Ο καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Θανάσης Χρήστου γράφει για τις δύο μορφές της επανάστασης του γένους των Ελλήνων, τον Παπαφλέσσα και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, και διερευνά αν βρέθηκαν σε διασταυρούμενες ή συγκρουσιακές πορείες.
«Στοιχ. Μ. Ἀριθ. 108.
Ἀδελφὲ Ξάνθε!
Δὲν ἠξεύρω διὰ τὶ περιωρίσθης εἰς τὰ αὐτόθι, καὶ ἄλλο δὲν ἠξεύρεις πλέον παρὰ νὰ συμβουλεύῃς τὸν Δικαῖον νὰ μὴν ὁρμᾷ κατὰ τὴν συνήθειάν του καὶ ἄλλα κουραφέξαλα. Ὁ Δικαῖος, φίλε, ἔκαμεν ὡς ἐπροστάχθη· […] Θαυμάζω πόθεν προέρχεται ἡ βραδύτης τοῦ Πρίγκιπος Ἀλ. Ὑψηλάντου καὶ δὲν ἐφάνη ἄχρι τοῦδε εἰς τὴν Πελοπόννησον, περιμενόμενος πρὸ πολλοῦ, καθὼς ὑπεσχέθη καὶ διέταξεν εἰς τὸ Ἰσμαήλ. […] Ἀλλὰ τὶ δυστυχία εἰς τοὺς ἀθλίους Ἕλληνας! Ἐν ᾧ ἐλπίζαμεν νὰ ἴδωμεν ἐδὼ τὸν Ὑψηλάντην ὅσον τάχιστα καὶ ἑτοιμαζόμεθα, μανθάνομεν, ὁτι ἔτι χρονοτριβεῖ εἰς τὰ αὐτόθι. […] Λοιπόν, φίλε, διὰ τοὺς οἰκτειρμοὺς τοῦ θεοῦ, ἐπιταχύνατε νὰ ἔλθῃ ὁ σεβαστὸς Πρίγκιψ, διότι ἄν παρέλθῃ εἰς μὴν καὶ δὲν φανῇ, οἱ ἐχθροὶ ὡς ὑποπτεύοντες δύνανται νὰ βλάψουν τοὺς Ἕλληνας ἀνεπαισθήτως, καὶ τότε ἡ ἁμαρτία, ἅς ᾖναι εἰς τὸν λαιμὸν σας· ἐπειδὴ ἄνευ Ὑψηλοῦ ὀνόματος δὲν ἠξεύρω, ἄν κατορθώσωμεν βιασμένοι, ὅσον πρέπει. […] ἐάν δὲ ἀπὸ περιστάσεις ἐμποδίσθη ὁ Ὑψηλάντης, τέλος πάντων, ἄς σταλθῇ ἄλλος τις ὅμοιός του. κ.τ.λ.
Ὁ σὸς κ.τ.λ.
Γρηγόριος Δικαῖος.
Τῇ 22 Φεβρουαρίου, 1821. Ἐκ Πελοποννήσου»
Τα όρια της ανθρώπινης αντοχής καταδεικνύει η παρούσα επιστολή ότι έχει αγγίξει ο Γρηγόριος Δικαίος Παπαφλέσσας όταν στις 22 Φεβρουαρίου 1821 την απευθύνει κάπου από την Πελοπόννησο προς τον Θυμήδη στο Ισμαήλιο, προς τον Εμμανουήλ Ξάνθο δηλαδή σύμφωνα με το συνωμοτικό του όνομα στη Φιλική Εταιρεία, προκειμένου να του υπενθυμίσει πάνω σε μια κρίση απελπισίας το αυτονόητο, την απαρέγκλιτη και υπεσχημένη κάθοδο του πρίγκιπα Αλέξανδρου Υψηλάντη στον Μοριά. Και όλα αυτά χωρίς να γνωρίζει ότι ο «περιμενόμενος προ πολλού» έχει στο ενδιάμεσο αναγκαστεί να αλλάξει τρεις τουλάχιστον φορές το επαναστατικό σχέδιο και –το σημαντικότερο– έχει διαβεί τον Προύθο και βρίσκεται μπροστά στο μείζον γεγονός της έναρξης της επανάστασης.
Μακρύ ταξίδι με προορισμό τον ξεσηκωμό
Αξίζει στο συγκείμενο αυτό να δούμε αναλυτικότερα τις διασταυρούμενες ή συγκρουσιακές (ποιος ξέρει;) πορείες των δύο αυτών μεγάλων αντρών, του Αλέξανδρου Υψηλάντη και του Γρηγορίου Δικαίου, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε σε βάθος και εύρος τις κρίσιμες στιγμές που προηγήθηκαν των επίμαχων δρωμένων της 24ης Φεβρουαρίου 1821 στο Ιάσιο της Μολδαβίας.
Είναι γεγονός ότι ο εκρηκτικός Αρμόδιος έχει κατέβει τον Δεκέμβριο του 1820 στην Πελοπόννησο με την ιδιότητα τυπικά του έξαρχου του πατριαρχείου, στην ουσία όμως ως ο επίσημος εντολοδόχος του γενικού επιτρόπου της αρχής προκειμένου να μεταφέρει την είδηση του γενικού ξεσηκωμού στη νότια Βαλκανική. Ο Παπαφλέσσας, ως γνωστόν, μετά το Ισμαήλιο πέρασε από την Κωνσταντινούπολη, όπου η επιχώρια Εφορία των Φιλικών τον εφοδίασε με 90.000 γρόσια, και από εκεί στα τέλη Νοεμβρίου ξεκίνησε το ταξίδι του με το καράβι του εταιριστή Παλαιολόγου Λεμονή από τη Λέσβο.
Στον πρώτο σταθμό του στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) φόρτωσε ένα πλοίο με πολεμοφόδια και προορισμό τη Μάνη. Ταυτόχρονα φρόντισε να σταλεί και από τη Σμύρνη ένα παρόμοιου φορτίου καράβι πάλι προς τη Μάνη. Και από το Αϊβαλί ο Παπαφλέσσας χάραξε πορεία προς την Υδρα όπου συνάντησε τους Φιλικούς Αντώνιο Οικονόμου, Γκίκα Θ. Γκίκα και Δημήτριο Κυριαζή, οι οποίοι υποτάχτηκαν κυριολεκτικά στον ενθουσιασμό του, σε αντίθεση με τον Κουντουριώτη και τους άλλους καραβοκυραίους που τον αντιμετώπισαν με περίσκεψη και καχυποψία.
Το κρίσιμο ζήτημα που του έθεσαν οι Υδραίοι προκριτοδημογέροντες αναγόταν στο ένα και μοναδικό που οριζόταν από τον τρόπο αντιμετώπισης του τουρκικού στόλου. Στην απόκρισή του πως ήταν ζήτημα χρόνου η πυρπόληση του οθωμανικού στόλου μες στο αγκυροβόλιό του στον Κεράτιο Κόλπο οι Υδραίοι συνομιλητές του ανταπάντησαν ότι πρώτα θα πραγματωθεί το συγκεκριμένο εγχείρημα και ύστερα θα κινηθούν με τα καράβια τους.
Ο Μεσσήνιος αρχιμανδρίτης δεν πτοήθηκε όμως και συνέχισε ακάθεκτος την πορεία του προς τον επόμενο σταθμό, τις Σπέτσες, όπου τον ανέμεναν δύο άκρως συγκρουσιακές προσδοκίες. Εκείνη του Μέξη, που είχε αγκιστρωθεί στην ανασφάλεια και την αντίδραση του παρελθόντος, και η άλλη των Φιλικών Μποτασαίων και του Γεώργιου Πάνου που προσδοκούσαν με αισιοδοξία την οθωμανική ανατροπή και την εθνική παλιγγενεσία. Πάνω στην κορύφωση της διαπάλης αυτής πήγε στο νησί και ο Παναγιώτης Αρβάλης ως εκπρόσωπος των Πελοποννήσιων κοτζαμπάσηδων, προκειμένου να ενημερωθεί και να βολιδοσκοπήσει τον απόστολο της Εταιρείας για τα βαθύτερα μελλούμενα του Αγώνα. Και ο Αρβάλης έμεινε εκστασιασμένος από το γεμάτο παλμό κήρυγμα της δράσης και των όπλων που εξέπεμψε ο παρορμητικός ρασοφόρος.
Αλλά ακριβώς στο συγκεκριμένο σημείο ήταν που εμφιλοχωρούσε και η πλέον επικίνδυνη ροπή της συλλογικής εθνεγερτήριας προσπάθειας, διότι ο Γρηγόριος Δικαίος ήταν ταυτισμένος από παλαιά στα μάτια των «συνεσταλμένων» κεφαλών με το αρχέτυπο του αμετροεπούς και εύτολμου διεκδικητή του αυτονόητου, του θανάσιμου «αντεκδικητή της αδικίας» που είχε γίνει επί τέσσερις αιώνες σε βάρος όλων των Γραικών.
Ο «εξωλέστατος» αρχιμανδρίτης στον Μοριά
Επομένως, ήταν ζήτημα χρόνου υπό ποιες συνθήκες και υπό ποιους όρους θα επέλεγαν οι «δυστυχείς και εκδικητικοί» κατά την Εταιρεία, οι αρχιερείς και οι προεστοί του Μοριά κατά κόσμον αντίστοιχα, για να αντιμετωπίσουν το διαρκώς διογκούμενο κύμα των αποφασισμένων ομοϊδεατών του πυρρώδους κληρικού, ο οποίος διατυμπάνιζε urbi et orbi ότι ο Αγώνας έπρεπε να ξεκινήσει αμέσως. Και η ευκαιρία δόθηκε στη μυστική συνέλευση της Βοστίτσας (Αίγιο, 26-29 Ιανουαρίου 1821), όταν συνήλθαν οι πρόκριτοι και αρχιερείς της βορειοδυτικής Πελοποννήσου προκειμένου να συσκεφθούν αναφορικά με τον τρόπο και τον χρόνο έναρξης του κινήματος – εκεί παρών ήταν και ο Παπαφλέσσας.
Ο τελευταίος έδειξε στους παριστάμενους τη συστατική επιστολή του Υψηλάντη, ο οποίος τον ανέφερε «ως άλλος εγώ» και συμβούλευε τους Μοραΐτες εταίρους να ευθυγραμμιστούν με τις σκέψεις του και να προετοιμαστούν ώστε μόλις φτάσει και ο ίδιος να αρχίσουν αμέσως τον ξεσηκωμό. Ο διάλογος ωστόσο εξελίχθηκε σε σφοδρή λογομαχία με ανταλλαγή απειλών και ύβρεων, ιδιαίτερα ανάμεσα στον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τον Καλαβρυτινό Ανδρέα Ζαΐμη από τη μία και τον Γρηγόριο Δικαίο από την άλλη, καταλήγοντας στις βαριές κατηγορίες που εκτόξευσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στον ρασοφόρο υφιστάμενό του: «Είσαι άρπαξ, απατεών και εξωλέστατος»! Ενώ ο Μεσσήνιος αρχιμανδρίτης αποχωρώντας τους προειδοποίησε πως θα ξεκινήσει αμέσως την επανάσταση, σύμφωνα με τη βούληση της υπερτάτης αρχής, και όποιον πιάσουν οι Τούρκοι ξαρμάτωτο το κρίμα στον λαιμό τους.
Στη συνέχεια ο Δικαίος μετακινήθηκε νοτιότερα και πέρασε από τα Λαγκάδια της Γορτυνίας, επισκεπτόμενος την ισχυρή οικογένεια των Δεληγιανναίων, από την οποία εισέπραξε δυσπιστία, αναβλητικότητα και άρνηση. Συνέχισε ωστόσο με το ίδιο πάθος νοτιότερα, όπου συνάντησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Νικήτα Σταματελόπουλο (Νικηταρά). Ολοι αυτοί, παρά την ισχυρή καχυποψία εκ μέρους των οθωμανικών αρχών που ενισχυόταν και από την ξένη πληροφοριοδότηση, όπως από τον Βρετανό πρόξενο στην Πάτρα ή τους τουρκολάτρες προκρίτους της περιοχής, αποτέλεσαν την κρίσιμη μάζα που με εκτελεστικό βραχίονα τους Μανιάτες επρόκειτο να ξεκινήσει το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα τον Αγώνα.
Ακροτελεύτια, ας γίνει απλή αναφορά και μόνο στους κινδύνους της διαδρομής που ακολούθησε παράλληλα με τον Αρμόδιο ο προσδοκώμενος «Καλός» από τις 16 Φεβρουαρίου 1821, που πήρε την τελική απόφαση της έναρξης της επανάστασης, έως τις 21 του ιδίου μηνός που έλαβε τη ρηξικέλευθη πρωτοβουλία να διαβεί τον Προύθο.
Ετσι στη χρονική αυτή συγκυρία και στην καρδιά της ίδιας υπόθεσης συνέπεσαν ταυτόχρονα και καθ’ ολοκληρία δύο μεγάλοι άντρες, δύο μοιραίες, εμβληματικές και εκ διαμέτρου αντίθετες προσωπικότητες, ο Υψηλάντης και ο Παπαφλέσσας, σε ακανθώδεις και διασταυρούμενες αλλά όχι συγκρουσιακές μεταξύ τους πορείες, σε πορείες ζωής και θανάτου, θριάμβου και αθανασίας, για να υπενθυμίζουν στους επιγενόμενους το υπέρτατο χρέος προς την πατρίδα.