Παντελής Θαλασσινός: «Η επιτυχία έχει πολλούς οπαδούς, η αποτυχία είναι ορφανή»

Παντελής Θαλασσινός: «Η επιτυχία έχει πολλούς οπαδούς, η αποτυχία είναι ορφανή»

Μια εφ’ όλης της ύλης κουβέντα με τον Παντελή Θαλασσινό λίγο πριν από την μεγάλη του συναυλία «Έλα να κάνουμε γιορτή» στο Christmas Theater την Παρασκευή 5 Απριλίου, όπου στην σκηνή θα τον συντροφεύσουν ο Γιώργος Νταλάρας, η Μελίνα Κανά, η Γλυκερία, ο Γεράσιμος Ανδρεάτος και ο Γιάννης Νικολάου.

Έχω ακόμη την κασέτα με την πρώτη συνέντευξη που μου είχε δώσει ο Παντελής Θαλασσινός. Ήταν το 2001 τότε που μεσουρανούσε «Απ’ την Τήλο ως τη Θράκη». Είχε έρθει, θυμάμαι, στο μπαράκι «Άλεκτον» στον Κεραμεικό με τα μακριά μαλλιά του, που τον έκαναν να μοιάζει με κάτι μεταξύ Ινδιάνου σαμάνου και χίπη τραγουδοποιού. Σήμερα ο Θαλασσινός διανύει την έκτη δεκαετία της ζωής του και είναι ένας άνθρωπος που έχει αποκτήσει μία μάλλον ασκητική σχέση με τη μουσική και τα τραγούδια του. Στην ακόλουθη δημόσια συζήτηση μας, τη δεύτερη μετά από 23 ολόκληρα χρόνια, μιλάει για το παρελθόν και το παρόν, ενώ αφήνει κατά μέρος το μέλλον, που ουδέποτε τον απασχόλησε. Αφορμή φυσικά ήταν η μεγάλη συναυλία του στο Christmas Theater την Παρασκευή 5/4, στην οποία μαζί του θα τραγουδήσει η αφρόκρεμα των έντεχνων – λαϊκών ερμηνευτών.

Δείχνετε πραγματικά αειθαλής. Πόσων ετών είστε, κύριε Θαλασσινέ;

Είμαι 65 χρονών, γεννημένος το 1958. Τα νιώθω τα χρόνια μου, μη νομίζετε.

Σωματικώς;

Τα νιώθω γιατί έχουμε περάσει πάρα πολλά, κοινωνικά, πολιτικές ανακατατάξεις, όλα αυτά. Όταν θυμάμαι τα παλιά νομίζω πως ήταν έναν αιώνα πριν, ενώ δεν έχουν περάσει και τόσα πολλά χρόνια, αν σκεφτούμε πως δισκογραφικά υπάρχω γύρω στα 38 χρόνια. Στο κοινό εκτίθεμαι αισίως από το 1981. Έπαιζα με την κιθάρα μου στις μπουάτ του Πειραιά και της Αθήνας.

Πώς θυμάστε τον απόηχο της Μεταπολίτευσης;

Όταν έγινε το Πολυτεχνείο ήμουν 16 ετών. Πολλά πράγματα δεν τα καταλαβαίναμε γιατί στη χούντα ήταν όλα σκοτεινά και σε πήγαιναν αλλού τα γεγονότα. Υπήρχε ένας αποπροσανατολισμός από παντού. Θα σας πω μια μικρή ιστορία: Επί χούντας ερχόντουσαν στη γειτονιά μου και παίρνανε α λα μπρατσέτα έναν άνθρωπο πάντα. Τον αφήνανε, τον ξαναπιάνανε κι αυτό γινότανε. Μιλάω για τον κ. Μιχάλη Μάλλη, που ήτανε αρχηγός στην ομάδα Κερατσινίου του ΟΠΛΑ και είχε κάνει εξορίες και φυλακίσεις. Αυτός ήταν η αιτία που άρχιζα και ρώταγα, διότι μέσα στη χούντα η μάνα μου έλεγε «Είναι αριστερός αυτός» κι εγώ φανταζόμουν «Δηλαδή γράφει με το αριστερό χέρι;» Φανταστείτε τι άγνοια είχαμε σαν παιδιά, επειδή δεν μίλαγε κανείς.

Μιλήστε μου λίγο για το οικογενειακό σας background.

Ο αδερφός μου, δυο χρόνια μεγαλύτερος από μένα, ζει μόνιμα στην Πάρο. Η αδερφή μου, έξι χρόνια μικρότερη από μένα, ζει στη Χίο. Ο μπαμπάς μου ήθελε να μας στρέψει στη μουσική και, σκεφτείτε, ότι αυτός παράγγειλε την πρώτη μας κιθάρα όταν ζούσαμε στη Χίο. Πιο πολύ απωθημένο δικό του ήτανε.

Στη Χίο είστε γεννημένος;

Όχι, στον Πειραιά γεννήθηκα, δύο χρονών πήγα στη Χίο και ξανάρθα στα εννιά μου. Πέρασα εφτά χρόνια στο νησί.

Καθοριστικά χρόνια, την παιδική σας ηλικία στην ουσία.

Βέβαια.

Είχε κάτι από το «Δέντρο που πληγώναμε» του Αβδελιώδη η Χίος;

Όχι τόσο μέσα στη Χίο, όσο έξω, που αυτόν τον καιρό ειδικά παραμένει Παράδεισος. Έχουν φυτρώσει οι αυτοφυείς τουλίπες! Είναι όμορφη η Χίος, πολύ όμορφη, αλλά δεν το λέμε παραέξω (γέλια).

Συγκριτικά με άλλα νησιά, εννοείτε;

Όχι, εννοώ πως δεν το λέμε παραέξω, για να μην έρθει κόσμος. Δύο χωριά, η Αγία Ερμιόνη και ο Καρφάς, που έγιναν τουριστικά, χάλασαν. Η υπόλοιπη Χίος παραμένει πανέμορφη.

Ο ερχομός στον παλιό Πειραιά, αυτόν που δεν είναι ίδιος σήμερα, πως ήταν στα παιδικά σας μάτια;

Μεγαλώσαμε στο Κερατσίνι, στις φτωχογειτονιές του Πειραιά. Είστε απ’ τον Πειραιά, επομένως δεν είχε μεγάλη διαφορά απ’ τον Πειραιά που ζήσατε κι εσείς. Πάρα πολλοί άνθρωποι έκαναν απλά λαϊκά επαγγέλματα κι έτσι κι εμείς κάναμε στο καφενείο μια μικρή λαϊκή συνέλευση. Από τα εννιά μου μέχρι τα 25 – 26 μου, που παντρεύτηκα και έφυγα, έχω κρατήσει ακόμη τους φίλους μου από κει και βρισκόμαστε μια φορά το μήνα. Με τους φίλους και παλιούς μου γείτονες κάνουμε reunion. Είμαστε ακόμα δεμένοι, εγώ μένω στην Καλλιθέα, άλλος στον Πειραιά, άλλος στην Αμφιάλη. Τέσσερις – πέντε άνθρωποι μαζευόμαστε και κουβεντιάζουμε.

Είναι αυτοί, φαντάζομαι, που θα σας παρακολουθούσαν και στις συναυλίες όλα αυτά τα χρόνια.

Όχι τόσο, αφού είμαστε τόσο φίλοι, που μόνο όποτε μπορεί κάποιος θα έρθει. Δεν έχουμε κοινωνικές υποχρεώσεις, έχουμε κανονικές σχέσεις πια.

Είναι κι ένας τρόπος να διατηρείτε δεσμούς με τη λαϊκή καταβολή σας;

Πάντα διατηρούσα τις λαϊκές καταβολές μου και ουδέποτε τις αποποιήθηκα. Οι φίλοι μου μέχρι σήμερα στο καφενείο της Καλλιθέας με συναντούν. Οι ασχολίες μου είναι πάρα πολύ απλές, ενός καθημερινού ανθρώπου. Δεν θα πάω δηλαδή στο ακριβό εστιατόριο – εντάξει, θα πάω κι εκεί, αν δώσουμε κάποιο ραντεβού ή αν χρειαστεί. Πάντα, όμως, στα λαϊκά μεζεδοπωλεία θα με βρίσκεις.

Πότε πρωτοπιάσατε κιθάρα και καταλάβατε το χάρισμα της τραγουδοποιίας;

Κιθάρα πρωτόπιασα στη Χίο. Ήταν μία κιθάρα που μας έφερε ο μπαμπάς μου, όπως σας είπα. Ο μπαμπάς μου ήταν σερβιτόρος στου θείου μου το μαγαζί, τον Ναυτικό Όμιλο Χίου, που το είχαν για εφτά χρόνια. Όταν ήρθε η χούντα, έσπασε το συμβόλαιο που είχαν και άρχισε να φτιάχνεται ο καινούργιος Ναυτικός Όμιλος, που τώρα είναι ένα εγκαταλειμμένο τσιμεντένιο έκτρωμα. Παλιά, όμως, έμοιαζε με μεγάλο εξοχικό κέντρο, όπου ερχόντουσαν οι μεγάλες φίρμες της εποχής: Μαρινέλλα, Ζαμπέτας, Βίκυ Μοσχολιού, Πάνος Τζανετής, ο Μπιθικώτσης πρέπει να είχε έρθει ακόμη, η Γιώτα Γιάννα πέντε – έξι φορές, κι εμείς ξενυχτάγαμε με τη μαμά μας κάνα Σάββατο για να τους δούμε. Κοιμόμασταν τα μεσημέρια για να μας έπαιρνε μετά η μαμά και να πηγαίναμε εκεί που δούλευε ο μπαμπάς.

Αυτοί, που τους βλέπατε όλους από κοντά, θα ήταν και το πρώτο σας μουσικό ερέθισμα.

Ναι, έτσι. Ενώ ημουν έξι – εφτά χρονών και εννιά ο Γιάννης, ο αδερφός μου, εκεί μας έδειχναν τα πρώτα μας ακόρντα στην κιθάρα οι αδερφοί Κατσάμπα. Θυμάμαι τον μεγάλο Κατσάμπα να μας δείχνει τα πρώτα ακομπανιαμέντα.

Τα λέτε κι έχετε μια αίσθηση νοσταλγίας στο βλέμμα σας.

Μερικές έντονες μνήμες μου έχουν μείνει, δεν μπορώ να θυμάμαι τα πάντα. Έχω μια αίσθηση του πεπερασμένου, αλλά η νοσταλγία είναι και μία παγίδα, γιατί νιώθεις ότι μεγαλώνεις. Είναι γλυκές στιγμές και οφείλουμε να ανατρέχουμε σ’ αυτές, όχι απλά να μην τις ξεχνάμε.

Και να τις αναφέρουμε σε συνεντεύξεις όποτε ζητηθεί.

Ακριβώς. Πρέπει να θυμάσαι και τους ανθρώπους που σε βοήθησαν σ’ αυτή τη ζωή.

Ποιοι άνθρωποι, λοιπόν, σας βοήθησαν;

Καταρχάς νιώθω ότι με βοήθησε ο Γιάννης Νικολάου, αφού ήταν αυτός που μου είπε: «Ξέρεις κάτι; Νομίζω πως αξίζει να προσπαθήσουμε δισκογραφικά». Εγώ δεν ήμουν της δισκογραφίας και πολύ, άκουγα τα διάφορα ονόματα κι έλεγα «Πω, πω, αυτοί είναι θεοί»! Μετά, μπαίνοντας στη δισκογραφία, είδα ότι τα πράγματα δεν διαφέρουν απ’ την καθημερινότητα και ότι όλοι είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι που απλά τραγουδάνε ωραία ή παίζουν ωραία μουσική. Είπα «Ναι, γιατί όχι; Ας γράψω κι εγώ μερικά τραγούδια», αφού ίσαμε τότε δεν έγραφα. Το πρώτο μου τραγούδι το έφτιαξα όταν δώσαμε το ντέμο για το πρώτο μας άλμπουμ στη MINOS, όπου μας πήραν κιόλας. Μέσα κει υπήρχε ένα δικό μου τραγούδι, το πρώτο μου, που λεγόταν «Το γραφείο». Έγραφα διάφορα τραγούδια, αλλά ήταν για γέλια. Το «Γραφείο» ήταν το πρώτο μου σοβαρό – ας το πούμε – τραγούδι, τα υπόλοιπα τα έγραφα περισσότερο για την παρέα μου, σκωπτικά.

Τα μακριά μαλλιά τα είχατε από τότε;

Όποτε μπορούσα, τα είχα. Ροκ μουσική παίζαμε, άλλωστε, πριν μπω στις μπουάτ. Όταν ταξίδεψα, άφησα μακριά τα μαλλιά μου. Παίζαμε ακουστικά πράγματα, Bob Dylan, Neil Young, αλλά εγώ έπαιζα και ηλεκτρική κιθάρα. Αρχικά κάναμε ένα τρίο με τον Γιώργο Φακανά και τον Στράτο Κοντοφρυό που έπαιζε τύμπανα, φίλος μου από το Κερατσίνι. Παίζαμε ακόμη Clapton και Status Quo, που ήταν εύκολοι για τρίο γκρουπ. Τραγουδούσα στα αγγλικά, αλλά δεν καταλάβαινα γρι, παρόλο που τα μιλούσα, είχα κάνει τα φροντιστήρια μου κι εγώ. Δεν ένιωθα αυτό που ένιωσα όταν άκουσα μετά ελληνικές μουσικές. Αναφέρομαι στον ελληνικό λόγο, τον λόγο των ποιητών, που άρχισε να με συγκινεί. Σαφώς και τα’χα ακούσει από πριν, αλλά είναι αλλιώς στην εφηβεία που δεν δίνεις ιδιαίτερη σημασία στον στίχο. Ένα τραγούδι τι είναι, άλλωστε; Ο στίχος που τραγουδιέται.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έλεγε πως το τραγούδι είναι σαφώς υποδεέστερο του ποιήματος.

Βέβαια, το πιστεύω κι εγώ. Με τη μουσική προσπαθείς να μεταφέρεις το λόγο. Αν καταφέρεις και κάνεις μια πολύ ωραία μουσική πάνω σ’ έναν πολύ ωραίο λόγο, αυτό είναι ένα μαγικό τραγούδι.

Πείτε μου συνθέτες που σας άρεσαν γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο.

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Δήμος Μούτσης που τον χάσαμε πρόσφατα, ο Γιάννης Σπανός, με τον οποίο συνυπογράψαμε κι ένα δίσκο για τον Νικόλα Μητσοβολέα. Έπαιζα όλων αυτών τα τραγούδια. Του Σαββόπουλου και του Λοΐζου, επίσης, που είχαν βαρύτητα στο στίχο τα τραγούδια τους, όπως και κάποια στοιχεία ροκ μπαλάντας, αφού ήταν τραγουδίσιμα για κιθάρα – φωνή.

Ωστόσο στα δικά σας τραγούδια εμπεριέχεται πολύ η παράδοση, κάτι που δεν συνέβη με τους προαναφερόμενους μεγάλους συνθέτες, εξαιρουμένου του Μαρκόπουλου.

Σωστά. Αργότερα έκανα αυτή τη στροφή, όταν πήγα στη Χίο και κάναμε ένα μαγαζί μ’ ένα φίλο μου. Εκεί ενεπλάκην με ορχήστρες παραδοσιακές σε σχετικές συναυλίες που στήναμε με τραγούδια απ’ όλη την Ελλάδα. Άρχισε να με ελκύει πολύ όλο αυτό και έτσι έβαλα παραδοσιακά στοιχεία στις μπαλάντες μου. Μιλάω για το 1992 – 93, αφού διαλύθηκαν οι Λαθρεπιβάτες.

Ένα άλλο κεφάλαιο, όχι αμελητέο, στο ελληνικό τραγούδι.

Το 1986 συναντηθήκαμε με τον Γιάννη Νικολάου και το ’87 κάναμε τον πρώτο μας δίσκο με τον τελευταίο να βγαίνει το 1991 προς ’92. Η επιτυχία ήταν άμεση με κομμάτια σαν το «Δεν φταίω εγώ που μεγαλώνω», το «Ανησυχώ» και το «Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε», που ήταν ένα «ποπάκι» της εποχής. Με τον Νικολάου μας βοήθησε πολύ ο Ηλίας Μπενέτος, που μας πήγε στη MINOS. Πριν τον Μπενέτο, όμως, μας είχε βοηθήσει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, που έτυχε να μας ακούσει στο στούντιο όταν γράφαμε το ντέμο μας. «Θα πάτε να βρείτε τον Μπενέτο» μας είπε ο Βασίλης και αυτός μας τηλεφώνησε δυο μέρες μετά και μας είπε: «Πάμε να κάνουμε τον πρώτο σας δίσκο»! Του είχε αρέσει πολύ το υλικό μας του Ηλία.

Πώς ήταν για δυο νέα παιδιά να μπαίνουν στη δισκογραφία με τα εύσημα ενός Βασίλη Παπακωνσταντίνου;

Μαγικό! Νιώσαμε ότι κάτι στη ζωή μας μας χαμογελάει και ότι αυτή είναι η ευκαιρία της ζωής μας με κάτι που αγαπάμε και που μπορεί να μας κάνει γνωστούς. Και γίναμε γνωστοί! Με το που τελειώνει ο δίσκος, μας βοηθά πολύ η Χαρούλα Αλεξίου, αφού μας παίρνει κοντά της στον «Ζυγό» σ’ ένα πρόγραμμα με τον Χάρρυ Κλυνν. Βγάλαμε κοντά τους μία σαιζόν και μας είδε όλη η Ελλάδα κυριολεκτικά.

Έπαιξε λίγο ρόλο και ο παράγοντας τύχη;

Μεγάλο ρόλο έπαιξε. Χρειάζεται τύχη!

Τι είναι τύχη; Την προκαλούμε εμείς;

Η τύχη είναι η σύμπτωση, η χρονική στιγμή, η συγκυρία που θα πάρει ο άλλος μια σωστή απόφαση για σένα ή εσύ ο ίδιος για τον εαυτό σου. Και από μας εξαρτάται, αλλά και απ’ τους άλλους. Αν έλεγε «όχι» τότε ο Μπενέτος, δεν θα ήταν τύχη. Βέβαια, για να πει το «ναι», του άρεσε και το υλικό, όπως είπα. Δεν θα έπαιρνε στη MINOS κάποιους που δεν θα του άρεσαν.

Φοβηθήκατε μην πάρουν αέρα τα μυαλά σας, που λένε;

Κοιτάξτε, εκείνο τον καιρό ήμασταν δύο άνθρωποι που είπαμε και πολλά «όχι». Μετά τον «Ζυγό», μας καλούσαν σε μεγάλες πίστες να ανοίγουμε άλλων προγράμματα με τεράστιο μεροκάματο και εμείς προτιμούσαμε να παίζουμε τα τραγούδια μας στα κλαμπάκια, αδιαφορώντας για τα πολλά λεφτά. Παίρναμε ένα μεροκάματο ίσα – ίσα για να ζούμε και ειδικά ο Γιάννης τα έφερνε δύσκολα, μια κι εγώ είχα και άλλη δουλειά που δούλευα πρωί – βράδυ.

Τι ακριβώς άλλη δουλειά κάνατε;

Ήμουν σε μια ναυτιλιακή εταιρεία στον Πειραιά και δούλευα πρωί – βράδυ. Για 12 χρόνια έκανα αυτή τη δουλειά και ταυτόχρονα εμφανιζόμουν στις μπουάτ. Την άφησα, όμως, γιατί άρχισα να αργώ πάρα πολύ τα πρωινά.

Μετά τον «Ζυγό» σίγουρα δεν θα είχατε ανάγκη να κάνετε άλλη δουλειά, όμως.

Ναι, αλλά υπήρχαν και περίοδοι που δεν είχαμε πολλή δουλειά μέχρι να πάω στη Χίο τουλάχιστον, όπου έκανα το μαγαζάκι με τον φίλο μου, και να βγει ο πρώτος προσωπικός μου δίσκος. Δεν ήταν και χρυσές εποχές για μένα.

Γιατί διαλύθηκαν οι Λαθρεπιβάτες;

Ξέρετε γιατί διαλύονται τα συγκροτήματα; Είναι πολλοί άνθρωποι, αφού μαζί με μένα και τον Γιάννη ήταν και δυο – τρεις άλλοι άνθρωποι που περίμεναν από μας. Πολλά στόματα κάτω από ένα όνομα. Δεν συνέφερε τους μαγαζάτορες να έχουν πολλά άτομα σχήμα. Προτιμούσαν να παίρνουν έναν σόλο καλλιτέχνη παρά μία μπάντα. Τα κατάφερνα. Ενώ ήμουν στη Χίο, η Χάρις Αλεξίου με κάλεσε για δεύτερη φορά και έπαιζα πέντε τραγούδια στο μέσο του προγράμματος της στην «Οδό Νεφέλης». Αυτό ήταν πολύ ανεβαστικό. Κάπου εκεί γνώρισα τον στιχουργό Ηλία Κατσούλη, που τον θεωρώ σταθμό στη ζωή μου. Όπως και τον Μάνο Ελευθερίου. Ο Νικόλας Μητσοβολέας μας είχε γνωρίσει με τον Κατσούλη και τον Ελευθερίου. Με τον Κατσούλη γίναμε δίδυμο στη δισκογραφία, αλλά εμένα με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Μ’ έμαθε να διαλέγω στίχο, να σκέφτομαι σοβαρά μέσα στη μουσική.

Πιστεύετε ότι ο αείμνηστος Κατσούλης έχει πάρει τη θέση που του αναλογεί μες το ελληνικό τραγούδι;

Όχι, νομίζω πως δεν την έχει πάρει, αλλά δεν έχει και καμία μεγάλη σημασία. Λέμε «Χατζιδάκις – Θεοδωράκης», αλλά υπήρχαν και ο Καλδάρας, ο Κουγιουμτζής, ο Τσιτσάνης. Δεν τους αναφέρουμε συχνά, αλλά δεν πρόκειται περί πρωταθλήματος. Τον ξέρει πολύς κόσμος τον Κατσούλη, αφού ασχολήθηκε πολύ σοβαρά με τον στίχο και άρχισε να γράφει μεγάλος. Αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο για έναν στιχουργό σαν τον Ηλία. Απ’ ότι έχω κάνει, πιστεύω πως το μισό μου έργο ανήκει σ’ αυτόν, γιατί με έκανε να ασχοληθώ κι εγώ πολύ σοβαρά με τους στίχους, με πράγματα που λένε πράγματα.

Κι έτσι έσκασαν κομμάτια που άφησαν εποχή, το «Εισιτήριο στην τσέπη σου», τα «Καράβια Χιώτικα» κ.α.

Όλα αυτά στον πρώτο μου δίσκο το 1993. Τα «Σμυρναίικα τραγούδια» ήταν στον δεύτερο, το 1995.

Μόλις είχε βγει η «Αγορά του Αλ Χαλίλι» του Ζούδιαρη με τον Αλκίνοο, όπου ξαφνικά έχουμε ένα νέο ρεύμα.

Και λίγο πριν τους Λαθρεπιβάτες είχαν βγει οι Κατσιμιχαίοι και ο Βαγγέλης Γερμανός. Τους θεωρώ τομή!

Εγώ θα έλεγα ότι μεγαλύτερη συγγένεια είχατε με τις Δυνάμεις του Αιγαίου και τον Νίκο Ξυδάκη.

Χωρίς να είμαι τόσο ικανός όσο ήταν οι Δυνάμεις του Αιγαίου, ένα γκρουπ που λάτρευα! Οι Κατσιμιχαίοι και ο Γερμανός μου άρεσαν που ήταν μπαλανταδόροι, σαν τον Σαββόπουλο στο πιο κάντρι.

Αναφέρεστε στα στοιχεία αμερικανικής φολκ μπαλάντας.

Αυτό, ναι. Με τα «Σμυρναίικα τραγούδια» ήμουν στα πολύ καλά μου. Έπαιζα σε συναυλίες και είχαμε 6.000 ανθρώπους από κάτω.

Νιώθατε μέλος της μεγάλης οικογένειας του ελληνικού τραγουδιού;

Όχι μόνο το ένιωθα, αλλά αισθανόμουν και μια ευθύνη γι’ αυτό το πράγμα. Ήθελα τα νέα μου τραγούδια να είναι καλύτερα από τα προηγούμενα, ασχέτως αν αυτό δεν το καταφέρνεις ποτέ. Κάνεις κάτι άλλο πάντα διότι δεν υπάρχουν συγκρίσιμα μεγέθη στο τραγούδι, μα ούτε και συνταγές. Πιστεύω πως η δική μου εταιρεία, ο Κάππος δηλαδή, έπραξαν σωστά και τους το’χα πει κιόλας. «Αφήστε με να κάνω αυτά που θέλω και δεν θα σας απογοητεύσω». Έτσι, ότι έκανα, το υποστήριζαν.

Βέβαια, το «Δεν θα σας απογοητεύσω» κολλάει και στην εμπορικότητα του εκάστοτε εγχειρήματος.

Και εμπορικά, σαφώς, διότι αν δίνεις κάτι καλό στον κόσμο, θα τον κρατήσεις, θα έρχεται να σε βλέπει και ν’ αγοράζει τους δίσκους σου.

Θυμάμαι τα CD σας να πωλούνται από τα «Metropolis» σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές, όπως και όλων των τραγουδοποιών της γενιάς σας.

Και τώρα δεν αξίζουν ούτε δέκα λεπτά, είναι μόνο για τα περιστέρια (γέλια). Το βινύλιο αναβιώνει, αλλά πόσοι πια έχουν πικάπ;

Αν τα λέω σωστά, το CD που σηματοδότησε το απόγειο της καριέρας σας ήταν διπλό και λεγόταν «Απ’ την Τήλο ως τη Θράκη». Μου το είχαν κάνει δώρο, μάλιστα, και ακόμη το έχω στη δισκοθήκη μου.

Ναι, ναι, ισχύει. Ήταν ο τρίτος δίσκος μου στην ΜΒΙ, ζωντανή ηχογράφηση. Τότε κόστιζε 6.000 δραχμές, δηλαδή 18 σημερινά ευρώ.

Λογική τιμή για έναν ευπώλητο δίσκο.

Έγινε δύο φορές πλατινένιος με αληθινές πωλήσεις. Ξεπέρασε τα 120.000 πακέτα, δηλαδή 240 CD το κάθε πακέτο. Μετά έκανα τον «Άγιο Έρωτα», το διπλό «Στης καρδιάς μου τ’ ανοιχτά» και το «Καλαντάρι». Πάρα πολλές συμμετοχές, επίσης, ως τραγουδιστής – σε πάνω από 120 δίσκους συναδέλφων. Από τότε μέχρι σήμερα με ζητάνε να τραγουδήσω σε συναυλίες θεματικές στην Κύπρο κι εδώ. Με την Εστουδιαντίνα ακόμη συνεργάζομαι σε συναυλίες – αφιερώματα στη Σμύρνη, συμπράξεις με τον αείμνηστο Χρόνη Αηδονίδη, με τους Τακίμ, πολλά πράγματα.

Βάλε και τραγούδια σας που έγιναν και απ’ άλλους επιτυχίες, σαν το «Ανάθεμα σε» με την Ελευθερία Αρβανιτάκη.

Πολλοί, πολλοί μ’ έχουν τραγουδήσει, μέχρι ο Καρράς και ο Αντύπας. Δεν είμαι ποτέ αρνητικός σε όποιον θέλει να πει τραγούδι μου. Μια φορά μόνο είχα ενστάσεις όταν ο Νίκος Μακρόπουλος ζήτησε να πει ένα τραγούδι μου, επειδή θα ήταν μισό. Του έδωσα ωστόσο το ΟΚ. Θα το έλεγε εν είδει ποτ-πουρί και του είπα: «Η δική μου μουσική είναι ολοκληρωμένη, εισαγωγή – κουπλέ – ρεφρέν. Ο στίχος, όμως;» Το άφησα, αφού δεν έχω αρνηθεί ποτέ και σε κανέναν. Τρομερή εκτέλεση ήταν και της Αλεξίου στο «Κράτα για το τέλος»! Το απέδωσε έτσι όπως ήταν το ιδεατό για μένα, αφού καμιά φορά τα πράγματα δεν γίνονται στην πράξη όπως τα θες. Η Αλεξίου το έπιασε όλο αυτό.

Τα τραγούδια είναι για να ταξιδεύουν, έτσι;

Βέβαια. Εφόσον το’ χεις βγάλει ένα τραγούδι, ποιος είσαι για να το απαγορεύσεις; Και ειδικά όταν τα παιδιά σου, τα τραγούδια σου, είναι ηλικιωμένα.

Πρώτα γράφετε μουσική ή μελοποιείτε στίχους;

Μελοποιώ στίχους, αλλά σε όσα τραγούδια έχω δικούς μου στίχους, τα γράφω ταυτόχρονα. Μετά κάθομαι και ολοκληρώνω το στίχο μ’ άλλο ένα κουπλέ.

Κάθε πότε σας επισκέπτεται η έμπνευση;

Μπορεί να γράφω δυο – τρία καινούργια τραγούδια ανά εξάμηνο. Τώρα τελευταία δεν έχω την όρεξη να καθίσω να γράψω, διότι χάθηκε και το κίνητρο. Τα τραγούδια είναι μέσα σου διαμαντάκια, αλλά αναγκάζονται να μπουν σ’ ένα σακί που έχει χιλιάδες πράγματα και πληροφορίες.

Αυτό έχει να κάνει με τη μεγάλη χοάνη του internet.

Καλό είναι, αφού κι εγώ, όταν θέλω ν’ ακούσω κάτι, δεν βάζω CD πια, αλλά το YouTube. Έχουν ελαττωθεί οι κινήσεις μας, ο χρόνος μας, δεν πας να ψάξεις τι να βάλεις στη σιντιέρα. Άσε που η σιντιέρα δεν δουλεύει και καλά ή δεν υπάρχει πια σιντιέρα στα σπίτια…Πληροφοριακά ακούμε πια,όχι για να ευχαριστηθούμε μουσική. Αν θέλω πραγματικά ν’ ακούσω, πάω στο στουντιάκι μου και κουρδίζω εκεί τα αυτιά μου. Έχω ένα υποτυπώδες στούντιο στο υπόγειο του σπιτιού μου, αλλά είναι όλο αναλογικό. Γράφω σε κομπιούτερ, αλλά όλα μου τα εφέ και τα hardware είναι αναλογικά. Είτε κάνεις βινύλιο, είτε CD, όταν πια όλα μετά από μείξη θα γίνουν πάλι mp3, το ίδιο πράγμα είναι. Είναι καλό το hi – fi για ανθρώπους που έχουν τρέλα με τον ήχο. Εγώ έχω βαρηκοΐα από τα 38 μου χρόνια. Το ανακάλυψα το πρόβλημα απ’ όταν ήμουν 20 χρονών και πήρα ακουστικά, τα οποία πέταξα και μετά ξανάβαλα κάποια άλλα. Και, ξέρετε, όταν δεν ακούς καλά, σε πιάνει και μία καταθλιψούλα.

Σας θυμάμαι τώρα σαν όνειρο στην εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου – αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη…

Θα το λέτε μάλλον γιατί ήταν η μοναδική εκπομπή που πήγα στην τηλεόραση. Έχω πάρα πολλά χρόνια που δεν βγαίνω στην τηλεόραση, αρνούμαι, πράγμα που σημαίνει πως αν δεν είσαι «πελάτης» κανενός, δεν θα πας να του τραγουδήσεις κιόλας. Νιώθω ότι έχει γίνει φθηνή η τηλεόραση, ενώ παλιά ήτανε όμορφη. Υπήρχαν ο Παπαστεφάνου, ο Σαββόπουλος κ.α. που τώρα τους βλέπουμε σε επαναλήψεις. Μ’ έχουν καλέσει πολλές φορές στο «Μουσικό Κουτί», σχεδόν κάθε μήνα με καλούν, αλλά δεν πάω. Καλή είναι η εκπομπή, τη βλέπω, αλλά δεν θα ήθελα να έρθω σε αντιπαράθεση με άλλους που επίσης με καλούν και πάλι δεν πηγαίνω. Δεν μου προσφέρει και κάτι, η αλήθεια είναι.

Πιστεύετε δηλαδή ότι η τηλεόραση έχει χάσει τη δύναμη που είχε κάποτε; Δεν το νομίζω!

Απλά η τηλεόραση σήμερα γυρίζει τη ρόδα πιο γρήγορα κι εγώ θέλω να πηγαίνω με τους δικούς μου ρυθμούς. Δεν θέλω η «καριέρα» να με πηγαίνει, αλλά εγώ εκείνη.

Σας ενδιέφερε ποτέ η ισορροπία μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής;

Παντρεύτηκα στα 26 μου κι είμαι με την ίδια γυναίκα. Έχουμε μια κόρη 37 ετών σήμερα. Είναι και καλλίφωνη, έχει τραγουδήσει σε ένα – δυο CD μου από’ να τραγούδι, αλλά ποτέ δε βγαίνει στον κόσμο να τραγουδήσει. Ντρέπεται. Για την εμπειρία το έκανε. Εντάξει, έχω ένα πάρα πολύ καλό παιδί, αλλά η αλήθεια είναι πως πρέπει ν’ αφοσιώνεσαι στη δουλειά σου, στην καριέρα σου, με όλες τις συνέπειες για την προσωπική σου ζωή. Η τέχνη είναι κι ένας γιατρός για μένα, ψυχοθεραπευτής πάνω απ’ όλα.

Αναφέρατε την κατάθλιψη. Έχετε φλερτάρει μ’ αυτήν;

Κατά καιρούς την περνάω, αλλά όχι με φαρμακευτικές αγωγές και τέτοια. Όλοι όσοι εκτίθενται, την περνάνε. Μελαγχολία θα έλεγα περισσότερο, όχι κατάθλιψη, λόγω ακριβώς της έκθεσης τους στους άλλους. Εδώ την πέρναγαν μεγάλοι τραγουδιστές! Ας θυμηθούμε τον Μπιθικώτση που βγήκε και είπε «Συγγνώμη, είμαι αδιάθετος» και δεν τραγούδησε στην «Πολιτεία Β» του Θεοδωράκη.

Η μουσική άλλαξε πολύ, κακά τα ψέματα. Είστε απ’ τους λίγους που πέρασαν την κάμψη τους, μαζί με όλο το λεγόμενο «έντεχνο», αλλά επανακάμψατε.

Νομίζω πως όλα τα ρεύματα κάποια στιγμή ξεθυμαίνουν. Εδώ ξεθύμανε το πανκ, ένα τεράστιο ρεύμα, δεν θα συνέβαινε με το ελληνικό «έντεχνο»; Ποτέ δεν φοβήθηκα μην περάσω στην αφάνεια, γενικώς δεν φοβάμαι τέτοια πράγματα, μόνο που καμιά φορά αρχίζεις και τρελαίνεσαι με το δρόμο που σε πάει η καριέρα σου. Ίσως να μη θες να είσαι και τόσο «μπροστά». Χάνεις πράγματα απ’ την ψυχή σου, τα οποία θα ήθελες να τα ζήσεις. Την ανεμελιά, λόγου χάριν, καθώς ταυτόχρονα οφείλεις να είσαι τύπος και υπογραμμός. Η επιτυχία έχει πολλούς οπαδούς, η αποτυχία είναι ορφανή.

Αυτό έχει να κάνει και με την ιδιοσυγκρασία του καθενός.

Η έκθεση εντείνει την ψυχολογική προδιάθεση του καθενός. Να, τώρα με αφορμή τη συναυλία στο Christmas Theater, νιώθω πως θα έρθουν όλοι όσοι μ’ αγαπούν και θα ξανακούσουν τα τραγούδια μου ερμηνευμένα από μένα και απ’ άλλους. Εγώ κάλεσα κάποιους και άλλοι εκδήλωσαν ενδιαφέρον να έρθουν και να τραγουδήσουν. Ο Γιάννης Νικολάου, π.χ., τιμής ένεκεν έπρεπε να είναι και θα είναι. Διατηρούμε φιλικές σχέσεις όλα αυτά τα χρόνια.
Απ’ ότι βλέπω στα social media, είστε και ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης.
Απόκτησα συνείδηση όταν άρχισα να καταλαβαίνω τι συμβαίνει στην πολιτική. Κάπου νιώθεις ότι όλα ξεκινάνε απ’ την αγάπη σου για τον άνθρωπο. Όταν νιώθεις ότι είσαι μέλος μιας κοινωνίας, πολιτικοποιείσαι γιατί θες όλος ο κόσμος να περνάει καλά δίπλα σου, να μην υπάρχει φτώχεια και αδικία, πείνα και ζητιανιά. Εγώ αυτή τη στιγμή αγαπώ γενικώς τον άνθρωπο και δεν μ’ ενδιαφέρει να ξεχωρίσω απ’ αυτή την κοινωνία. Αυτοί που έχουν βλέψεις να ξεχωρίζουν και να θεωρούνται ανώτεροι άνθρωποι, είναι ύβρις. Δεν υπολογίζουν το ότι όλα είναι ψυχές και οι άλλοι άνθρωποι είναι έμψυχα όντα, όπως και τα ζώα. Η πολιτική ασχολήθηκε με την ταξική όψη αυτού του πράγματος και όλα αν τα δεις ταξικά, ακόμη και τη θρησκεία, θα κατανοήσεις την αλήθεια τους.

Είστε θρησκευόμενος;

Ας πούμε ότι διατηρώ τις παραδόσεις, δε με νοιάζει να ψάξω τι υπάρχει παραπέρα, γιατί θα χαθώ. Ποιος μπορεί να είχε αυτή τη σοφία; Η Φύση, ο Θεός; Πείτε το όπως θέλετε.

Σας έγιναν προτάσεις για πολιτική καριέρα;

Πολλές και αρνήθηκα απ’ την πρώτη στιγμή. Κυρίως από αριστερά κόμματα και αυτό με απάλλαξε απ’ τις προτάσεις και άλλων πλευρών, όπως των γραβατωμένων ή κάποιων δημάρχων που τους υποστήριζε η Δεξιά.

Γραβατωμένοι, ε; Χαρτογιακάδες…

Ναι, αυτούς που τους βλέπεις στο καφενείο μια φορά το χρόνο. Οι ύποπτοι και οι επικίνδυνοι! Συμμετείχα και σε εκδηλώσεις του ΚΚΕ, ενώ τότε με το κίνημα των Αγανακτισμένων βρισκόμουν στην Πάρο, μια και δε μπορούσα να είμαι συνέχεια στην Αθήνα.

Πώς είδατε αυτή την άνοδο της ακροδεξιάς που βιώσαμε και μέσα από το Κοινοβούλιο;

Μα όλη η Ευρώπη είναι έτσι πια. Όσο το αμερικανικό όνειρο μπαίνει μες τα μυαλά των ανθρώπων, εκεί θα πηγαίνουμε: Να αποσκοπείς μόνο στο να κάνεις μια πλούσια ζωή με ένα καλό αυτοκίνητο, μια καλή γκόμενα – ένα μοντέλο που οδηγεί στον εκφασισμό της κοινωνίας.

Και τι κάνετε ως καλλιτέχνης γι’ αυτό;

Με το να επηρεάσω όσους περισσότερους μπορώ απ’ τον κύκλο μου μέσα από τον διάλογο. Τα τραγούδια μας, παρόλο που δεν είναι στρατευμένα, είναι πολιτικά γιατί κάνουν καλό. Όταν ένας άνθρωπος καλλιεργείται, μπορεί να έχει επιλογές και να προάγονται τα πιο υψηλά του ένστικτα.

Ποιο είναι το τελευταίο τραγούδι που γράψατε;

Έχω κάποια ανέκδοτα τραγούδια στο συρτάρι μου. Μερικά σε δικούς μου στίχους και άλλα σε στίχους ανθρώπων, που δεν έχουν κάνει ακόμα δισκογραφία. Του Νίκου Παπαχατζή και άλλων, που δεν είναι στη βιομηχανία της μουσικής. Δεν με νοιάζει να’ναι οι στίχοι ενυπόγραφοι από κάποιον διάσημο, μου αρκεί αν μου μιλάνε και μου γεννάνε μουσική. Ανέκαθεν το είχα αυτό.

O Παντελής ΘΑλασσινός με τον συντάκτη του Documento, Αντώνη Μποσκοΐτη

Πώς νιώθετε με την αυριανή μεγάλη συναυλία στο Christmas Theater;

Πολλές πρόβες, πολύ άγχος και δε θέλω να με πάρει η μπάλα πάλι. Δεν έχω τα κουράγια. Θέλω ν’ απολαμβάνω άλλα πράγματα, να είμαι πιο χαλαρός.

Σας ακούω πολύ κατασταλαγμένο.

Δεν ξέρω αν είμαι κατασταλαγμένος, γιατί πάντα γράφω. Αν ήταν εύφορο το έδαφος για να τα ακούσει ο κόσμος και να τα μάθει ακαριαία, θα ήταν αλλιώς. Πλέον θέλει να πουσάρεις συνέχεια τα τραγούδια σου μέσω internet και ποιος κάθεται να τα κάνει αυτά; Έχω πολλές συναυλίες για το καλοκαίρι και είναι κάποιες που θα τις κάνω με χαρά και χωρίς άγχος, χωρίς να πιέζω τον εαυτό μου. Θα κάνουμε κι αυτό που κάναμε με τη Γλυκερία και την Εστουδιαντίνα σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Δικές μου συναυλίες θα έχω μία στην Κρήτη, μία στην Κύπρο και δεν θυμάμαι πού αλλού. Ακόμη έχουμε Απρίλη…

Τι είναι το τραγούδι για σας;

Επικοινωνία, όπως όλες οι τέχνες. Οι τέχνες πρέπει να κάνουν καλό, αν όχι, δεν είναι τέχνη. Στον κινηματογράφο, ας πούμε, μπορεί να έχεις προπαγάνδα, εκφοβισμό ή και φρίκη, πράγματα απλά για να σε εξιτάρουν.

Ο «Εξορκιστής» ή το πρώτο βωβό «Νοσφεράτου» δεν είναι τέχνη, ας πούμε;

Για μένα, όχι. Υπάρχουν ταινίες που βγάζουν εκδίκηση, ένα κακό συναίσθημα. Δεν μιλάμε για Ταρκόφσκι, Μπέργκμαν ή τον Αγγελόπουλο, που ήταν δάσκαλος εδώ στην Ελλάδα. Απλά έχει περάσει η εποχή του, γιατί στην ταχύτητα που ζούμε, αν βάλεις μια ταινία του Αγγελόπουλου, οι πιο πολλοί θα πουν «Τι θέλει να μας πει ο ποιητής;»

Στη μουσική τα πράγματα είναι πιο σύντομα;

Ναι, επειδή μιλάμε για φόρμα τραγουδιού.

Γιατί γράφετε τραγούδια;

Γράφω από ζωτική ανάγκη. Αν πιάσω και σκαλίσω λίγο την κιθάρα, νιώθω ότι θα μου κάνει καλό, όπως κάποιος άλλος θα πήγαινε για τρέξιμο. Πολλές φορές δεν μαγνητοφωνώ κιόλας αυτά που γράφω με αποτέλεσμα να χάνω τραγούδια. Επειδή όμως πάνε στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ευτυχώς ξανάρχονται.

Γράφετε με νότες, σε παρτιτούρα;

Έμαθα να γράφω και να διαβάζω για να ξέρω τι θα μου παίξουν αυτοί που καλούσα στο στούντιο. Δεν ξέρω, όμως, καθόλου μουσική. Ακόμη και ο Σπανός έβαζε το κασετόφωνο δίπλα στο πιάνο, έπαιζε και μετά διάλεγε μελωδίες.

Τελευταία ερώτηση: Σε δέκα χρόνια, να είμαστε καλά, θα είστε 75 ετών και εγώ 60. Πως θα είναι να τα ξαναλέγαμε τότε;

Δεν ξέρω, δεν ξέρω…Πραγματικά…Δεν κάνω ποτέ τόσο μακρινές σκέψεις, ζω την κάθε μου μέρα ή, αν θέλετε, μέχρι το αύριο και το μεθαύριο. Δεν είμαι πολύ προγραμματισμένος. Ποτέ δεν έκλεισα ξενοδοχείο από δυο μήνες πριν για να πάω κάπου διακοπές. Όταν πήγα εκεί και έψαξα, έκανα τις καλύτερες διακοπές.

INFO
Η συναυλία «Έλα να κάνουμε γιορτή» του Παντελή Θαλασσινού θα πραγματοποιηθεί στο Christmas Theater την Παρασκευή 5 Απριλίου 2024. Μαζί του θα τραγουδήσουν ο Γιώργος Νταλάρας, η Μελίνα Κανά, η Γλυκερία, ο Γεράσιμος Ανδρεάτος και ο Γιάννης Νικολάου. Θα συμπράξει το Μουσικό Σύνολο Μαΐστρος με την καλλιτεχνική διεύθυνση του Πάνου Δημητρακόπουλου.

Ετικέτες

Documento Newsletter