
Εσχάτως μάθαμε ότι υπάρχει και άλλος τύπος μαξιλαριού, οικονομικό ετούτο. Ενα μαξιλάρι ασφαλείας –ένας κουμπαράς δηλαδή– με 37 δισ. ευρώ, το οποίο δημιούργησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Και τι έκανε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως το έκανε συσκευασία δώρου και το διένειμε σε ισχυρούς επιχειρηματικούς κύκλους για να έχει την «ψήφο εμπιστοσύνης των αγορών»;
Μήπως το σκόρπισε αφειδώς σε αυτούς που το μάζεψαν με ιδρώτα κι αίμα για να διασφαλίσει το «ωσαννά» της κάλπης από τους προσερχόμενους βαϊοφόρους ψηφοφόρους;
Τίποτε δεν έκανε από όσα ορίζουν τον κανόνα, η εφαρμογή του οποίου αποδεικνύει ότι οι μεταβλητές «δημόσιο συμφέρον» και «κομματικό συμφέρον» αποτελούν ταυτότητα.
Εφάρμοσε την εξαίρεση του κανόνα, η πρώτη ελληνική κυβέρνηση. Κατέθεσε στην ΤτΕ το μαξιλάρι των 37 δισ. ευρώ, χωρισμένο στο σκληρό μαξιλάρι των 16 δισ. ευρώ (που είναι κλειδωμένα από τον ESM ως εγγύηση για τις αποπληρωμές των δανειακών μας υποχρεώσεων) και το μαλακό, που είναι το υπόλοιπο και προορίζεται για την «ώρα ανάγκης» ώστε να μη χρειαστεί να δανειστούμε ξανά με όρους δουλοπαροικίας.
Και η «ώρα ανάγκης» ήρθε με τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του κορονοϊού που προστατεύουν τη δημόσια υγεία αλλά πλήττουν σοβαρά την οικονομία. Μια οικονομία που μέσα σε λίγους μήνες είχε ήδη υποχωρήσει στα επίπεδα αφετηρίας νέων μνημονίων.
Η ανεργία αυξήθηκε κατά 4,52% τον Δεκέμβριο του 2019 από τον Νοέμβριο και κατά 13,8% από τον περυσινό Νοέμβριο, η κατανάλωση τα Χριστούγεννα μειώθηκε κατά 30% καθώς το κοινωνικό επίδομα δόθηκε μειωμένο κατά το 1/5, οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν ήρθαν ποτέ και η εκτέλεση του ΠΔΕ περικόπηκε κατά 508 εκατομμύρια. Ετσι η ανάπτυξη το πρώτο εξαμήνο 2019 που ήταν στο 2,2% υποχώρησε το δεύτερο (που εμπεριέχει και την ατμομηχανή του τουρισμού) στο 1,6% και τον Ιανουάριο του 2020 μόλις στο 1%.
Ο Αλέξης Τσίπρας με εθνική ευθύνη βγήκε έγκαιρα και προέτρεψε την κυβέρνηση να σπάσει τον κουμπαρά παρουσιάζοντας ένα ολοκληρωμένο σχέδιο διάσωσης της οικονομίας, διασφαλίζοντας την αναγκαία ρευστότητα από τα 20 δισ. ευρώ που περισσεύουν, συν άλλα τόσα που είναι η δυνάμει ρευστότητα από ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις.
Προέτρεψε η ρευστότητα να κατευθυνθεί στη στήριξη της εργασίας, της μεσαίας επιχειρηματικότητας και της ενίσχυσης των δημόσιων αγαθών.
Η ΝΔ που ισχυριζόταν ότι «δεν υπάρχει μαξιλάρι» και στη συνέχεια ότι το μαξιλάρι «αφαιρεί τον αέρα από την οικονομία» (ενώ ο Θ. Σκυλακάκης ότι «το μαξιλάρι ήταν η μεγαλύτερη γκάφα στην ιστορία της οικονομικής επιστήμης», ο Μ. Παπαδημητρίου ότι «πρέπει να δοθεί για τη στήριξη των τραπεζών», ο Χ. Σταϊκούρας ότι «δεν θα πειραχτεί το μαξιλάρι ως τον Ιούνιο» και κυβερνητικά στελέχη ότι «φυλάμε τα χρήματα για τον Οκτώβριο»), τελικά εξαναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι το ξεκοκαλίζουν (από πότε;), χωρίς σχέδιο και με άγνωστους συνδαιτυμόνες.
Ή, κατά τον Stanislaw Jerzy Lec: «Η συνείδησή του ήταν πεντακάθαρη. Δεν την είχε χρησιμοποιήσει ποτέ».
Ο Θύμιος Γεωργόπουλος είναι οικονομολόγος