Ουκ ολίγες οι επιχειρήσεις που επαναδημοτικοποιούνται σε πολλές χώρες του κόσμου λόγω κακών πρακτικών, ενώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη δρομολογεί την ιδιωτικοποίηση
Απέναντι στην κακή εμπειρία των ιδιωτικοποιήσεων παγκοσμίως στον τομέα των υπηρεσιών ύδατος η ελληνική κυβέρνηση επιμένει να κλείνει τα μάτια και τα αυτιά. Η τάση ύστερα από δεκαετίες αποτυχημένων εγχειρημάτων ιδιωτικής διαχείρισης του νερού είναι η επιστροφή των υπηρεσιών σε τοπικό, κυρίως δημοτικό, επίπεδο. Παρά την πλειάδα των παραδειγμάτων πριν από την πανδημία αλλά και την τάση της επανόδου του ρόλου του κράτους ως ρυθμιστή της οικονομίας ακόμη και στη μητρόπολη του καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη επιμένει σε μια δοκιμασμένη και εν πολλοίς αποτυχημένη συνταγή, εξαιτίας των ιδεολογικών αγκυλώσεων αλλά και ενδεχομένως για την εξυπηρέτηση συμφερόντων.
Η μεθόδευση που ακολουθήθηκε
Η κυβέρνηση δεν έχασε χρόνο και φρόντισε –εν μέσω εθνικού πένθους– να προχωρήσει στα απαραίτητα βήματα για την πλήρη ιδιωτικοποίηση του νερού. Αφού ανέβασε άρον άρον για διαβούλευση το πολυνομοσχέδιο το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας (!), αύριο Δευτέρα θα συζητηθεί στη Βουλή το πέρασμα των σχετικών αρμοδιοτήτων που αφορούν τις υπηρεσίες ύδατος στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ). Αλλη μια φορά λοιδορείται ο δημόσιος τομέας για «πλημμελείς ελέγχους» στις υπηρεσίες ύδατος, τονίζοντας την… ανάγκη για εποπτεία από μια ανεξάρτητη αρχή.
Πέραν του πώς εννοεί η κυβέρνηση τις ανεξάρτητες αρχές (η δυσανεξία απέναντι στην ΑΔΑΕ, που εκτελεί τα καταστατικά καθήκοντά της και λαμβάνει απειλές από πολιτικούς και δικαστές), είναι η πρόβλεψη πως η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (όπως θα μετονομαστεί η ΡΑΕ) θα πρέπει να «παρακολουθεί και να εποπτεύει την ορθή εφαρμογή συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών ύδατος σε τρίτους» που προκαλεί ανησυχία. Εύλογα οι φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης επισημαίνουν τον κίνδυνο παραχώρησης των υπηρεσιών ύδατος σε ιδιώτες. Ετσι πράττοντας, η κυβέρνηση επιδεικνύει «χαρακτηριστική κουφότητα» απέναντι στη διεθνή εμπειρία από τις ιδιωτικοποιήσεις ύδατος.
Νεοφιλελευθερισμός και νερό
Η επέλαση του θατσερισμού τη δεκαετία του 1980 δεν θα μπορούσε να αφήσει απέξω το νερό. Ετσι, από τις αρχές αυτής της δεκαετίας διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που προωθούσαν νεοφιλελεύθερα προγράμματα, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, «έσπρωχναν» τις ιδιωτικοποιήσεις του νερού, κυρίως στον παγκόσμιο Νότο.
Οι ιδιωτικοποιήσεις κορυφώθηκαν τη δεκαετία του 1990, ενώ από το 1997 άρχισαν να υποχωρούν. Αυτό συνέβη εξαιτίας των αποτυχημένων αποτελεσμάτων των ιδιωτικοποιήσεων αφού αντί για σύγχρονες υπηρεσίες, οι πολίτες λάμβαναν νερό μειωμένης ποιότητας εξαιτίας της αμέλειας στις επενδύσεις υποδομών, καθώς οι έλεγχοι κόστιζαν, ενώ παράλληλα οι τιμές που πλήρωναν εκτοξεύτηκαν στα ουράνια.
Οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτυχίας εντοπίζονται στην Κοτσαμπάμπα της Αργεντινής, στο Νταρ ες Σαλάαμ της Τανζανίας, στη Μανίλα των Φιλιππινών και στο Χάμιλτον του Καναδά.
Αξία μόνο χρηματιστηριακή
Με άρθρο γνώμης στη βρετανική εφημερίδα «Guardian» πριν από έξι μήνες ο πρώην υψηλόβαθμος δημόσιος αξιωματούχος και νυν καθηγητής Οικονομικών στο King’s College του Λονδίνου Τζόναθαν Πορτς χαρακτήρισε «οργανωμένη κλοπή» την ιδιωτικοποίηση του νερού στην Αγγλία το 1989. Μάλιστα πάει ένα βήμα παραπέρα γράφοντας ότι «ξέραμε τι συνέβαινε, αφού η ιδιωτικοποίηση του νερού δεν αφορούσε ποτέ την αποδοτικότητα». Συμπυκνώνει το νόημα των ιδιωτικοποιήσεων ως χρηματιστηριακή αξία αναφέροντας: «Στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, η κυρίαρχη πολιτική προτεραιότητα ήταν η “επιτυχημένη πώληση”, κατά την οποία η ζήτηση για μετοχές είναι υψηλή και όσοι είχαν εμπειρία από προηγούμενες ιδιωτικοποιήσεις και περίμεναν μεγάλο μέρισμα να μην απογοητευτούν».
Χαρακτηριστική περίπτωση ιδιωτικοποίησης είναι η πώληση της μεγαλύτερης δημόσιας εταιρείας ύδρευσης της Βρετανίας, Thames Water, στην αυστραλιανή πολυεθνική Macquarie. Η θυγατρική της αυστραλιανής εταιρείας δεν έκανε τις απαραίτητες εργασίες συντήρησης, με αποτέλεσμα μια τεράστια οικολογική καταστροφή να πλήξει τον ποταμό Τάμεση. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Macquarie είναι η εταιρεία η οποία έχει εξαγοράσει το 49% του ΔΕΔΔΗΕ.
Οι πολυεθνικές και το νερό
Δεν πρέπει επίσης να αγνοηθεί και ο ρόλος των πολυεθνικών στις ιδιωτικοποιήσεις νερού. Ερχονται σαν σωτήρες που θα κάνουν επενδύσεις στα παραμελημένα δίκτυα τοπικών κοινωνιών που έχουν ανάγκη από εισροή επενδύσεων. Τα παραδείγματα προς αποφυγή είναι πολλά: η Nestlé στις ΗΠΑ ελέγχει 50 πηγές, αντλεί παράνομα νερό από αρτεσιανούς υδροφόρους ορίζοντες και έχει εκτοξεύσει τις τιμές. Παρόμοιες περιπτώσεις στις οποίες οι τοπικές κοινωνίες στερήθηκαν το βασικό ανθρώπινο αγαθό του νερού μπορεί κάποιος να βρει με τη Vivendi και τη Suez στο Μεξικό, την Bechtel στη Βολιβία και την Coca-Cola στην Ινδία.
Πλημμυρίδα επαναδημοτικοποιήσεων
Οι επώδυνες εμπειρίες των ιδιωτικοποιήσεων έχουν αλλάξει τη γενική αντίληψη γι’ αυτές. Πολλές πόλεις που έσπευσαν να υπογράψουν παραχωρήσεις 20 ή περισσότερων ετών σε ιδιωτικές εταιρείες ύδρευσης προσδοκώντας καθαρό νερό σε κοινωνικά αποδεκτό κόστος επέλεξαν να τερματίσουν τις συμφωνίες και να επιστρέψουν την παροχή αστικής ύδρευσης σε δημόσιο έλεγχο.
Μια έκθεση του Διακρατικού Ινστιτούτου (TNI), της Διεθνούς Ερευνητικής Μονάδας για τις Δημόσιες Υπηρεσίες (PSIRU) και του Πολυεθνικού Παρατηρητηρίου (MO) αναφέρει ότι 180 πόλεις και κοινότητες σε 35 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Μπουένος Αϊρες, Γιοχάνεσμπουργκ, Παρισιού, Ακρα, Βερολίνου, Λα Πας, Μαπούτο και Κουάλα Λουμπούρ, έχουν επαναδημοτικοποιήσει τα υδατικά τους συστήματα την περασμένη δεκαετία. Περισσότερες από 100 πόλεις βρίσκονται στις ΗΠΑ (59) και τη Γαλλία (49), 14 στην Αφρική και 12 στη Λατινική Αμερική.