Στα δύο χρόνια πανδημίας, 250.000 χρόνια ζωής, από τα οποία τα 150.000 παραγωγικά, έχουν χαθεί κυρίως από την πρόωρη θνησιμότητα, που προκάλεσε ο Sars-Cov2 στην Ελλάδα, δηλώνει στο Πρακτορείο FM και στην εκπομπή της Τάνιας Η. Μαντουβάλου «104,9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ», ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ) Γιάννης Κυριόπουλος. «Υπάρχει ένα υψηλό κόστος στο ΕΣΥ όσον αφορά τη νοσηλεία των κρουσμάτων στα νοσοκομεία κυρίως στις ΜΕΘ, που προσεγγίζει μαζί με τις εξετάσεις για την ανίχνευση του κορονοϊού, περίπου το 1,7- 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ τα δύο χρόνια. Αλλά το μεγάλο κόστος της πανδημίας δεν είναι τόσο στην περίθαλψη των ασθενών, αλλά κυρίως στην οικονομία και την πτώση της παραγωγικής δραστηριότητας, καθώς επίσης και στις κρατικές μεταβιβάσεις, για την υποστήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, εξαιτίας των μέτρων Δημόσιας Υγείας και αποστασιοποίησης του lockdown, οι οποίες προσεγγίζουν τα 42 δισ. ευρώ», τονίζει ο κ. Κυριόπουλος στη συνέντευξη που παραχωρεί με αφορμή τα δύο χρόνια πανδημίας.
250 εκατ. ευρώ η δαπάνη για τον εμβολιασμό
Όσον αφορά τη δαπάνη για τον εμβολιασμό του πληθυσμού, ο κ. Κυριόπουλος αναφέρει ότι πρόκειται για μία ρύθμιση που γίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η προμήθεια γίνεται για το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δική μας συμμετοχή ανάλογα με τον πληθυσμό μας, αυτή τη στιγμή προσεγγίζει τα 250 εκατομμύρια ευρώ. Και το επόμενο ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι πόσα χρήματα έχουν ξοδέψει οι πολίτες και το δημόσιο ταμείο για τη διενέργεια διαγνωστικών εξετάσεων; «Ακόμη δεν έχει εκτιμηθεί το ποσό για τις δαπάνες που έχουν επωμιστεί αποκλειστικά τα νοικοκυριά σχετικά με τα πρώτα συμπτώματα, καθώς επίσης και τα φάρμακα, που δίδονται με ιατρικές συστάσεις. Βέβαια είναι μικρά τα ποσά, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος των κρουσμάτων είναι ασυμπτωματικά, ή με ελαφρά συμπτώματα, οπότε δεν καταφεύγουν στα νοσοκομεία ».
Συναίνεση κομμάτων αλλά και εταίρων που εμπλέκονται στις υγειονομικές αγορές για ΠΦΥ
Στη χώρα δεν έχει αποδειχτεί ότι υπάρχει κάποιο πρότυπο οργάνωσης της Πρωτοβάθμιας το οποίο να είναι ηγεμονικό. Συνυπάρχουν όλοι οι τρόποι και οι πολίτες επιλέγουν υπηρεσίες ανάλογα με την ασφαλιστική κάλυψη τους, αλλά κυρίως μέσω του ιδιωτικού τομέα, λέει ο Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας. «Σε αυτή την περίπτωση χρειαζόμαστε μία μεταρρύθμιση, η οποία θα έχει βάθος, θα είναι τεκμηριωμένη και θα συμπεριλαμβάνει όλες τις δομές. Και τα Κέντρα Υγείας, και τα ΤΟΜΥ και τον ιδιωτικό τομέα, ώστε να μπορούν να συνεργαστούν μεταξύ τους, για να υπάρχει συνέχεια στη φροντίδα, που είναι προϋπόθεση της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των χρηστών στην ΠΦΥ και στη δημιουργία φραγμού προς τη νοσοκομειακή περίθαλψη, η οποία πολλές φορές δεν είναι κατάλληλη, αλλά μόνο δαπανηρή. Η πολιτική ωριμότητα είναι προϋπόθεση, για να έχουμε μία τέτοια προσέγγιση. Ευελπιστώ όπως όλοι ότι μπορεί να γίνει το καλύτερο με συναίνεση όχι μόνο μεταξύ των κομμάτων, αλλά και μεταξύ των εταίρων που εμπλέκονται στις υγειονομικές αγορές».
Κατά πόσον ο αριθμός κρουσμάτων και θανάτων πλησιάζει την πραγματικότητα
Στο ερώτημα κατά πόσον ο αριθμός των κρουσμάτων και των θανάτων πλησιάζει την πραγματικότητα ο καθηγητής απαντά: «Στην αρχική φάση γινόταν υποεκτίμηση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε πολλές χώρες, γιατί διάφορα περιστατικά διέφευγαν της επίσημης καταμέτρησης και της ιατρικής γνωμάτευσης. Αλλά τώρα υπάρχει πιθανόν το αντίστροφο φαινόμενο. Δηλαδή μία σειρά περιστατικών που καταλήγουν μέσα στην πανδημία, λογίζονται ως πανδημικής αιτιολογίας, ενώ στην ουσία βρίσκονται σε άλλη δέσμη αιτιών θανάτου. Είναι βέβαιο πάντως ότι ένας μεγάλος αριθμός από τους ασθενείς που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ, καταλήγουν από κορονοϊό, άλλα πολλοί από αυτούς είναι πιθανόν και από ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις».
Για την επόμενη μέρα έχουμε ακόμη μερικούς μήνες
Για την επόμενη μέρα έχουμε ακόμα μερικούς μήνες, δεν θα έλεγα ότι είναι σε επίπεδο εβδομάδων, λέει ο κ. Κυριόπουλος. Επισημαίνει ωστόσο ότι μπορεί να ομαλοποιείται η κατάσταση σταδιακά, αλλά κάτι τέτοιο ίσως να αποτελέσει και ένα κίνδυνο, με τη χαλάρωση των μέτρων και την έλλειψη προσοχής. «Ελπίζω όλοι θα έχουν τη φρόνηση να προσέξουν και ως εκ τούτου να πάμε με κάποια ομαλότητα προς την καλοκαιρινή περίοδο που εικάζεται, χωρίς να υπάρχουν στέρεα αυτή τη στιγμή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί. Βέβαια η πανδημία θα μετατραπεί σε μία ενδημική κατάσταση, την οποία θα αντιμετωπίζουμε, ίσως και για πολλά χρόνια. Σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται ένα άλλο σχέδιο εκ μέρους των ιατρικών υπηρεσιών και πιθανότατα η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού να γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, ελπίζω ετησίως όπως, γίνεται για τη γρίπη».
Οι πανδημίες είναι υπόθεση της Δημόσιας Υγείας και όχι της ιατρικής περίθαλψης
Η πανδημία έθεσε όλα τα ζητήματα τα οποία ήταν χαμηλής ή μέσης προτεραιότητας μέχρι τώρα και αυτά αφορούν, στην οργάνωση των νοσοκομείων, η οποία παρά το υψηλό ιατρικό επίπεδο, έχει χαμηλή ποιότητα υπηρεσιών, σύμφωνα με τον καθηγητή. Προς αυτή την κατεύθυνση, τονίζει, χρειάζεται ένα γενναίο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των υποδομών, αλλά κυρίως του μάνατζμεντ, όχι μόνο του διοικητικού, αλλά κυριότερα του ιατρικού, που έχει σχέση με τη διαχείριση του ασθενούς και της νόσου, και επηρεάζει σοβαρά και την αποτελεσματικότητα, και την ικανοποίηση των ασθενών.
Τι μάθαμε από την πανδημία και τι θα μας χρησιμεύσει στο μέλλον; Όσον αφορά την υγειονομική άποψη, αυτό το οποίο δεν μάθαμε και μας κόστισε είναι ότι οι πανδημίες είναι μία υπόθεση της Δημόσιας Υγείας και όχι της ιατρικής περίθαλψης, απαντά ο καθηγητής Κυριόπουλος και εξηγεί: «Είναι λανθασμένη στρατηγική να περιμένουμε την πανδημία στις ΜΕΘ, ενώ θα έπρεπε, να την αντιμετωπίζουμε σε επίπεδο κοινότητας και ΠΦΥ. Κι αυτό μας κόστισε όχι μόνο σε χρήματα, αλλά και σε ζωές και σε υψηλή θνητότητα. Όπως είναι γνωστό το υγειονομικό μας σύστημα είναι αδύναμο, ιδιαίτερα στις υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, οι οποίες δεν εμφανίστηκαν όπως έπρεπε στην περίοδο της πανδημίας. Αλλά και η ΠΦΥ δεν επέδειξε κάποια κινητοποίηση, η οποία θα βοηθούσε. Αναγκαστικά πολλοί Έλληνες πολίτες πήγαν στα Νοσοκομεία σε πολύ υψηλότερο βαθμό από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης».