«Το οικονομικό όφελος δεν είναι μόνο υποπολλαπλάσιο του περιβαλλοντικού κόστους. Είναι σχεδόν ανύπαρκτο». Αυτήν την άποψη καταθέτει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο ομότιμος καθηγητής Εδαφολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κυριάκος Παναγιωτόπουλος με αφορμή τη διελκυστίνδα ανάμεσα στην καναδική εταιρία εξόρυξης χρυσού Eldorado Gold και την ελληνική κυβέρνηση.
Εκ της ιδιότητάς του αλλά και έχοντας παρακολουθήσει την υπόθεση από πολύ κοντά από το 2003, όταν και ξεκίνησαν οι συζητήσεις για την υπογραφή της σύμβασης, ο Κυριάκος Παναγιωτόπουλος υπενθυμίζει την ύπαρξη ενός όρου σύμφωνα με τον οποίο η μεταλλευτική δραστηριότητα θα ήταν καθετοποιημένη, το τελικό προϊόν δηλαδή θα ήταν μέταλλο.
«Για την υλοποίηση αυτού του όρου η εταιρία είχε προτείνει μια μέθοδο πυρομεταλλουργίας, την ακαριαία τήξη ή flash melting όπως είναι γνωστή διεθνώς. Αυτή η μέθοδος όμως δεν έχει εφαρμοστεί πουθενά παγκοσμίως για τον χρυσό, αλλά μόνο για άλλα μέταλλα όπως είναι ο χαλκός. Επιπλέον υπάρχει και ακόμη ένα σοβαρό πρόβλημα στην περιοχή της Ολυμπιάδας που είναι η υψηλή περιεκτικότητα των πετρωμάτων σε αρσενικό (άνω του 10%). Το πρόβλημα αυτό καθιστά ουσιαστικά μη εφαρμόσιμη τη μέθοδο του flash melting αφού όπου έχει εφαρμοστεί η περιεκτικότητα των πετρωμάτων σε αρσενικό είναι κάτω του 0,5%».
Αυτός είναι, σύμφωνα με τον Κυριάκο Παναγιωτόπουλο, ο λόγος για τον οποίο η εταιρία δεν «δοκίμασε ποτέ σε ημιβιομηχανική κλίμακα και με πετρώματα», όπως προβλεπόταν από την κοινή υπουργική απόφαση, αυτή τη μέθοδο. «Αντ’ αυτού παρουσίασε κάποια αποτελέσματα από δοκιμή που είχε γίνει στη Φινλανδία και στην οποία είχαν χρησιμοποιηθεί πετρώματα από την Αργεντινή!».
Ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ σημειώνει ακόμη ότι σε κάθε περίπτωση η βλάβη για το περιβάλλον είναι δεδομένη. «Η καταστροφή συνεχίζεται. Είτε με αυτή τη μέθοδο είτε με τη χρήση κυανίου είτε ακόμη και αν δεν αποσπάται επί τόπου ο χρυσός αλλά κάπου αλλού, η περιοχή θα χάσει το νερό. Κι αυτό μιλάμε για μια επιφανειακή εξόρυξη από την οποία θα η εταιρία θα βγάζει 24.000 τόνους πετρωμάτων την ημέρα κυρίως με την χρήση εκρηκτικών. Και ξέρετε ποια είναι η ποσότητα αυτών των εκρηκτικών; Τέσσερις έως έξι τόνοι εκρηκτικών την ημέρα. Πρόκειται για μια τεράστια ποσότητα, η οποία απαιτεί επιπλέον την αποστράγγιση της περιοχής μέχρι βάθους 800 μέτρων. Τι σημαίνει αυτό; Ότι θα ξεραθεί ο τόπος, θα εξαφανιστούν οι πηγές, θα αχρηστευτούν όλες οι γεωτρήσεις από τις οποίες υδρεύονται και αρδεύονται όλα τα χωριά της περιοχής».
Επομένως; Σύμφωνα με τον Κυριάκο Παναγιωτόπουλο, δεν πρέπει να γίνει καμία επέκταση αλλά να συνεχιστεί η εξόρυξη στα παλιά μεταλλεία, από τα οποία ναι μεν παράγονται απόβλητα αλλά σε ποσότητες που μπορεί να διαχειριστεί κανείς. Ο ίδιος σημειώνει εξάλλου ότι έργα εξόρυξης μεγάλου μεγέθους γίνονται σε χώρες που διαθέτουν αχανείς εκτάσεις και βρίσκονται μακριά από κατοικημένες περιοχές. «Η Ελλάδα είναι μικρή χώρα για να μπορέσει να σηκώσει ένα τέτοιο μέγεθος» προσθέτει.
Γιατί όμως δεν γίνεται η ίδια συζήτηση για την εξόρυξη του λιγνίτη, η οποία είναι επίσης ρυπογόνα; «Ο λιγνίτης καλύπτει τις ενεργειακές ανάγκες όλης της Ελλάδας. Αν μου λέγατε ότι με την καταστροφή της Χαλκιδικής θα σωθεί η χώρα θα ήμουν ο πρώτος που θα συμφωνούσε. Αλλά δεν πρόκειται περί αυτού. Το περιβαλλοντικό κόστος είναι τεράστιο και το οικονομικό όφελος σχεδόν ανύπαρκτο» απαντά.
«Θέλω να πιστεύω ότι, επιλέγοντας τη νομική οδό, η κυβέρνηση θα τηρήσει τις προϋποθέσεις που συνεπάγονται από αυτήν. Δεν μπορεί όταν προσφεύγεις στη διαιτησία, που σημαίνει ότι αμφισβητείς εμπράγματα ότι η εταιρία τηρεί τους όρους παραχώρησης και τους περιβαλλοντικούς όρους να δίνεις άδειες έστω και δευτερεύουσας σημασίας ή ακόμη περισσότερο να επιτρέπεις να λειτουργεί για να συνεχίσει το καταστροφικό της έργο. Κατά τη γνώμη μου, αυτά τα δυο πράγματα είναι ασύμβατα» καταλήγει ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ.