Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξανακούσει τόσο πολλούς γύρω μου να προσπαθούν να εξηγήσουν ό,τι μας συμβαίνει μέσα από θεωρίες συνωμοσίας.
Προφανώς, ο εφιάλτης της πανδημίας ταιριάζει γάντι με τον συγκεκριμένο τρόπο σκέψης. Ή, για να το θέσουμε αλλιώς, οι σοβαρές κρίσεις, που φαίνεται να τις προκαλεί ένας αόρατος και εν πολλοίς ακατανόητος εχθρός, οι κρίσεις που γεννούν μεγάλο φόβο και σε κατατρομοκρατούν, προσφέρονται ιδανικά για ερμηνείες μέσα από θεωρίες συνωμοσίας.
Στην περίπτωση του κορονοϊού η πιο ενδιαφέρουσα από αυτές τις σχεδόν μυθιστορηματικές θεωρίες είναι ότι πρόκειται για ένα τερατώδες κοινωνικό πείραμα με στόχο την περαιτέρω φτωχοποίησή μας (η αρχή έγινε με την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση), την εξολόθρευση διάφορων ανεπιθύμητων ή απλώς περιττών για το σύστημα (ηλικιωμένοι, πρόσφυγες, άστεγοι, κρατούμενοι, νοσηλευόμενοι με ψυχικά νοσήματα και παντός είδους περιθωριακοί), αλλά και την ολοκληρωτική υποδούλωση ή ίσως εξάρτηση των πολιτών από τον ψηφιακό κόσμο.
Το πρόβλημα, βεβαίως, είναι ότι μολονότι δεν πιστεύω, με καμία κυβέρνηση, πως έχουμε να κάνουμε με ένα προσχεδιασμένο και μυστικά οργανωμένο κοινωνικό πείραμα, θα λέγαμε ότι ντε φάκτο και εκ του αποτελέσματος το όλο πράγμα λειτουργεί ως ένα τερατώδες κοινωνικό πείραμα, με άδηλα προς το παρόν αποτελέσματα.
Για τις θεωρίες συνωμοσίας ο Ουμπέρτο Εκο γράφει κάπου ότι όσοι τις πιστεύουν δεν είναι παρά θρησκευόμενα άτομα που τυχαίνει να μην πιστεύουν πια στον Θεό ή ίσως δεν ξέρουν σε ποιον θεό να πιστέψουν. Εκεί που ο θρησκευόμενος του παρελθόντος ρωτούσε «ποιος τα κάνει όλ’ αυτά;» και απαντούσε «ο Θεός», ο σύγχρονος άπιστος –ή μάλλον άθεος θρησκευόμενος– ρωτάει μεν «ποιος τα κάνει όλ’ αυτά;», αλλά απαντάει «η CIA, η Μοσάντ, η λέσχη Μπίλντερμπεργκ, οι Ιλουμινάτι, οι εξωγήινοι» και πάει λέγοντας.
Το βασικό ελάττωμα του συγκεκριμένου τρόπου σκέψης είναι ότι απλοποιεί υπερβολικά την πολυσύνθετη και πολυδιάστατη πραγματικότητα και αντιμετωπίζει τη ζωή αιτιοκρατικά. Τη στιγμή που όλοι ξέρουμε πια, τουλάχιστον από τον ύστερο 20ό αιώνα και μετά, ότι τα πάντα, δηλαδή το τελικό αποτέλεσμα των πραγμάτων, εξαρτώνται από μυριάδες αστάθμητους παράγοντες. Εν ολίγοις, στο ερώτημα «ποιος τα κάνει όλ’ αυτά;» δεν υπάρχει απάντηση, δεν υπάρχει ένας ή ένα κέντρο που «τα κάνει όλ’ αυτά» και αν έπρεπε να δώσουμε υποχρεωτικά μία απάντηση, θα λέγαμε: «η τυχαιότητα ή το χάος».
Συνωμοσίες ασφαλώς γίνονται σε αυτό τον κόσμο. Κανείς σώφρων δεν ισχυρίζεται το αντίθετο. Συνωμοσίες γίνονται ακατάπαυστα, σε ατομική ή συλλογική, σε τοπική ή παγκόσμια κλίμακα, αλλά ακόμη και όταν στέφονται με επιτυχία δεν είναι αποκλειστικά και μόνο αυτές που ρυθμίζουν τα πράγματα.
Εδώ για να ταΐσεις ένα μικρό παιδί συνωμοτείς ως γονιός προκειμένου να τα καταφέρεις. Συνωμοτείς, αλλά δεν τα καταφέρνεις πάντα. Αντιθέτως, όταν το παιδί βγάζει δόντια ή σπαράζει για οποιονδήποτε άλλο λόγο στο κλάμα, όταν αρνείται να φάει εν ολίγοις, όσο κι αν συνωμοτείς, το πιθανότερο είναι να μην καταφέρεις το παραμικρό.
Κατά κάποιον τρόπο το μυαλό όσων πιστεύουν στις θεωρίες συνωμοσίας λειτουργεί με τη λογική που διέπει το αστυνομικό μυθιστόρημα. Μια λογική ξεπερασμένη, όσο κι αν τα ίδια τα αστυνομικά μόνο ξεπερασμένα δεν φαίνονται σήμερα. Πραγματικά, η λαϊκή λογοτεχνία (στη γλώσσα της παγκοσμιοποίησης: «pulp fiction») κυριαρχεί στις μέρες μας και τα αστυνομικά αναγνώσματα όχι μόνο αποενοχοποιήθηκαν και ελάχιστοι τα υποτιμούν πια, αλλά επιπλέον είναι της μόδας.
Παλαιότερα δεν ήταν μόνο οι εραστές της υψηλής λογοτεχνίας αυτοί που αντιμετώπιζαν τα αστυνομικά μυθιστορήματα ως παρακατιανά. Στο στόχαστρο της Αριστεράς, φερειπείν, έμπαιναν επειδή η αστυνομία έχει εκ των πραγμάτων τον ρόλο του καλού και ο παραβατικός, επίσης εκ των πραγμάτων, τον ρόλο του κακού. Με αποτέλεσμα στο τέλος να κερδίζουν οι καλοί αστυνομικοί και να χάνουν οι κακοί παραβατικοί, προς όφελος πάντα της καθεστηκυΐας τάξης και του συστήματος.
Εν προκειμένω, όμως, μας ενδιαφέρει η λογική της αστυνομικής λογοτεχνίας σύμφωνα με την οποία όλα είναι προϊόν αιτίου και αιτιατού, η ίδια αυτή λογική με την οποία λειτουργούν και οι θεωρίες συνωμοσίας. Μια λογική ξεπερασμένη φιλοσοφικά και επιστημονικά, μολονότι εξακολουθεί να ισχύει στα μυαλά τόσων συμπολιτών μας.
Στα αστυνομικά αφηγήματα ο ντετέκτιβ ή όποιος άλλος καλείται να λύσει το μυστήριο δρα συνήθως θέτοντας το ερώτημα «ποιος ωφελείται από αυτό το έγκλημα;» ή «τι κίνητρο υπάρχει για να συμβεί αυτό το έγκλημα;». Και, αναλόγως, το χρεώνει στον ένα ή τον άλλο ύποπτο.
Το ίδιο πράγμα, κάθε φορά που αποπειράται κανείς να το εφαρμόσει σε κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα, όχι μόνο προσφέρει απλουστευτικές και στενόμυαλες απαντήσεις, όχι μόνο ενοχοποιεί λάθος πρόσωπα και ομάδες, αλλά επιπλέον αντιμετωπίζει πολύπλοκα και πολυπαραγοντικά ζητήματα ως μονοδιάστατα και μονοσήμαντα, χάριν ευκολίας ή ίσως χάριν της ήσσονος προσπάθειας.
Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη λογική γεννάει τέρατα και δεν υπάρχει πιο περιοριστικός και προβληματικός τρόπος για να εξηγείς όσα συμβαίνουν γύρω μας. Ευτυχώς ή δυστυχώς, καθοριστικός παράγοντας αποδεικνύεται το τυχαίο και όχι οι προειλημμένες αποφάσεις και τα προκαθορισμένα σχέδια. Η ζωή δεν χωράει σε μανιχαϊστικά σχήματα – τα υπερβαίνει ξεχειλίζοντας και τα διαψεύδει με την πρώτη ευκαιρία.
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος είναι συγγραφέας