O βυζαντινολόγος και διευθυντής του Κέντρου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών της École des Hautes Études en Sciences Sociales στο Παρίσι, Paolo Odorico, αναρωτιέται για τα κίνητρα που οδηγούν την υπουργό Πολιτισμού στην απόσπαση των αρχαιοτήτων από τον σταθμό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη.
Υπάρχουν σπάνιες περιπτώσεις όπου μια πόλη, ένας πολιτισμός, λαμβάνει ένα ανέλπιστο δώρο που θαρρείς πως οι πρόγονοι αποφάσισαν να χαρίσουν για να ενθαρρύνουν τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους με μια έκπληξη ικανή να εμπλουτίζει την καθημερινότητά τους. Ο Ρίτσος θα έλεγε «και μη ξεχνάς που ολονυχτίς βοηθάν κι οι αποθαμένοι». Αυτό συνέβη στη Θεσσαλονίκη όπου οι εργασίες για τη δημιουργία του μετρό έφεραν στο φως ένα σημαντικό κομμάτι της βυζαντινής βασιλικής οδού, του κυριότερου άξονα της μεσαιωνικής πόλης.
Πολλοί άρχισαν να ονειρεύονται. Η πόλη θα μπορούσε να αλλάξει, να πάρει καινούργια μορφή, να έχει χώρους καινούργιους για τους πολίτες και επιπλέον να γίνει ένα δείγμα της ικανότητας των Ελλήνων να συνδυάσουν το παρελθόν με το σήμερα, να εμπλουτίσουν την πόλη τους και να τη μετατρέψουν από συμπρωτεύουσα (ρόλος στον οποίο από πάντα ήταν προορισμένη) σε πρωτεύουσα των βυζαντινών πόλεων. Βέβαια, υπήρχαν προβλήματα. Το μετρό έπρεπε να γίνει, η σύγχρονη πόλη χρειαζόταν ανανέωση. Η αρχαιολογική υπηρεσία όμως έκανε μια παραδειγματική, θαυμαστή δουλειά. Ετοίμασε ένα σχέδιο προκειμένου τόσο να παραμείνουν επιτόπου τα αρχαία όσο και να λειτουργήσει το μετρό, κερδίζοντας μάλιστα χρόνο σε σχέση με την προβλεπόμενη αφαίρεση των ευρημάτων και χρήμα καθώς το κόστος σε αυτή την περίπτωση είναι πολύ πιο χαμηλό. Εκπληξη και θαυμασμός για όλους. Η τότε κυβέρνηση και ο Δήμος Θεσσαλονίκης πάντρεψαν αυτήν τη θαυμάσια υπόθεση που θα έδινε κλέος και φήμη στην πόλη, βοηθώντας ταυτόχρονα και τον τουρισμό. Για φανταστείτε μια πόλη όπου επιτέλους «το παρόν δεν πουλιέται ούτε ενοικιάζεται», όπου το χθες και το αύριο θα γίνονταν ένας χώρος-καθρέφτης για να βλέπουμε από πού ερχόμαστε και πώς αλλάξαμε. Ένας χώρος ταυτότητας.
Η αλλαγή της κυβέρνησης ανέτρεψε τα δεδομένα. Η νέα υπουργός Πολιτισμού, η κ. Λίνα Μενδώνη, υποστήριξε την ανάγκη να μετακινηθούν τα αρχαία. Το γιατί παραμένει για πολλούς ασαφές. Είναι η ίδια κ. Μενδώνη η οποία πριν από μερικά χρόνια, τότε γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, πιστεύοντας ότι ένας μακεδονικός τάφος που είχε βρεθεί στον λόφο Καστά της Αμφίπολης μπορούσε να ήταν εκείνος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δαπάνησε χρόνο, χρήματα και ενέργειες για να υποστηρίξει αυτό το εύρημα – σίγουρα πολύ σημαντικό, μα που τελικά δεν ήταν αυτό που περίμενε. Μήπως εκείνη η απογοητευτική εμπειρία την ώθησε στο να μην έχει πλέον υψηλά όνειρα; Τόσο φοβάται τον χυλό που φυσάει και το γιαούρτι; Αυτή που ιδιαίτερα πρέπει να τηρεί τον νόμο προστασίας των μνημείων έχει σίγουρα ισχυρούς λόγους για να υποστηρίζει ότι αυτά τα μνημεία πρέπει να αφαιρεθούν και μάλιστα εναντίον της γνώμης των περισσότερων αρχαιολόγων, της γνώμης πολλών διανοουμένων, της γνώμης των βυζαντινολόγων ολόκληρου του κόσμου που έχουν γράψει τόσα γράμματα και τόσο παρακάλεσαν να μην πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο σενάριο.
Μερικοί αναρωτιούνται αν άλλα συμφέροντα έπαιξαν κάποιο ρόλο, αλλά κανένας δεν είναι σε θέση να φέρει αποδείξεις γι’ αυτό. Οπως και να έχει το πράγμα, χάρηκαν οι εργολάβοι που θέλουν να συνεχίσουν γρήγορα τις εργασίες από τη μία και από την άλλη ίσως απομακρύνθηκε ο κίνδυνος να πληρώσουν ρήτρα για καθυστέρηση των εργασιών, εφόσον το καινούργιο σχέδιο της κυβέρνησης θα προκαλέσει κατ’ ανάγκη μια κάποια καθυστέρηση.
Και ιδού πού βρισκόμαστε. Το αποτέλεσμα παραμένει δραματικό. Πλέον η κυβέρνηση βάζει στο συρτάρι οποιαδήποτε προσπάθεια για να αναβαθμιστεί η πόλη η οποία χάνει μια κληρονομιά. Ας γίνουν λοιπόν τα αρχαία όπως τα Lego, ας γίνουν κομματάκια που θα απομακρυνθούν από τη θέση τους, περιμένοντας να γυρίσουν πάλι εκεί που ήταν για να δημιουργηθεί ένα ψεύτικο σκηνικό αρχαιότητας. Μετά τη Euro Disneyland θα έχουμε ένα Byzantioland. Γιατί όχι; Ακόμη και η Ακρόπολη της Αθήνας μπορεί να τσιμεντωθεί για να διευκολύνεται η κυκλοφορία των τουριστών.
Οσο για τη δημόσια εικόνα της, η κυβέρνηση φροντίζει να αγανακτεί με τον κ. Ερντογάν που υποτάσσεται σε ένα άλλο ιδεολόγημα κληρονομημένο από τους προγόνους του, το οποίο συνίσταται στο να μετατρέπει τις βυζαντινές εκκλησίες σε τζαμιά. Γιατί να μην το κάνει; Τώρα του δόθηκε και η δικαιολογία. Μάλλον λιγότερο φταίει ο άνθρωπος που κινείται με κίνητρο την ιδεολογία και όχι με κίνητρο… τι άραγε; Πώς να το ονομάσουμε; Αλαζονεία; «Εγώ κάνω ό,τι θέλω γιατί εγώ έχω την εξουσία» και όσο πιο χοντρό είναι αυτό που κάνω τόσο περισσότερο πρέπει να σκύψετε μπροστά μου.
«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Το έλεγε ο Σεφέρης. Γιατί αυτή η κατάρα πρέπει να συνεχιστεί;