Μπορεί το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) τις τελευταίες μέρες να μη δέχεται την ασφυκτική πίεση των προηγούμενων μηνών και σταδιακά σε πολλά νοσοκομεία να επιχειρείται σχετική επιστροφή στην κανονικότητα, οι γιατροί ωστόσο δεν εφησυχάζουν και σε καμία περίπτωση δεν αισιοδοξούν. Γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα ότι ο ιός παραμονεύει μέσα στα δεκάδες χιλιάδες καθημερινά κρούσματα. Και το έχουν ζήσει επώδυνα και έχουν προειδοποιήσει.
Ηταν Μάρτιος του 2020. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη λαμβάνει σκληρά μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης προκειμένου να αντιμετωπίσει την πανδημία που μετά την Κίνα πλήττει όλο τον κόσμο. Το πρώτο lockdown ερημώνει τους δρόμους και τμήματα της οικονομίας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να κρατήσει τους δείκτες της πανδημίας σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες χώρες. «Ο ιός είναι κάτω από το χαλί» προειδοποιούσαν οι νοσοκομειακοί γιατροί, που ζητούσαν να ενισχυθούν το ΕΣΥ και η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Παράλληλα ζητούσαν συστηματική επιδημιολογική επιτήρηση για να αντιμετωπιστούν όλα όσα προέβλεπαν ότι θα ενσκήψουν, αλλά δεν εισακούστηκαν από μια κυβέρνηση που έκανε εγκληματικές επιλογές. Ετσι ακολούθησαν εφιαλτικές στιγμές.
Η Ελλάδα που είχε «νικήσει» στο πρώτο κύμα τον κορονοϊό έφτασε στο σημείο να μετράει ανά διαστήματα πάνω από εκατό θανάτους την ημέρα, ενώ εκατοντάδες άλλοι ασθενείς περίμεναν διασωληνωμένοι εκτός μονάδας εντατικής θεραπείας να βρεθεί ένα κρεβάτι σε ΜΕΘ. Το ΕΣΥ παρέλυε και το υγειονομικό προσωπικό «καιγόταν» λόγω σωματικής και ψυχολογικής πίεσης.
Σήμερα η Ελλάδα εξακολουθεί να διανύει ένα ατέλειωτο «τελευταίο μίλι προς την ελευθερία» παρόλο που, σύμφωνα με τις προβλέψεις του υπουργού Ανάπτυξης Αδωνη Γεωργιάδη, από τα πρώτα 24ωρα του 2022 η πανδημία είχε ήδη λήξει εδώ και καιρό. Ποια είναι η πραγματικότητα; Ο ιός παραμένει ανάμεσά μας και μέχρι τώρα έχει στερήσει τη ζωή σε παραπάνω από 26.400 ανθρώπους στη χώρα, ενώ οι νοσοκομειακοί γιατροί συνεχίζουν να ζητούν να γίνει το πάθημα μάθημα βλέποντας δεκάδες ανθρώπινες ζωές να χάνονται καθημερινά.
«Τα παθήματα πρέπει να γίνουν μαθήματα»
Ο διευθυντής ΜΕΘ του νοσοκομείου «Γ. Παπανικολάου» στη Θεσσαλονίκη Νίκος Καπραβέλος εξηγεί γιατί δεν πρέπει να εφησυχάζουμε: «Ενα μικρό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού έχει εμβολιαστεί με τρεις δόσεις –έχουμε δει ότι προσφέρει μεγάλη προστασία από τον ιό–, ενώ παραμένει μεγάλος ο αριθμός των ανεμβολίαστων που αποτελούν το εκκολαπτήριο των νέων μεταλλάξεων του ιού, άρα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τη δυναμική της πανδημίας. Σε αυτήν τη φάση που έχουμε μια ύφεση της πίεσης στο ΕΣΥ, επειδή τα παθήματα πρέπει να γίνουν μαθήματα, θα πρέπει να οργανώσουμε έτσι το σύστημα υγείας ενισχύοντάς το αλλά και επιτηρώντας τα νέα στελέχη του ιού. Η επικρατούσα αντίληψη “μπόρα είναι, θα περάσει” είναι το πιο επικίνδυνο για τη χώρα μας, να θεωρείται δηλαδή ότι αυτή η πανδημία ήταν μια μπόρα και πέρασε και τώρα είμαστε σε καλό δρόμο».
Ο ίδιος χαρακτηρίζει ολέθριο σφάλμα να θεωρούμε ότι η πανδημία έχει τελειώσει. «Το να πούμε ακόμη μία φορά ότι μπαίνουμε σε ύφεση και η πανδημία έχει τελειώσει είναι ολέθριο σφάλμα, παρόλο που – επαναλαμβάνω– η παραλλαγή αυτή δεν έχει δώσει δείγματα όπως η Δέλτα με πολλά περιστατικά, με πίεση στο σύστημα υγείας. Η μορφή είναι λίγο πιο εξασθενημένη, αλλά εξακολουθεί να είναι θανατηφόρα στους ανεμβολίαστους» επισημαίνει και συνεχίζει: «Χρειάζεται νέο επιχειρησιακό σχέδιο που να ενισχύει το σύστημα υγείας, να ενισχύει την επιτήρηση της πρωτοβάθμιας φροντίδας, δηλαδή πριν φτάσει (σ.σ.: ο ασθενής) στο νοσοκομείο, και να πειστεί και ο τελευταίος ότι πρέπει να εμβολιαστεί. Οι μάσκες δεν πρέπει να καταργηθούν ώσπου η πανδημία να περάσει σε ενδημική μορφή. Πρέπει εκεί που υπάρχουν συναθροίσεις η μάσκα να διατηρηθεί».
«Δεν έχουμε τελειώσει»
«Σαφώς δεν έχουμε τελειώσει με την πανδημία» αναφέρει στο Documento η καθηγήτρια Επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ Αθηνά Λινού και εξηγεί ότι «αυτό που γίνεται είναι ότι πολλές χώρες το θεωρούν ενδημικό. Δηλαδή ότι θα έχουμε κάποιους που θα νοσούν αλλά δεν θα είναι πολλοί, δεν θα βλάψει το σύστημα υγείας, αλλά είναι ταυτόχρονα σε εγρήγορση για την περίπτωση που υπάρξει καινούργιο κύμα».
Η ίδια εξηγεί πώς διαχειρίζονται αυτήν τη φάση της πανδημίας οι ΗΠΑ: «Καθορίζουν ανάλογα με τον αριθμό των κρουσμάτων που απαιτούν εισαγωγή στο νοσοκομείο ποια περιοχή θεωρείται υψηλού, μεσαίου ή χαμηλού κινδύνου και ανάλογα παίρνουν μέτρα».
«Δεν υπάρχει περιθώριο για εφησυχασμό»
Στην επικοινωνιακή διαχείριση που «λήγει» την πανδημία αναφέρεται η Ελένη Μπάγια, παθολόγος στο τμήμα επειγόντων περιστατικών (ΤΕΠ) Covid του νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς:»: «Υπάρχει μια επικοινωνιακή διαχείριση –όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς– ότι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την Covid, ότι έχει εκφυλιστεί σε ήπια νόσηση, ότι δεν χρειάζεται επιδημιολογική παρατήρηση –επειδή επί της ουσίας κοστίζει–, ότι δεν χρειάζονται προληπτικά μέτρα και τα μέτρα της κυβέρνησης είναι προς αυτή την κατεύθυνση τις τελευταίες εβδομάδες».
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η γιατρός, οι «σκληροί δείκτες» επιμένουν και δεν χρειάζεται εφησυχασμός. «Υπήρχε μια κάμψη στα κρούσματα, όχι στους “σκληρούς δείκτες” της πανδημίας, που επιμένουν, υπό την έννοια ότι πάλι έχουμε 50, 60, 70 νεκρούς καθημερινά και αρκετούς διασωληνωμένους. Δεν υπάρχει περιθώριο για εφησυχασμό, αλλά προσπαθούν να μας κάνουν να εξοικειωθούμε άπαντες, υγειονομικοί, λαός, εργαζόμενοι, με τη βαρβαρότητα των δεκάδων νεκρών καθημερινά» καταλήγει η Ελ. Μπάγια.