Στις 6 Σεπτεμβρίου 2019, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας απηύθυνε πρόσκληση προς τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας για διαβούλευση σχετικά με το μέλλον του δημόσιου πανεπιστημίου.
Επακριβώς: για διαβούλευση πάνω σε εικοσιδύο προτάσεις για θεσμικές αναρρυθμίσεις, τις οποίες η πολιτική ηγεσία θεωρεί κρίσιμες για το μέλλον του πανεπιστημίου. Σε μια πρώτη, ανυποψίαστη ανάγνωση, οι περισσότερες από αυτές τις προτάσεις γεννούν κάμποσες απορίες και ερωτήματα που γυρεύουν ερμηνεία μάλλον παρά απάντηση.
Γιατί, ας πούμε, να θέλει το υπουργείο την αναβίωση των διαβόητων Συμβουλίων Ιδρύματος; Τα Συμβούλια εκείνα, που είχαν πρωτοεισαχθεί από την Άννα Διαμαντοπούλου στις απαρχές της κρίσης (στο μακρινό πλέον 2011), δεν συνεισέφεραν κατ’ ελάχιστο στην οικονομική άνθηση και την εξωστρέφεια των πανεπιστημίων, στους σκοπούς δηλαδή για τους οποίους υποτίθεται πως θεσμοθετήθηκαν. Ασύμβατα καθώς ήταν με τις εθνικές αλλά και τις κυριότερες ευρωπαϊκές παραδόσεις, αλλού απονεκρώθηκαν ταχέως και απέμειναν θεσμικά κελύφη κι αλλού επιδόθηκαν σε έναν ατέρμονο πόλεμο χαρακωμάτων με τα εκλεγμένα όργανα (τους πρυτάνεις και τους κοσμήτορες) δυσχεραίνοντας και αποσυντονίζοντας την ακαδημαϊκή καθημερινότητα.
Πηγαίνοντας παρακάτω στην υπουργική επιστολή, τι άραγε να σημαίνει αυτή η προτροπή για «απελευθέρωση» των μεταπτυχιακών προγραμμάτων; Την άρση μήπως των περιορισμών στο ύψος των διδάκτρων που είχε θέσει η προηγούμενη κυβέρνηση; Τη νομιμοποίηση άρα της κυνικής και εν τέλει της εξόχως αντικοινωνικής επιλογής ορισμένων καθηγητών να πλουτίζουν εκμεταλλευόμενοι την αυξανόμενη ζήτηση μεταπτυχιακών σπουδών που παρήγαγε η κρίση και η ανεργία; Ξεχνάμε κιόλας πως στην περίοδο ακριβώς της οικονομικής κρίσης επτά στα δέκα μεταπτυχιακά προγράμματα επέβαλαν δίδακτρα, ορισμένα μάλιστα από αυτά αφύσικα υψηλά δίδακτρα (επτά έως δεκαπέντε χιλ. ευρώ);
Και γιατί άραγε, για να περάσω σε μια άλλη πρόταση του υπουργικού κειμένου, αυτή η επιμονή να καθιερωθεί σώνει και καλά μια βάση εισαγωγής στα πανεπιστήμια; Είναι προφανές πως οι λεγόμενες Πανελλαδικές Εξετάσεις δεν είναι πράγματι εξετάσεις, αλλά διαγωνισμός και, άρα, η βάση δεν μπορεί να ορισθεί εκ των προτέρων αλλά διαμορφώνεται συγκριτικά εκ των υστέρων. Συνήθως άλλωστε, αρκεί, μια ορθολογική κλιμάκωση της δυσκολίας των θεμάτων, ώστε η βάση να κινηθεί πάνω-κάτω στο ύψος της συνήθους συμβάσεως του δέκα. Με άλλα λόγια είναι πιθανόν για τα αποτελέσματα να φταίνε τα συγκεκριμένα θέματα και όχι οι ικανότητες των υποψηφίων. Μπορώ, για παράδειγμα, κάλλιστα να απορρίψω τη συντριπτική πλειονότητα των υποψηφίων στην Άλγεβρα, αν δεν φροντίσω να θέσω σταθμισμένα θέματα ή αν εξαρχής νοιάζομαι αποκλειστικά και μόνο να εντοπίσω τυχόν μαθηματικές διάνοιες. Κι αν έτσι πράξω και οι πύλες των πανεπιστημίων παραμείνουν κλειστές σε όσους δεν διασφαλίσουν το πολυπόθητο δέκα, θα διατηρηθεί άραγε ετούτος ο αποκλεισμός τους και από τα ιδιωτικά κολέγια; και από τα πανεπιστήμια του εξωτερικού; Ή εκεί, όσοι πληρώνουν, σπουδάζουν και με διακρατικές συμφωνίες τα πτυχία τους αναγνωρίζονται κατόπιν ως ιστότιμα και αντίστοιχα με εκείνα των ελληνικών πανεπιστημίων, τα οποία αρχικά τους είχαν κλείσει την πόρτα;
Ερωτήματα γεννά επίσης και η γνωστή πλέον εμμονή με τους λεγόμενους «αιώνιους» φοιτητές. Γιατί θα πρέπει να διαγράφονται εφόσον δεν κοστίζουν τίποτε στα πανεπιστήμια; Εφόσον δεν παίρνουν πάσο, ούτε εγχειρίδια, δεν έχουν δικαίωμα στη δωρεάν σίτιση ή στη στέγαση σε εστίες; Ως έσχατο επιχείρημα προβάλλεται κάποτε η αρνητική τους επίδραση στις διεθνείς ιεραρχήσεις των ελληνικών πανεπιστημίων. Όμως η διάρκεια της φοίτησης είναι ένα μόνο από τα πολλά κριτήρια αξιολόγησης που αξιοποιούνται για τις κατατάξεις και μάλιστα ένα κριτήριο με μάλλον χαμηλή επιδραστικότητα. Ξέχωρα όμως από αυτό, γιατί άραγε θα πρέπει να αποδεχθούμε ως ορθό ένα κριτήριο που επινοήθηκε στην Αγγλία, μια χώρα που κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχει μετατρέψει –διστακτικά και ενοχικά στην αρχή μα όλο και περισσότερο επιθετικά και ανερυθρίαστα στη συνέχεια– την ανώτατη εκπαίδευσή της σε βιομηχανία; Στον κόσμο των επιχειρήσεων ένα τέτοιο κριτήριο φαντάζει βέβαια ορθολογικό: οι εταιρείες οφείλουν να κατευθύνουν το δυναμικό τους στον κάθε φορά νέο πελάτη, εκείνον που φέρνει το φρέσκο χρήμα. Θέλουμε όμως πράγματι να δούμε αυτή τη λογική να κυριαρχεί στο χώρο των πανεπιστημίων;
Δεν έχω βέβαια πρόθεση να εξουθενώσω τον ήδη εξαντλημένο αναγνώστη θέτοντας παρόμοια ερωτήματα και για τις υπόλοιπες δεκαοχτώ προτάσεις της υπουργικής επιστολής. Αν κάτι, άλλωστε, αξίζει να αναλυθεί, δεν είναι η κάθε πρόταση χωριστά, αλλά ο άξονας γύρω από τον οποίο όλες μαζί αρθρώνονται. Διότι, πράγματι, κάθε πρόταση παύει να γεννά αντιφάσεις και απορίες, αποκτά αντιθέτως ξεκάθαρο νόημα αν ειδωθεί ως θεσμικό στήριγμα που διασφαλίζει τον προσανατολισμό και τη σταθερότητα αυτού του κεντρικού άξονα.
Πρόκειται, ασφαλώς, για τον άξονα το βέλος του οποίου δείχνει ξεκάθαρα προς την αγοραία λογική. Τα πανεπιστήμια στο διάβα των οκτώ αιώνων της ύπαρξής τους είχαν πετύχει –με πολλές δυσκολίες και αρκετά κατά καιρούς πισωγυρίσματα– τη διοικητική τους αυτοτέλεια έναντι των δύο ισχυρών υπερθεσμών: έναντι του κράτους και έναντι της εκκλησίας. Πέτυχαν, συνακόλουθα, να διασφαλίσουν έργω και νόμω την ερευνητική και παιδαγωγική τους ελευθερία. Παρά τις πολλαπλές δυσλειτουργίες, τις αντιφάσεις και τις αγκυλώσεις τους, κατάφεραν να νοηματοδοτήσουν την επιστήμη και τη μόρφωση ως κοινωνικά αγαθά που θα πρέπει να διαχέονται ελεύθερα επ’ ωφελεία όλων. Στην εποχή μας, στις τελευταίες δυο τρεις δεκαετίες, τα πανεπιστήμια κινδυνεύουν από έναν λιγότερο ορατό, πιο ύπουλο και γι’ αυτό ισχυρότερο εχθρό απ’ όσο είχαν αποδειχθεί το κράτος και η εκκλησία. Κινδυνεύουν από τους ευαγγελιστές της αγοράς, οι οποίοι βλέπουν τα επιστημονικά ιδρύματα σαν επιχειρήσεις και τη μόρφωση σαν μία ακόμα υπηρεσία, το κόστος της οποίας θα ρυθμίζεται από το αόρατο χέρι της αγοράς και, φυσικά, θα προσφέρεται λιγότερο σε όσους καταδεικνύουν την ακαδημαϊκή τους αξία και περισσότερο σε όσους αποδεικνύουν την αγοραστική τους ικανότητα.
Κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια οι δυνάμεις που προωθούν την αγοραία λογική στα πανεπιστήμια ισχυροποιούνται είναι αλήθεια διαρκώς. Πρόκειται για δυνάμεις που διαθέτουν έτσι κι αλλιώς την αμέριστη υποστήριξη των οικονομικών κολοσσών, που βρίσκουν ισχυρά ερείσματα στον κόσμο της πολιτικής (κυρίως στο φάσμα της κεντροδεξιάς), αλλά που επίσης έχουν κερδίσει κρίσιμες μάχες στο χώρο της ιδεολογίας και, ακριβώς γι’ αυτό, έχουν διασφαλίσει τις ανοχές ευρέων κοινωνικών στρωμάτων. Ορισμένες από αυτές τις δυνάμεις δρουν και εντός των πανεπιστημίων, ενσαρκώνονται σε όσους στρατεύονται στον αγοραίο σκοπό, κάποτε απολύτως συνειδητά, μα συνήθως ασύνειδα – υπηρετούν και προωθούν την αγοραία λογική δίχως επίγνωση, ενόσω καταγίνονται να διευρύνουν το επιστημονικό τους πεδίο ή απλώς ενόσω απλώς τηρούν το νόμο ως οφείλουν ως νομοταγείς πολίτες. Ακριβώς γι’ αυτό οι μάχες χρειάζεται να δοθούν σε όλα τα επίπεδα. Προτού η αγοραία λογική κατισχύσει πλήρως· προτού γίνει η νέα μας ακαδημαϊκή κανονικότητα.
* Ο κ. Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων