Με ένα πολυσέλιδο εμπεριστατωμένο νομικά υπὀμνημα, που υπέβαλλε δια των συνηγόρων του, Δημήτρη Τσοβόλα και Λυδίας Τσοβόλα, στο δικαστικό συμβούλιο που εξετάζει την υπόθεση του, ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος κονιορτοποιεί τις εισαγγελικές αιτιάσεις για απόρριψη των ενστάσεων για τις εξόφθαλμα παράνομες ακυρότητες της προδικασίας.
«Η πρότασή της κ. Εισαγγελέως τυγχάνει τελείως αυθαίρετη, νόμω και ουσία αβάσιμη. Επίσης, προβαίνει ανεπίτρεπτα, σε τέτοιου είδους νομικούς ακροβατισμούς που μετατρέπεται σε νομοθέτη, παραβιάζοντας την αρχή της διάκρισης των εξουσιών», τονίζει στο 25σελιδο υπόμνημα του ο κ. Παπαγγελόπουλος ο οποίος μάλιστα διατυπὠνει και αμφιβολἰες περί της εισαγγελικής αμεροληψίας.
Συγκεκριμένα στο υπόμνημα του , ενώπιον του ικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 του Συντάγματος, με το οποίο αντικρούει αναλυτικά την εισαγγελικη απορριπτική εισήγηση των ενστάσεων του περί ακυρότητας της προδικασίας στην διερεύνηση από την Βουλή της συμπεριφοράς του ως τότε αναπληρωτή υπουργου Δικαιοσύνης (υπεύθυνου για θεματα διαφθοράς) σχετικά με την ποινική διερεύνηση του σκανδάλου της Novartis, αναφέρεται:
*Στην παράνομη και άκυρη εξαίρεση των Τζανακόπουλου και Πολάκη από μέλη της προανακριτικής επιτροπής, με αυθαίρετες και προσχηματικές αιτιάσεις που καταδεικνύουν ότι «η νομιμότητα θυσιάστηκε στο βωμό της πολιτικής σκοπιμότητας».
Επισημαίνει μάλιστα για να καταδείξει το τραγελαφικό του θεματος ότι «στην προκειμένη περίπτωσή μου ως εισηγητές των Ν.Δ. και Κ.Ι.Ν.Α.Λ. ( τυχαία άραγε;) ήταν ο Αθανάσιος Πλεύρης και ο Βασίλειος Κεγκέρογλου αντίστοιχα, ως ορίστηκαν από τα κόμματά τους παρά την δημόσια εκπεφρασμένη άποψή τους (πολλάκις ειρημένη σε διάφορα Μ.Μ.Ε.) περί της ύπαρξης ενδείξεων ενοχής μου(οράτε πρακτικά της Βουλής και της Προκαταρκτικής Επιτροπής)».
«Δεδομένης λοιπόν της θέσεως της Εισαγγελέως, αναρωτιέτα ιο κ.Παπαγγελόπουλος, δεν θα έπρεπε να εξαιρεθούν οι ανωτέρω βουλευτές- μέλη της Επιτροπής, γιατί είχαν δημόσια εκπεφρασμένη σε βάρος μου θέση και ένεκα τούτου η μεροληψία τους έναντι μου ήτο βέβαιη;».
Ακόμα ο κος Παπαγγελόπουλος αναφέρεται στο γεγονός ότι στην απόφαση για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και την κλήση του για παροχή έγγραφων εξηγήσεων δεν προσδιορίζονταν με πληρότητα και σαφήνεια οι πράξεις για τις οποίες διατάχθηκε η προκαταρκτική και η κλήση του με αποτέλεσμα να καταργηθεἰ ουσιαστικά το δικαίωμα του ως υπόπτου να δώσει εμπεριστατωμένες εξηγήσεις.
«Όσα αντίθετα αναφέρονται στην Εισαγγελική Πρόταση -που είναι σαφώς η άποψη της ΝΔ- είναι τελείως αντίθετα και στην ΕΣΔΑ και στον ΚΠΔ, αλλά και στον ουσιαστικό λόγο για τον οποίο καλείται να δώσει εξηγήσεις ο ύποπτος», απαντά εν προκειμένω στην εισαγγελική εισήγηση.
«Τέλος, επισημαίνει, είναι ανακριβές το αναφερόμενο στην Εισαγγελική πρόταση ότι δήθεν πριν κληθώ να παράσχω εξηγήσεις (δηλ. πριν την 5.6.2020) είχαν εξεταστεί μάρτυρες που είχα προτείνει εγώ. Κατ’ αρχάς οι μάρτυρες αυτοί εξετάστηκαν μετά την 5-6-2020 ενώ μου δόθηκε προθεσμία μόνο δέκα ημερών για να μελετήσω δικογραφία 235.000 σελίδων!!! και να ετοιμάσω τις εξηγήσεις μου. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι η διεύρυνση των κατηγοριών έγινε για θέματα ουσιωδώς διαφορετικά από αυτά που είχε αποφασίσει αρχικά η Ολομέλεια της Βουλής και κάποιοι από τους μάρτυρες υπεράσπισης που εξετάστηκαν ήταν για τα αρχικά αδικήματα και όχι για τις διευρυμένες πράξεις. Επίσης εγώ δεν είχα κληθεί να δώσω εξηγήσεις για τις αρχικές πράξεις, γιατί οι βουλευτές της ΝΔ ζήτησαν διεύρυνση των κατηγοριών πριν ολοκληρωθεί η εξέταση επ’ αυτών.
Και ασφαλώς τελείως παρανόμως πριν την συλλογή όλων των αποδεικτικών στοιχείων κλήθηκα για εξηγήσεις και γι’ αυτό κατά την
διάρκεια των πέντε ημερών που έδινα εξηγήσεις, αλλά και μετά το πέρας αυτών, διαβιβάζονταν στην Επιτροπή πολυσέλιδα και ουσιώδη έγγραφα, τα οποία εγώ δεν εγνώριζα, όταν έδινα τις εξηγήσεις, επομένως δεν μπόρεσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, αντικρούοντας και τα ουσιώδη αυτά έγγραφα. Ούτε με κάλεσε για συμπληρωματικές εξηγήσεις ο Πρόεδρος της Επιτροπής, παρότι το ζήτησα και γραπτώς και προφορικώς».
«Τελικά ,καταλήγει στο υπόμνημα του ο κ.Παπαγγελοπουλος, τίποτα νόμιμο δεν έγινε, γιατί όλα θυσιάστηκαν στον βωμό της κομματικής σκοπιμότητας, παραβιάζοντας θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματά μου».
Ακολουθούν αποσπάσματα από το υπόμνημα Παπαγγελοπουλου:΄
* Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης, που έχει τον ρόλο του συλλογικού Εισαγγελέα , δεν έχει αρμοδιότητα και δικαίωμα να εξαιρέσει μέλη της που έχουν προταθεί από τον Αρχηγό του κόμματος (στην προκειμένη περίπτωση του κόμματος της Αξιωματικής αντιπολίτευσης), διότι ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών (Ν.3126/2003) σκοπίμως (ηθελημένα) δεν προβλέπει τέτοια δυνατότητα και αρμοδιότητα στην Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή. ..Κατά συνέπεια, η παντελής έλλειψη διάταξης στο νόμο περί ευθύνης Υπουργών (εν αντιθέσει με τα επόμενα στάδια της ποινικής προδικασίας και της κύριας διαδικασίας) που να αναφέρεται σε δυνατότητα εφαρμογής της διαδικασίας εξαίρεσης μελών της ορισθείσας Ειδικής Επιτροπής δεν συνιστά απόκλιση από τις ρυθμιζόμενες όμοιες περιπτώσεις των ΄΄εξωκοινοβουλευτικών΄΄ υπόπτων, δηλαδή των απλών πολιτών, αλλά ευθυγραμμίζεται πλήρως με την ιδιαιτερότητα του ρόλου του Κοινοβουλίου και των κοινοβουλευτικών θεσμών και επιτροπών, όπως αιτιολογείται από το Σύνταγμα και τον νόμο περί ευθύνης Υπουργών. Ως εκ τούτου, η ανωτέρω εξετασθείσα έλλειψη ρύθμισης δεν μπορεί να νοηθεί ως ασύγγνωστο ακούσιο κενό, ώστε από εκεί να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι επειδή φαίνεται να ομοιάζει με άλλες ρυθμιζόμενες στο νόμο περιπτώσεις, η έννομη τάξη αξιώνει την συμπλήρωση αυτού του κενού μέσω της αναλογικής μεθόδου (οράτε ΑΠ 979/2014, την οποία και προσάγω).
Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο ανωτέρω πρώτος λόγος της υπό κρίση αίτησης, διότι παρανόμως και ακύρως η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή εξαίρεσε τους κκ Τζανακόπουλο και Πολάκη από την Επιτροπή αυτή, χωρίς να προβλέπεται σχετικά στο νόμο περί ευθύνης Υπουργών τέτοια δυνατότητα ή εξουσία.
*Η επικαλούμενη, από την Εισαγγελική πρόταση, γνωμοδότηση με αριθμ.πρωτ.499/4-2-2010 του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, προς τον τότε Πρόεδρο (και πρώην Υπουργό Δικαιοσύνης Φίλιππο Πετσάλνικο, που εισηγήθηκε στη Βουλή τον ανωτέρω νόμο περί ευθύνης Υπουργών) δεν είναι θέσφατο, αλλά ούτε και έγινε αποδεκτό από τη Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής γιατί παραιτήθηκαν οι βουλευτές που είχαν εξεταστεί (στο παρελθόν) στην ίδια υπόθεση ως μάρτυρες. ( Υπόθεση Βατοπεδίου).
Αντθέτως, θα έλεγα ότι η ανωτέρω γνωμοδότηση είναι τελείως ρηχή και επιστημονικά ατεκμηρίωτη παρακάμπτοντας βασικές αρχές του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ καθώς και ρυθμίσεις του νόμου περί ευθύνης Υπουργών.
Επιπρόσθετα, δεν απαντά καθόλου στα κάτωθι ερωτήματα : Hθελημένα ή ακούσια ο νομοθέτης ( Ν.3126/2003) παρέλειψε να καθιερώσει διαδικασία εξαίρεσης στις Επιτροπές της Βουλής και κυρίως στην Προανακριτική Επιτροπή ; Αλλά και αν δεχθούμε ότι ακούσια (λανθασμένα) παρέλειψε, είναι νομικά ορθό και νομικά νοητό, η ΙΔΙΑ επιτροπή που λειτουργεί ως συλλογικός Εισαγγελέας, να κρίνει το ουσία και νόμω βάσιμο των λόγων εξαίρεσης και να κάνει δεκτή την αίτηση εξαίρεσης που υπέβαλαν τα ίδια τα μέλη της και μάλιστα μόνο δύο από αυτά; Είναι νομικά νοητό να αποτελεί αμερόληπτο όργανο σε αυτή την περίπτωση η πλειοψηφία του Συλλογικού οργάνου, για να κρίνει την αίτηση εξαίρεσης ή η παραδοχή αυτή παραβιάζει ευθέως και το αρ.6 της ΕΣΔΑ και τα άρ. 14,15 επ. του ΚΠΔ. ;
Υπάρχει ανάλογη περίπτωση σε ευρωπαϊκό, διεθνές ή και σε εθνικό δικανικό επίπεδο ο αιτών να είναι ταυτόχρονα και ο κρίνων την αίτηση; Γιατί, από την επισκόπηση των πρακτικών της Επιτροπής, διαπιστώνεται επίσης πως η αίτηση που κατατέθηκε από τους δύο βουλευτές του ΚΙΝΑΛ , έγινε δεκτή με την συμβολή και την θετική ψήφο και των δύο ίδιων αυτών προσώπων που την κατέθεσαν.
Άλλωστε, σύμφωνα με την διάταξη της παρ.1 του αρ.6 της ΕΣΔΑ καθιερώνεται το «δικαίωμα σε δίκαιη δίκη», όχι με τη έννοια της ορθότητας της απόφασης, αλλά της έγκαιρης, ουσιαστικής και αδιάβλητης – υπό διαδικαστικές/δικονομκές εγγυήσεις διεξαγωγής της δίκης, ώστε να είναι δυνατή η αντικειμενική αναζήτηση της αλήθειας και η έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία του διαδίκου.
Μία από τις εγγυήσεις αυτές είναι και η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με τον εθνικό νόμο και αποφαίνεται επί της βασιμότητας της ποινικής κατηγορίας. ( ΑΠ 429/2015, ΑΠ 151/2011). Με τον θεσμό της εξαίρεσης επιδιώκεται η κατοχύρωση της αμεροληψίας του δικαστή κυρίως έναντι των διαδίκων ( Μικτό Ορκωτό Αθ 140/2015). Και ασφαλώς, δεν είναι νομικά ορθό να θεωρείται ως αμερόληπτη η απόφαση εκείνη στην οποία συμμετέχουν οι αιτούντες την εξαίρεση, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν προβλέπεται η αρμοδιότητα εξαίρεσης των μελών της από την Επιτροπή.
Τέλος, η ανωτέρω γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής διαφαίνεται να εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες και όχι τη νομιμότητα, από το αδιαμφισβήτητο γεγονός της γραμματικής διατύπωσης του αρ.14 του ΚΠΔ, η οποία είναι τόσο σαφής αναφορικά με τον λόγο αποκλεισμού του δικαστή, ώστε να μην επιδέχεται καμία ερμηνεία. Πιο συγκεκριμένα, στο αρ.14 ορίζεται το εξής : « Όποιος εξετάστηκε ως μάρτυρας …στην ίδια υπόθεση». Από τη σαφή αυτή διατύπωση λοιπόν, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι υφίσταται λόγος αποκλεισμού του δικαστή ή του εισαγγελέα, όταν αυτός έχει εξεταστεί (στο παρελθόν) ως μάρτυρας και όχι αν προτείνεται να εξεταστεί(στο μέλλον) ως μάρτυρας. Παρ’ όλη την σαφήνεια, της διατύπωσης του συγκεκριμένου λόγου αποκλεισμού του δικαστή και του εισαγγελέα από τα δικαστικά καθήκοντα, (που ούτε πρωτοετής φοιτητής Νομικής δεν θα μπορούσε να διαστρεβλώσει το νομικό γεγονός του αποκλεισμού δικαστή και εισαγγελέα μόνο σε περίπτωση προγενέστερης εξέτασής του υπό το καθεστώς του μάρτυρα και όχι αν προτείνεται να εξεταστεί μελλοντικά), εντούτοις τα μέλη του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής εξέφρασαν αναιτιολόγητα την «γνώμη»(!!!) ότι «πρόσωπα που προτείνονται να κληθούν ως μάρτυρες ή καλούνται ως τέτοιοι ενώπιον εξεταστικής επιτροπής, εγείρουν υπόνοιες μεροληψίας, οπότε σύμφωνα με την αρχή της αμεροληψίας, ιδρύεται λόγος εξαίρεσης τους από την άσκηση καθηκόντων τους ως μέλους της επιτροπής».
Και βέβαια, λυπηρό για εμένα αποτελεί το γεγονός, ότι την ανωτέρω αυθαίρετη και προσχηματική γνώμη του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, την επικαλέται και επομένως την αποδέχεται και η εισαγγελική πρόταση(σελ.13 αυτής).
· Συμπερασματικά, από την αναλυθείσα παράνομη, με δόλο, εκφρασθείσα γνώμη του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής συνάγεται το συμπέρασμα ότι, η γνωμοδότηση του δεν μπορεί να τύχει οποιασδήποτε αξιοπιστίας και αξίας. Επιπλέον, τους λόγους για τους οποίους δέχτηκε την ίδια άποψη η εισαγγελική πρόταση, ότι δηλαδή λόγος εξαίρεσης και αποκλεισμού είναι κατ’ αρ.14 ΚΠΔ και η διπλή ιδιότητα, δηλαδή η εξέταση κάποιου από τους δικαστές ή τους εισαγγελείς ως μάρτυρα στην υπόθεση που αυτοί πρόκειται να μετάσχουν, την αφήνω στην κρίση Σας για λόγους ευπρέπειας εκ μέρους μου. Δεν θέλω να πιστέψω, αυτό που συνήθως λέγεται, ότι στις πολιτικές υποθέσεις, όπως εν προκειμένω η δική μου, η νομιμότητα θυσιάζεται στο βωμό της πολιτικής σκοπιμότητας.
· Η εισαγγελική πρόταση , αντιπαρέρχεται με εκκωφαντική σιωπή, τον λόγο της υπό κρίση αίτησης μου, ο οποίος συνίσταται στο ότι η αίτηση εξαίρεσης των κκ Τζανακόπουλου και Πολάκη, υποβλήθηκε μόνο από δύο (2) βουλευτές – μέλη της Επιτροπής ( επί συνόλου 25 μελών αυτής ) παρότι δέχεται τα πιο κάτω αναφερόμενα: «O θεσμός της εξαίρεσης όσων ασκούν δικαιοδοτικά καθήκοντα, όπως είναι ο δικαστής και ο εισαγγελέας, προβλέπεται κατ΄αρχάς από την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του αρ.6 της ΕΣΔΑ που ορίζει ότι «καθένας έχει το δικαίωμα να δικάζεται από αμερόληπτο δικαστή». Η αντικειμενική αμεροληψία δοκιμάζεται όταν ο δικαστής εκφράζεται δημόσια επί της κατηγορίας, όπως λόγου χάρη όταν ασκεί κριτική επί της υπεράσπισης και εκφράζει την έκπληξή του ότι ο κατηγορούμενος δήλωσε αθώος». Η ίδια η φύση του δικαστικού λειτουργήματος επιτάσσει οι δικαστές να μην προβαίνουν σε δηλώσεις στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ακόμη και αν έχουν προσκληθεί. Επίσης, δηλώσεις προβεβλημένων προσώπων , όπως είναι ο Πρωθυπουργός, είναι ασυμβίβαστες με την έννοια του ανεξάρτητου και αμερόληπτου Δικαστηρίου. Ο κοινός νομοθέτης σε διάφορα νομοθετήματα έχει θεσπίσει διατάξεις που προβλέπουν τον θεσμό της εξαίρεσης και τον τρόπο υλοποίησης του.
*Όπως αναφέρεται και στην εισαγγελική πρόταση, η Επιτροπή έχει πολυπρόσωπη σύνθεση και λειτουργεί ως συλλογικός Εισαγγελέας.
Είναι δε γνωστό και στον μη κατέχων την νομική επιστήμη συμπολίτη μας, ότι θεμέλιος δημοκρατικός λίθος του συλλογικού οργάνου αποτελεί το γεγονός ότι ενεργεί και αποφασίζει ΚΑΤΑ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ. Εξ αυτού συνάγεται λοιπόν, ότι σε καμία περίπτωση η μειοψηφία δεν μπορεί και δεν πρέπει να ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της πλειοψηφίας, επομένως, όταν το αρ.16 ΚΠΔ ορίζει ότι δικαίωμα να προτείνει τη εξαίρεση έχει μεταξύ άλλων και ο Εισαγγελέας, καθίσταται προφανές, πως όταν ο Εισαγγελέας τυγχάνει πολυπρόσωπο όργανο , αυτό το δικαίωμα μπορεί να το ασκήσει νόμιμα και παραδεκτά το σύνολο ή η πλειοψηφία των μελών του πολυπρόσωπου αυτού οργάνου (εδώ της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής) και όχι μια ελάχιστη μειοψηφία δύο (2) μελών σε σύνολο είκοσι πέντε (25), όπως συνέβη εν προκειμένω. Κατά συνέπεια, η αίτηση εξαίρεσης που κατέθεσαν τα δύο μέλη της Επιτροπής είναι απαράδεκτη και ως εκ τούτου έπρεπε να απορριφθεί συνεπεία μονάχα του λόγου αυτού, ανεξαρτήτου κρίσεως επί των λοιπών λόγων που αναφέρονται στην υπό κρίση αίτηση.
· Δυστυχώς, η εισαγγελική πρόταση με εξέπληξε και μου προξένησε πλείστα ερωτηματικά αναφορικά με την οφειλόμενη, από την συντάξασα Εισαγγελέα, αμερόληπτη κρίση και στάση της. Διότι, ενώ δέχεται ότι ακόμη και δύο μέλη της Επιτροπής μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα της εξαίρεσης, δεν αιτιολογεί επουδενί το σκεπτικό της, με αποτέλεσμα να έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ήδη διατυπωθείσα άποψη της, ότι η Επιτροπή αποτελεί συλλογικό-πολυπρόσωπο όργανο.
· Η εισαγγελική πρόταση αυθαιρέτως και παρανόμως δέχεται ότι ΄΄ Αν στο πρόσωπο κάποιου μέλους της προκύψει λόγος εξαίρεσης, αποκλεισμού ή αποχής , ναι μεν δεν προβλέπεται ρητά στις παραπάνω διατάξεις α) η διαδικασία εξαίρεσης, αποκλεισμού ή αποχής και β) το όργανο που θα αποφασίσει για το ζήτημα αυτό… πλην όμως το κενό αυτό μπορεί να καλυφθεί με την υποβολή αίτησης εξαίρεσης, είτε από τον ύποπτο, είτε από κάποιο μέλος της ή προκειμένου περί αποχής με αίτηση του ίδιου του μέλους της Επιτροπής. Με δεδομένο μάλιστα, ότι η επιτροπή λειτουργεί ως αυτεξούσιο συλλογικό όργανο και δη ως συλλογικός εισαγγελέας , η ίδια ελλείψει υπερκείμενου οργάνου (καθότι το Δικαστικό Συμβούλιο του αρ.86παρ.4 Σ και αρ.8 Ν.3126/2003 συγκροτείται μετά την άσκηση δίωξης από τη Βουλή) αποφαίνεται με πλειοψηφία για όλα τα διαδικαστικά ζητήματα που τίθενται ενώπιόν της΄΄.
Η άποψη αυτή όμως τυγχάνει αυθαίρετη και παράνομη –πέραν των όσων έχω αναφέρει ανωτέρω- και για τους εξής λόγους : Η Σύμβαση της Ρώμης για τα δικαιώματα του ανθρώπου συνιστά κατ’ επιταγή του αρ.28 παρ.1 Σ εφαρμοστέο δίκαιο υπερνομοθετικής ισχύος μετά την εκ νέου κύρωσή της με το ν.δ. 53/1974. Επομένως, οι διατάξεις της καθίστανται απολύτως δεσμευτικές τόσο για τον εθνικό νομοθέτη όσο και για τον εκάστοτε εφαρμοστή του εθνικού δικαίου, ώστε να μην δύναται ουδείς εξ αυτών να αποκλίνει από το περιεχόμενό τους.
Η αρχή της αμεροληψίας επίσης κατοχυρώνεται και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα – το οποίο επίσης βάσει του αρ. 28 παρ.1 Σ αποτελεί δίκαιο υπερνομοθετικής ισχύος μετά την κύρωσή του από τον Ν.2462/1997 – το οποίο στο αρ. 14 παρ.1 εγγυάται το δικαίωμα κάθε προσώπου για δίκαιη δίκη της υπόθεσής του από αμερόληπτο δικαστήριο. Σύμφωνα δε και με τον κανόνα που ακολουθεί το ΕΔΔΑ «η διαδικασία δεν αρκεί να είναι δίκαιη, αλλά θα πρέπει επίσης να φαίνεται δίκαιη». Η νομολογία του Στρασβούργου έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι σε ανάλογες περιπτώσεις παραβιάζεται κατάφωρα το αρ.6 παρ.1 ΕΣΔΑ. Στις ανωτέρω αποφάσεις αφενός μεν διακρίνεται ο εύλογος φόβος μεροληψίας για το δικαστικό λειτουργό που καλείται να κρίνει την ορθότητα των αποφάσεων του, αφετέρου δε, διαφαίνεται ο σκοπός έκδοσης όλων αυτών των αποφάσεων, που είναι η παραχαράκωση της αρχής» κανείς δεν μπορεί να δικάσει τη δική του υπόθεση « – ουδείς δικαστής της δικής του υπόθεσης, των δικών του πραγμάτων ή πράξεων. Είναι θεμελιώδους σημασίας υπόθεση σε μια δημοκρατική κοινωνία τα δικαστήρια ( και οι εισαγγελείς) να εμπνέουν εμπιστοσύνη στο κοινό και προπαντός στις ποινικές διαδικασίες, στον ύποπτο και στον κατηγορούμενο. Για τον σκοπό αυτό το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ απαιτεί ένα δικαστήριο και έναν Εισαγγελέα ( με διακριτούς ρόλους ο καθένας) που να εγγυώνται την αμεροληψία του λειτουργήματός τους.
*Η ένταξη της προκαταρκτικής εξέτασης στο ποινικό δικονομικό σύστημα, έχει ως συνέπεια την αναγνώριση συγκεκριμένων δικαιωμάτων (αλλά και υποχρεώσεων) στον ύποπτο. Ο ύποπτος εξετάζεται για την πράξη του ,δηλαδή γι’ αυτή που του αποδίδεται.
Η παροχή εξηγήσεων στην προκαταρκτική εξέταση αντιστοιχεί με την απολογία στα πλαίσια της προανάκρισης και κύριας ανάκρισης.
Γι’ αυτό άλλωστε στον ύποπτο αναγνωρίζονται και δικαιώματα αντίστοιχα του κατηγορούμενου, ο οποίος δίνει τις εξηγήσεις, διότι του αποδίδεται κάποια συγκεκριμένη πράξη. Μετά τις επελθούσες νομοθετικές ρυθμίσεις (Ν. 3160/2003 και Ν. 3346/2005), η προκαταρκτική εξέταση λειτουργεί ουσιαστικά ως προανάκριση και ο ύποπτος έχει τα πλήρη δικαιώματα του κατηγορουμένου, όπως άλλωστε επιτάσσει και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, εφόσον υποκείμενο της δίκαιης δίκης είναι και ο ύποπτος. (Α.Π. 1466/2017, Π.Χ. ΞΘ/2019, σελ. 118, την οποία προσκομίζω).
Σύμφωνα με το άρθρο 273 παρ. 2 του ΚΠΔ, κατά την ανάκριση αφού εξακριβωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου και του εξηγηθούν τα δικαιώματά του, εκείνος που ενεργεί την εξέταση, του εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κατηγορείται και τον προσκαλεί να απολογηθεί και να υποδείξει τα μέσα της υπεράσπισής του.
Επίσης, κατά το άρθρο 248 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δικ. «το κατηγορητήριο που συντάσσει ο ανακριτής περιέχει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται στα άρθρα 100 και 273 παρ. 2». Τα ίδια ισχύουν και για την προανάκριση και για την κλήση του υπόπτου για παροχή εξηγήσεων, αφού υπάρχει η ίδια ταυτότητα λόγου στην απολογία και στις έγγραφες εξηγήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και σύμφωνα με την ανωτέρω Αρειοπαγητική απόφαση. Άλλωστε είναι προφανές ότι αν στην απόφαση για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και την κλήση για παροχή έγγραφων εξηγήσεων από τον ύποπτο δεν προσδιορίζονται με πληρότητα και σαφήνεια οι πράξεις για τις οποίες διατάσσεται η προκαταρκτική και η κλήση του υπόπτου, τότε είναι άνευ ουσίας η όλη διαδικασία και καταργείται ουσιαστικά το δικαίωμα του υπόπτου να δώσει εξηγήσεις, αφού δεν θα του είναι γνωστές οι πράξεις για τις οποίες πρέπει να δώσει εξηγήσεις, όπως συνέβη και στην περίπτωσή μου. Γι’ αυτό άλλωστε και οι δύο αντιεισαγγελείς του Α.Π. που διενεργούσαν προκαταρκτική εξέταση σε βάρος των Εισαγγελέων Διαφθοράς για την ίδια υπόθεση, προκειμένου οι τελευταίοι να δώσουν εξηγήσεις, στις κλήσεις τους καταγράφουν και προσδιορίζουν με σαφήνεια τις πράξεις για τις οποίες κλήθηκαν να δώσουν εξηγήσεις. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη στην περίπτωσή μου και συγκεκριμένα, ούτε στις προτάσεις των τριάντα βουλευτών της ΝΔ, ούτε στις δύο αποφάσεις της Ολομέλειας της Βουλής, ούτε στην μια και μοναδική κλήση που μου έστειλε ο Πρόεδρος της Επιτροπής προς παροχή εξηγήσεων.
Όσα αντίθετα αναφέρονται στην Εισαγγελική Πρόταση -που είναι σαφώς η άποψη της ΝΔ- είναι τελείως αντίθετα και στην ΕΣΔΑ και στον ΚΠΔ, αλλά και στον ουσιαστικό λόγο για τον οποίο καλείται να δώσει εξηγήσεις ο ύποπτος.
Τέλος, είναι ανακριβές το αναφερόμενο στην Εισαγγελική πρόταση ότι δήθεν πριν κληθώ να παράσχω εξηγήσεις (δηλ. πριν την 5.6.2020) είχαν εξεταστεί μάρτυρες που είχα προτείνει εγώ. Κατ’ αρχάς οι μάρτυρες αυτοί εξετάστηκαν μετά την 5-6-2020 ενώ μου δόθηκε προθεσμία μόνο δέκα ημερών για να μελετήσω δικογραφία 235.000 σελίδων!!! και να ετοιμάσω τις εξηγήσεις μου. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι η διεύρυνση των κατηγοριών έγινε για θέματα ουσιωδώς διαφορετικά από αυτά που είχε αποφασίσει αρχικά η Ολομέλεια της Βουλής και κάποιοι από τους μάρτυρες υπεράσπισης που εξετάστηκαν ήταν για τα αρχικά αδικήματα και όχι για τις διευρυμένες πράξεις. Επίσης εγώ δεν είχα κληθεί να δώσω εξηγήσεις για τις αρχικές πράξεις, γιατί οι βουλευτές της ΝΔ ζήτησαν διεύρυνση των κατηγοριών πριν ολοκληρωθεί η εξέταση επ’ αυτών.
Και ασφαλώς τελείως παρανόμως πριν την συλλογή όλων των αποδεικτικών στοιχείων κλήθηκα για εξηγήσεις και γι’ αυτό κατά την διάρκεια των πέντε ημερών που έδινα εξηγήσεις, αλλά και μετά το πέρας αυτών, διαβιβάζονταν στην Επιτροπή πολυσέλιδα και ουσιώδη έγγραφα, τα οποία εγώ δεν εγνώριζα, όταν έδινα τις εξηγήσεις, επομένως δεν μπόρεσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, αντικρούοντας και τα ουσιώδη αυτά έγγραφα. Ούτε με κάλεσε για συμπληρωματικές εξηγήσεις ο Πρόεδρος της Επιτροπής, παρότι το ζήτησα και γραπτώς και προφορικώς.
Τελικά τίποτα νόμιμο δεν έγινε, γιατί όλα θυσιάστηκαν στον βωμό της κομματικής σκοπιμότητας, παραβιάζοντας θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματά μου.
Κατά τα λοιπά, αναφέρομαι στην υπό κρίση αίτησή μου, στην οποία με λεπτομέρεια κα τεκμηριωμένα αναπτύσσω τω νόμω και ουσία βάσιμο όλων των λόγων ακυρότητας.
Κατά συνέπεια ζητώ την παραδοχή της αίτησης και του υπομνήματός μου.