Άρθρο στην εφημερίδα ‘Το Παρόν της Κυριακής’ υπογράφει ο Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Δημήτρης Παπαδημούλης.
«Η πεισματική περιφρόνηση των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ότι ο πληθωρισμός φαίνεται να έχει έρθει για να μείνει και ότι η υπέρμετρη αύξηση των τιμών ενέργειας θα συνεχίσει να πλήττει όλες τις παραγωγικές και εμπορικές οικονομικές δραστηριότητες της χώρας, οδηγώντας σε μείωση της κατανάλωσης και άρα σε σημαντική μείωση των δημοσίων εσόδων, δεν αποτυπώνεται μόνο στο μεσοπρόθεσμα πρόγραμμα, αλλά και στην απουσία ριζικών μέτρων για την αναχαίτιση του κύματος ακρίβειας από πλευράς της κυβέρνησης» επισημαίνει ο Δημ. Παπαδημούλης.
Ασκώντας αυστηρή κριτική για τα πεπραγμένα της κυβερνητικής πολιτικής της ΝΔ, τονίζει πως «η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνείται να ακολουθήσει το θετικό παράδειγμα άλλων χωρών, που έχουν καταφέρει να μετριάσουν σε μεγαλύτερο βαθμό τις επιπτώσεις των αυξήσεων των τιμών ενέργειας στην κοινωνία, προβαίνοντας σε γενναίες αυξήσεις του κατώτατου μισθού, σε μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα, σε καθιέρωση πλαφόν στην λιανική τιμή ενέργειας και σε μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής». Για να συμπληρώσει πως «ο Κυρ. Μητσοτάκης ασχολείται με το να αξιολογεί τις εισηγήσεις των συμβούλων του για πρόωρες εκλογές, αρνείται πεισματικά να βάλει φρένο στο όργιο αισχροκέρδειας των παρόχων ενέργειας, οι οποίοι με την παγκόσμια πρωτοτυπία της ρήτρας αναπροσαρμογής μετακυλούν το σύνολο του κόστους των αυξήσεων στους καταναλωτές, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να έχει την ακριβότερη ηλεκτρική ενέργεια στην ΕΕ, σε μη οικιακούς καταναλωτές και την υψηλότερη τιμή στη χονδρεμπορική».
Σε αυτή την συγκυρία των πολύ δύσκολων συνθηκών για την ελληνική οικονομία, «έρχεται να προστεθεί και η αλλαγή πλεύσης της ΕΚΤ προς μια πιο επιθετική νομισματική πολιτική» υπογραμμίζει στο άρθρο του ο επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Και σημειώνει πως «οι αρνητικές επιδράσεις που θα έχει το τέλος του φθηνού δανεισμού στα δημόσια οικονομικά της χώρας είναι ολοφάνερες και γι’ αυτό είναι μάταιες οι κυβερνητικές προσπάθειες να τις κρύψει ‘’κάτω από το χαλί’’. Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί να δημιουργήσει μια επίπλαστη εικόνα ανάπτυξης στην οικονομική πολιτική».
Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:
Η αποτυχία της ΝΔ στην οικονομία και ιδίως η ακρίβεια που οδηγούν σε πρόωρες εκλογές
* Του Δημήτρη Παπαδημούλη
Η κυβέρνηση της ΝΔ αναπροσάρμοσε πρόσφατα επί τα χείρω τις προβλέψεις του προϋπολογισμού του 2022 και κατέθεσε στην Κομισιόν νέο αναθεωρημένο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα. Aντί για αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,5% φέτος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αναπροσαρμόζει το ποσοστό αυτό προς τα κάτω, στο 3,1%. Σήμερα ακόμη και αυτό το σενάριο φαντάζει αισιόδοξο. Μόλις λίγο καιρό πριν, με ένα ακόμη διάγγελμα από εκείνα με τα οποία διαχειρίζεται τις συμφορές που προξενεί η πολιτική του στην Ελλάδα και τους Έλληνες, ο Κυρ. Μητσοτάκης εξήγγειλε ισχνά επιδοματικά μέτρα, που καλύπτουν ένα πολύ μικρό μόνο μέρος της ζημιάς που έχει υποστεί το εισόδημα των φορολογουμένων από τα υπερκέρδη των εταιριών παραγωγής ρεύματος και της αισχροκέρδειας, παραπέμποντας για το μέλλον (από τον Ιούλιο και μετά) τις παρεμβάσεις για τη ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Η πεισματική περιφρόνηση των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά και σχεδόν του συνόλου της αντιπολίτευσης, ότι ο πληθωρισμός φαίνεται να έχει έρθει για να μείνει και ότι η υπέρμετρη αύξηση των τιμών ενέργειας θα συνεχίσει να πλήττει όλες τις παραγωγικές και εμπορικές οικονομικές δραστηριότητες της χώρας, οδηγώντας σε μείωση της κατανάλωσης και άρα σε σημαντική μείωση των δημοσίων εσόδων, δεν αποτυπώνεται μόνο στο μεσοπρόθεσμα πρόγραμμα, αλλά και στην απουσία ριζικών μέτρων για την αναχαίτιση του κύματος ακρίβειας από πλευράς της κυβέρνησης.
Έτσι, και παρά τη διάψευση των περσινών προβλέψεων για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2022, τόσο από την ίδια την κυβέρνηση, όσο και από την πραγματικότητα, η ΝΔ με το αναθεωρημένο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025, φαίνεται να προσπαθεί για άλλη μια φορά να εξωραΐσει τα δημόσια οικονομικά της χώρας.
Συγκεκριμένα, οι νέες προβλέψεις κάνουν λόγο για:
Α. μείωση του χρέους στο 180,2% φέτος, ποσοστό μικρότερο και από αυτό που είχε προβλεφθεί στον προϋπολογισμό του 2022 (208,9%)
Β. Επαναφορά του πληθωρισμού σε πολύ χαμηλά επίπεδα, κάτω του 2% από το 2023 και
Γ. Επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023.
Οι υπεραισιόδοξες και ωραιοποιημένες αυτές προβλέψεις επιβεβαιώνουν ότι η κυβέρνηση της ΝΔ κινείται, δέσμια του νεοφιλελευθερισμού της, «βλέποντας και κάνοντας», κωφεύοντας ουσιαστικά στις διεθνείς ανησυχίες για συνέχιση της ενεργειακής και επισιτιστικής κρίσης για τουλάχιστον μία διετία, και του κινδύνου για μια νέα παγκόσμια οικονομική ύφεση.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνείται να ακολουθήσει το θετικό παράδειγμα άλλων χωρών, που έχουν καταφέρει να μετριάσουν σε μεγαλύτερο βαθμό τις επιπτώσεις των αυξήσεων των τιμών ενέργειας στην κοινωνία, προβαίνοντας σε γενναίες αυξήσεις του κατώτατου μισθού, σε μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα, σε καθιέρωση πλαφόν στην λιανική τιμή ενέργειας και σε μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής.
Στις πολύ δύσκολες αυτές συνθήκες για την ελληνική οικονομία έρχεται τώρα να προστεθεί και η αλλαγή πλεύσης της ΕΚΤ προς μια πιο επιθετική νομισματική πολιτική. Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα από ό,τι είχε συνηθίσει κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2020 και ολόκληρο το 2021, το ελληνικό Δημόσιο «αναμετρήθηκε» με τις αγορές, αντιμετωπίζοντας υψηλό κόστος δανεισμού.
Οι αρνητικές επιδράσεις που θα έχει το τέλος του φθηνού δανεισμού στα δημόσια οικονομικά της χώρας είναι ολοφάνερες και γι’ αυτό είναι μάταιες οι κυβερνητικές προσπάθειες να τις κρύψει «κάτω από το χαλί». Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί να δημιουργήσει μια επίπλαστη εικόνα ανάπτυξης στην οικονομική πολιτική.
Και ενώ ο Κυρ. Μητσοτάκης ασχολείται με το να αξιολογεί τις εισηγήσεις των συμβούλων του για πρόωρες εκλογές, αρνείται πεισματικά να βάλει φρένο στο όργιο αισχροκέρδειας των παρόχων ενέργειας, οι οποίοι με την παγκόσμια πρωτοτυπία της ρήτρας αναπροσαρμογής μετακυλούν το σύνολο του κόστους των αυξήσεων στους καταναλωτές, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να έχει την ακριβότερη ηλεκτρική ενέργεια στην ΕΕ, σε μη οικιακούς καταναλωτές και την υψηλότερη τιμή στη χονδρεμπορική.
* Ο Δημήτρης Παπαδημούλης είναι Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία