Εξι πανεπιστημιακοί και πρώην πρυτάνεις καταθέτουν τις έντονες αντιρρήσεις τους για την αστυνομοκρατία στις σχολές
Μιχάλης Σταθόπουλος
Πρώην πρύτανης ΕΚΠΑ και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης
«Η αστυνομική περιφρούρηση σε μόνιμη βάση δεν αρμόζει για πανεπιστημιακούς χώρους»
Περιφρούρηση των πανεπιστημιακών χώρων από αστυνομία, είτε κρατική είτε πανεπιστημιακή, είναι κατά τη γνώμη μου λύση αποδεκτή μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις. Σε μόνιμη βάση νομίζω ότι δεν αρμόζει για πανεπιστημιακούς χώρους. Αλλο είναι να βρίσκεται η αστυνομία σε επιφυλακή για να καλείται όταν υπάρχει ανάγκη. Ο αποτελεσματικότερος τρόπος αντιμετώπισης της βίας στα πανεπιστήμια είναι η επιβολή κυρώσεων σε αυτούς που παρανομούν και μάλιστα με χρήση βίας, μέτρο που μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για το μέλλον. Αλλά στη λήψη αυτού του μέτρου οι αρμόδιες αρχές (πολιτική εξουσία, πανεπιστημιακές αρχές, αστυνομία, ακόμη και τα δικαστήρια) διστάζουν για ευνόητους λόγους.
Θεοδόσης Πελεγρίνης
Πρώην πρύτανης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
«Οταν η καταστολή ξεπεράσει τα όρια, θα ακολουθήσει η εξέγερση»
Τα πανεπιστήμια –εφόσον μιλάμε για δημόσια πανεπιστήμια– δεν είναι απλώς, όπως υποστηρίχτηκε στη συνέντευξη Τύπου των υπουργών Προστασίας του Πολίτη και της Παιδείας, «κρίσιμοι δημόσιοι χώροι», για να προστατεύονται με τον τρόπο που φρουρείται μια τράπεζα ή ένα υπουργείο. Τα πανεπιστήμια είναι εκπαιδευτήρια των οποίων στόχος, εκτός από την παροχή γνώσεων, είναι η καλλιέργεια ελεύθερων συνειδήσεων έτσι ώστε οι νέοι και οι νέες που θα αποφοιτήσουν από αυτά να βοηθήσουν την κοινωνία να απαλλαγεί από αγκυλώσεις του παρελθόντος ανοίγοντας νέους δρόμους προς το μέλλον.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι στο όνομα της ελευθερίας δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά τα φαινόμενα βίας που έχουν παρατηρηθεί. Να αντιμετωπίζονται όμως τα φαινόμενα αυτά από τα αρμόδια όργανα του πανεπιστημίου, όπως επιτάσσει το συνταγματικό δικαίωμά του να αυτοδιοικείται. Προς τούτο τα πανεπιστημιακά όργανα χρειάζονται την οικονομική και ηθική στήριξη της πολιτείας.
Προφανώς, η κυβέρνηση εκμεταλλευόμενη τη συγκυρία της πανδημίας, η οποία κρατάει τα πανεπιστήμια κλειστά, και με δεδομένη την κοινοβουλευτική της πλειονοψηφία δεν θα δυσκολευτεί να νομοθετήσει την εγκατάσταση της αστυνομίας στα πανεπιστήμια.
Η καταστολή, ωστόσο, δεν είναι ο ασφαλής τρόπος για να αλλάξεις τα πράγματα. Απεναντίας μπορεί να επιφέρει ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Η συσσώρευση ποσότητας, επισήμανε ο πολύς Εγελος, μοιραία οδηγεί σε ποιοτική μεταβολή, πράγμα που εν προκειμένω σημαίνει ότι όταν η καταστολή επαναλαμβανόμενη ξεπεράσει τα όρια, θα ακολουθήσει η εξέγερση. Αυτό δεν συνέβη με τον Μάη του ’68 στο Παρίσι, όταν η καταστολή ξεπερνώντας τα όρια επέφερε όχι μόνο την εξέγερση των φοιτητών αλλά προκαλώντας πολιτική και κοινωνική κρίση υποχρέωσε τον τότε πρόεδρο της Γαλλίας Σαρλ ντε Γκολ να προκηρύξει εκλογές; Οταν δε στενός συνεργάτης του εισηγήθηκε να συλλάβουν τον Σαρτρ ως υποκινούντα τις φοιτητικές ταραχές, ο Ντε Γκολ του απάντησε: «Ο Σαρτρ είναι η Γαλλία!» αναγνωρίζοντάς του έτσι το δικαίωμά του να υπερασπίζεται την ελευθερία.
Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης
Αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (lcp.panteion.gr) και LifeMember στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH)
«Εξακολουθητική ύβρις που κυοφορεί και θα επωάσει θύελλες»
Η αστυνομοκρατία που η κυβέρνηση φιλοδοξεί να επιβάλει στα πανεπιστήμια πίσω από το διάτρητο μοτίβο της «φύλαξης» έχει προκαλέσει γενικευμένες αντιστάσεις κι ας είναι τα πανεπιστήμια κλειστά.
Πολλές εκατοντάδες πανεπιστημιακοί από ολόκληρη την επικράτεια, δεκάδες σύγκλητοι, σχολές, τμήματα, σύλλογοι διδασκόντων και δεκάδες χιλιάδες φοιτητές διατρανώνουν καθημερινά με ανακοινώσεις τους το προφανές: ότι το πρόβλημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (αλλά και της εκπαίδευσης γενικότερα) δεν είναι η παραβατικότητα, αλλά η προκλητική υποχρηματοδότηση. Είναι επίσης φανερό ότι η έμπρακτη κατάργηση του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων με την παρουσία μιας αστυνομίας επιρρεπούς στη χρήση βίας απειλεί να προκαλέσει έναν φαύλο κύκλο: μια δήθεν «λύση» που δεν είναι μόνο χειρότερη από το πρόβλημα που διατείνεται πως αντιμετωπίζει, αλλά αντίθετα το δημιουργεί.
Εχει όμως σημασία να προσπαθήσει κανείς να εντάξει αυτήν την τελευταία έκφανση δημοκρατικής συρρίκνωσης στη «μεγάλη εικόνα».
Η κυβέρνηση που άφησε τη χώρα ανοχύρωτη στην επέλαση της πανδημίας (άτακτο άνοιγμα στον τουρισμό, καμιά μέριμνα για την τραγωδία των ΜΜΜ και την αντιμετώπιση των υγειονομικών ανεπαρκειών, μεγάλος αριθμός μαθητών στοιβαγμένων σε μικρές αίθουσες, διαρκείς υποχωρήσεις στον ανορθολογισμό της εκκλησίας), είναι η ίδια που μοίρασε εκατομμύρια σε καναλάρχες, μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα και στους φωστήρες του «σκόιλ ελικικού», βάφτισε την πανάκριβη ενοικίαση ιδιωτικών μονάδων «επίταξη», πιστοποίησε το σκάνδαλο του «Μεγάλου περίπατου» και προέβη σε ουσιαστική κατάργηση του οκταώρου.
Είναι η κυβέρνηση που με αντισυνταγματικό τρόπο επιχείρησε να απαγορεύσει την κοινωνική διαμαρτυρία (Πολυτεχνείο, 6 Δεκέμβρη), η ίδια που με το σχέδιο Πισσαρίδη απεργάζεται την οριστική κατάλυση κάθε έννοιας κοινωνικού δικαιώματος.
Η αστυνομία στα πανεπιστήμια δεν είναι παρά τμήμα αυτού του θλιβερά αντιδραστικού ψηφιδωτού. Την ώρα που αξιοποιεί την πανδημία προκειμένου να εντείνει την επίθεσή της στα λαϊκά στρώματα, η κυβέρνηση θεσμοθετεί αναχώματα προληπτικής καταστολής.
Πρόκειται για εξακολουθητική ύβριν που, ας μην αμφιβάλλουμε, κυοφορεί και θα επωάσει θύελλες. Κι αν η συσσωρευμένη αγανάκτηση των απλών ανθρώπων δείχνει να είναι σήμερα βουβή, έχει ο καιρός γυρίσματα.
Δημήτρης Δαμίγος
Καθηγητής Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου
«Ολισθηρός δρόμος, αναβιώνει το “σπουδαστικό” της Ασφάλειας»
Στις 8 Αυγούστου 2019 ο πρωθυπουργός μιλώντας στην ολομέλεια της Βουλής για το νομοσχέδιο «Ρυθμίσεις του Υπουργείου Εσωτερικών, διατάξεις για την ψηφιακή διακυβέρνηση και άλλα επείγοντα ζητήματα» (με το οποίο καταργήθηκε το πανεπιστημιακό άσυλο) δήλωνε πως η κυβέρνηση «δεν θέλει αστυνόμους στα πανεπιστήμια». Ενάμιση περίπου χρόνο μετά η κυβέρνηση προωθεί ένα νομοσχέδιο που όχι απλώς επιβεβαιώνει όσους «κινδυνολογούσαν» κατά την άποψη του πρωθυπουργού «…ότι τάχα η αστυνομία θα μπαίνει κάθε τόσο στα πανεπιστήμια…», αλλά αναδεικνύει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τον ολισθηρό δρόμο που έχει επιλέξει η σημερινή κυβέρνηση προς την εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού, στα όρια του ακροδεξιού, καθεστώτος όχι μόνο στα πανεπιστήμια, αλλά συνολικότερα στον χώρο της παιδείας και της κοινωνίας. Ας θυμηθούμε την επαναφορά των πολυήμερων αποβολών και της διαγωγής στους τίτλους σπουδών (που κρίθηκε αντισυνταγματική από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων) ή την απαγόρευση των δημόσιων συναθροίσεων άνω των τριών ατόμων σε όλη την επικράτεια το τριήμερο της 17ης Νοεμβρίου (που χαρακτηρίστηκε ως βαθιά αντιδημοκρατική και αντισυνταγματική από την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων). Είναι προφανές πως η Ομάδα Προστασίας Πανεπιστημιακού Ιδρύματος (ΟΠΠΙ) έχει ως βασικό στόχο την αναβίωση του περίφημου «σπουδαστικού» της Ασφάλειας που θα «συνετίζει» όσους –κατά την άποψη των ειδικών φρουρών– παρανομούν (είναι χαρακτηριστικό ότι στην ΟΠΠΙ επιτρέπεται η άσκηση προανακριτικών καθηκόντων, σε αντίθεση με άλλους ειδικούς φρουρούς!). Ακόμη και μια απλή και απολύτως ειρηνική διαμαρτυρία εύκολα θα χαρακτηρίζεται ως κάλεσμα «σε απείθεια κατά των νόμων ή των διαταγμάτων ή άλλων νόμιμων διαταγών της αρχής» (υπάρχει εξάλλου και η εμπειρία από τις διώξεις κατά συναδέλφων μελών ΔΕΠ το 2012, γιατί αντιδρούσαν στον ν. 4009/2011). Η ΟΠΠΙ δεν δημιουργείται για να αντιμετωπίσει την παραβατικότητα στα ΑΕΙ (η οποία είναι σαφώς σε χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με την υπόλοιπη κοινωνία). Η διεθνής εμπειρία, εξάλλου, αποδεικνύει πως η αστυνόμευση δεν μπορεί να ελέγξει αποτελεσματικά την εγκληματικότητα στους πανεπιστημιακούς χώρους. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το 2017 καταγράφηκαν περίπου 30.000 περιστατικά βίας, μεταξύ των οποίων 10.400 σεξουαλικά αδικήματα και 2.200 διακεκριμένες περιπτώσεις βιαιοπραγίας. Στο Ηνωμένο Βασίλειο το 8% των φοιτητριών δήλωσαν σε σχετική έρευνα το 2018 ότι έχουν υποστεί βιασμό μες στο πανεπιστήμιο, ποσοστό διπλάσιο σε σχέση με τον μέσο όρο της χώρας (4%). Η ΟΠΠΙ δημιουργείται αποκλειστικά για να ποινικοποιηθεί η συνδικαλιστική δραστηριότητα στον ακαδημαϊκό χώρο, να κατασταλεί κάθε συλλογική διαμαρτυρία, να τρομοκρατηθούν όσοι διαφωνούν με τα αντιδραστικά μέτρα της κυβέρνησης.
Δημήτρης Καλτσώνης
Καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
«Θα προασπίσουμε την ελευθερία, το οξυγόνο της επιστημονικής γνώσης»
Είναι ανήθικο, όχι απλώς αντιδημοκρατικό, εν μέσω πανδημίας η κυβέρνηση να νομοθετεί ερήμην της πανεπιστημιακής κοινότητας για ένα τόσο σοβαρό θέμα. Δεν θέλει να αφουγκραστεί ούτε τις αντιδράσεις εκείνων των πρυτανικών αρχών που είναι φιλικά προσκείμενες προς αυτή. Χρησιμοποιεί ψεύδη για να επιτύχει τον στόχο της.
Ψεύδος 1: Αντίθετα από τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης, τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η εγκληματικότητα στους χώρους των πανεπιστημίων στην Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, κάτω από τα αντίστοιχα ξένων χωρών. Δείχνουν επίσης ότι βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τους υπόλοιπους κοινωνικούς χώρους.
Είναι ενδεικτικό ότι ο υπουργός κ. Χρυσοχοΐδης –απαντώντας σε σχετική ερώτηση βουλευτών της αντιπολίτευσης– δεν προσκόμισε κανένα επιστημονικά συγκροτημένο στοιχείο παρά μόνο σκόρπιες αναφορές στην παραβατικότητα και σκόρπια παραδείγματα από τον Τύπο.
Ψεύδος 2: Η κυβέρνηση δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η εγκληματικότητα μειώθηκε σε όσα πανεπιστήμια του εξωτερικού διαθέτουν ειδική αστυνομία. Αντίθετα, επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι καθόλου δεν έχει μειωθεί (π.χ. βιασμοί, σεξουαλικές επιθέσεις, παράνομη οπλοχρησία στις ΗΠΑ κ.λπ).
Ο στόχος: Αρα ο στόχος της κυβέρνησης είναι άλλος από τον επίσημα διακηρυγμένο. Είναι η φίμωση των ενοχλητικών φωνών. Φαίνεται ξεκάθαρα ιδίως στο άρθρο 17 του νομοσχεδίου: εκεί ποινικοποιείται ακόμη και η χρήση των υπαίθριων χώρων από τους φοιτητές για δραστηριότητες συνδικαλιστικές, ελεύθερης συζήτησης ή απλώς ψυχαγωγικές. Πρόκειται για ένα βαθιά αντιδημοκρατικό νομοσχέδιο που αντλεί το πρότυπό του από το καθεστώς Ερντογάν και επιχειρεί να μας γυρίσει στη δεκαετία του 1950. Αποτελεί έναν κρίκο στην αλυσίδα των αντιδημοκρατικών επιλογών της κυβέρνησης μαζί με το αντισυνταγματικό νομοσχέδιο για τις συναθροίσεις, την αντισυνταγματική απαγόρευση των συναθροίσεων, τη συνεχή παράνομη αστυνομική βία και αυθαιρεσία. Ακόμη και αν ψηφιστεί, η πανεπιστημιακή κοινότητα θα το καταστήσει ανενεργό, όπως συνέβη με τον ν. 815/1979. Θα προασπίσουμε την ελευθερία και τη δημοκρατία, το οξυγόνο της επιστημονικής γνώσης, της έρευνας και της προόδου της κοινωνίας.
Ζωή Γαβριηλίδου
Καθηγήτρια Γλωσσολογίας, αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Φοιτητικής Μέριμνας Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
«Τα πανεπιστήμια χρειάζονται πόρους, όχι αστυνομία»
Πριν από λίγες μέρες είδε το φως της δημοσιότητας το νέο σχέδιο νόμου για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια και την πολιτική ασφάλειας και προστασίας των ΑΕΙ που προβλέπει την ίδρυση ομάδων που στελεχώνονται από αξιωματικούς της ΕΛΑΣ, εδρεύουν στα πανεπιστήμια και αναφέρονται στην αστυνομία.
Εφαρμόζοντας την πάγια τακτική που κάθε φορά ακολουθείται όταν επίκειται μια αλλαγή στο εκπαιδευτικό πλαίσιο, η προετοιμασία της κοινής γνώμης προηγήθηκε με την εμφάνιση στα ΜΜΕ σειράς δημοσιευμάτων, ρεπορτάζ και βίντεο που δημιουργούσαν μια στερεοτυπική και γενικευτική εικόνα ανομίας στα ελληνικά πανεπιστήμια, παρόλο που η εικόνα αυτή αφορούσε ένα μικρό μόνο μέρος των ελληνικών πανεπιστημίων που εδρεύουν σε μεγαλύτερες κυρίως πόλεις.
Ετσι φάνηκε: α) να αποσιωπείται το γεγονός ότι η ύπαρξη οποιασδήποτε μορφής πανεπιστημιακής αστυνομίας που δραστηριοποιείται εντός του χώρου των πανεπιστημίων, αλλά αναφέρεται σε εξωπανεπιστημιακούς φορείς (όπως η ΕΛΑΣ) έρχεται σε σύγκρουση με το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων και β) παράλληλα να αιτιολογείται, αν όχι να φυσικοποιείται στον νου των πολιτών η ανάγκη δημιουργίας ενός τέτοιου σώματος.
Ωστόσο, αν το σκεφτεί κανείς πιο ψύχραιμα, δεν είναι καθόλου βέβαιο, εντέλει, ότι η ίδρυση ενός τέτοιου αστυνομικού σώματος θα συμβάλει στη διατήρηση της ασφάλειας, αντίθετα είναι πιθανόν να πυροδοτήσει έντονες αντιδράσεις και έτσι να δημιουργήσει περισσότερα ζητήματα από αυτά τα οποία έρχεται να λύσει, ειδικά σε μικρότερα, περιφερειακά πανεπιστήμια όπου δεν υπάρχει παραβατικότητα ή έντονα φαινόμενα ανομίας.
Τα ίδια τα πανεπιστήμια, με την κεκτημένη πια εμπειρία τους στο πλαίσιο του αυτοδιοίκητου, διαθέτουν όλους εκείνους τους μηχανισμούς, αλλά και τη βούληση να συνδράμουν στην εμπέδωση της ασφάλειας εντός της επικράτειάς τους, ενώ το ήδη υπάρχον θεσμικό πλαίσιο είναι επαρκές να επενδύσει νομικά οποιαδήποτε προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή.
Αυτό που θα βοηθούσε αποτελεσματικά τα πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι η γενναία χρηματοδότηση που θα τους επιτρέψει να έχουν καλύτερες υποδομές (περιφράξεις, φωτισμός, ελεγχόμενη πρόσβαση) αλλά και κατάλληλα εκπαιδευμένες υπηρεσίες φύλαξης που θα υπάγονται στις πρυτανικές αρχές. Κυρίως όμως τα πανεπιστήμια χρειάζονται διδακτικό προσωπικό και πόρους που θα διασφαλίσουν την ποιότητα στη διδασκαλία και την έρευνα, κάτι που αποτελεί τη βασική αποστολή τους.