Παναγιώτης Τέτσης, ο μάγος του φωτός και των χρωμάτων

Παναγιώτης Τέτσης, ο μάγος του φωτός και των χρωμάτων
«Λαϊκή αγορά» 1979-1982, τέμπερα σε μουσαμά

Η αναδρομική έκθεση «Η εμμονή του βλέμματος» περικλείει το δημιουργικό σύμπαν ενός από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς ζωγράφους.

Έγινε ζωγράφος προτού καν αποκτήσει συνείδηση. Από πολύ μικρός η ματιά του άνοιξε στην προοπτική έτσι όπως κοιτούσε από ψηλά το κατακόρυφο, αιχμηρό τοπίο της Υδρας, του γενέθλιου νησιού του. Το «βαθύ μπλε του βοριά», όπως περιέγραφε αργότερα, η δύναμη που δίνει στα σχήματα το φως και η καλοκαιρινή φωτοχυσία που θολώνει τα περιγράμματα, η εμμονή της παρατήρησης ξανά και ξανά κάθε ξεχωριστού αντικειμένου έγιναν δεύτερη φύση του, πρωτογενή συστατικά της καλλιτεχνικής ουσίας του.

«Απ’ όταν γεννήθηκα βράχια και θάλασσα έβλεπα. Πλέον δεν χρειάζεται να τα αντικρίζω για να τα ζωγραφίζω, έχουν αποτυπωθεί τόσο έντονα στο μυαλό μου, στο πετσί μου, που είναι σαν να τα έχω μπροστά μου» έλεγε ώριμος πια καθώς θυμόταν τα χρόνια που ξεκίνησε να ζωγραφίζει, συμπληρώνοντας: «Μπορώ να καταλάβω ανά πάσα στιγμή κι ας βρίσκομαι στο κέντρο της Αθήνας, ανάλογα με το πώς είναι ο καιρός και το πώς φυσάει ο άνεμος, τι είδους απόχρωση μπορεί να έχει εκείνη την ώρα η θάλασσα της Υδρας».

«Απ’ όταν γεννήθηκα βράχια και θάλασσα έβλεπα. Πλέον δεν χρειάζεται να τα αντικρίζω για να τα ζωγραφίζω» έλεγε ο ζωγράφος

Με όλους τους καιρούς

Γιος ταβερνιάρη, ο Παναγιώτης Τέτσης δεν ήταν ένα προνομιούχο παιδί εκείνα τα άγονα προπολεμικά χρόνια, πολύ πριν η Υδρα γίνει δημοφιλής προορισμός. Τις πρώτες του ζωγραφιές τις έφτιαξε με χρώματα από το τοπικό παντοπωλείο, παιδί ακόμη. Το ζωγραφικό ταλέντο του ανακάλυψε πρώτος ο Γερμανός ζωγράφος Καρλ Φρισλάντερ, τον οποίο συνάντησε μια μέρα που πήγε για μπάνιο. Ο εκκολαπτόμενος καλλιτέχνης έμαθε για τον Ελ Γκρέκο, τον Πολ Σεζάν, για τη φόρμα και τη σύνθεση, καθώς ο πρώτος του δάσκαλος τον μύησε στα μυστικά της ζωγραφικής, από τα οποία δεν ξέφυγε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του στα 91 του χρόνια, το 2016.

Στους πρώτους δασκάλους, πριν από τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών, αναγνώριζε τον Δημήτρη Πικιώνη και τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, οι οποίοι είδαν πρώιμα σχέδιά του και τον ενθάρρυναν. Γι’ αυτό κι εκείνος, ακόμη και μετά θάνατον, ενθαρρύνει τους νέους καλλιτέχνες επιτρέποντας την πώληση έργων του από τη δωρεά 224 πινάκων, χαρακτικών και σχεδίων προς την Εθνική Πινακοθήκη προκειμένου με τα χρήματα αυτά να αγοραστούν έργα τους. Γενναιοδωρία; Κάτι περισσότερο, αφού, όπως μας πληροφόρησε η επιμελήτρια της έκθεσης Εφη Αγαθονίκου, δεν έβαλε ποτέ κανέναν όρο στη δωρεά προς την Εθνική Πινακοθήκη. Ούτε καν να εκθέτει τα δικά του έργα.

Ιδιο μοτίβο, άλλη ερμηνεία

Μπαίνοντας στην κεντρική είσοδο του μουσείου, το πρώτο έργο που συναντάς είναι η «Λαϊκή αγορά» του Παναγιώτη Τέτση. Αυτή η εκθαμβωτική λαϊκή ζωφόρος με τα έντονα κόκκινα, πορτοκαλιά, πράσινα πάνω σε μπλε και κατακίτρινα, μια χρωματική αποθέωση της καθημερινής ανθρώπινης ασχολίας, όπως η πώληση και η αγορά προϊόντων στη λαϊκή της Ξενοκράτους στο Κολωνάκι, που την παρατηρούσε κάθε Παρασκευή επί σειρά ετών από το παράθυρο του σπιτιού του. Με όλους τους καιρούς, σε κάθε εποχή, όλες τις ώρες της μέρας. Η «Λαϊκή αγορά» που δώρισε ο ζωγράφος στην πινακοθήκη έχει έκταση δεκαπέντε μέτρων από τα συνολικά πενήντα του εμβληματικού τοιχογραφικού έργου, μας πληροφόρησαν άνθρωποι του μουσείου.

Με ένα αντίστοιχο έργο, δάνειο από ιδιωτική συλλογή, ξεκινάει και η περιήγηση του θεατή στον ζωγραφικό κόσμο του καλλιτέχνη, όπως αποτυπώνεται στη μεγάλη αναδρομική έκθεση με τίτλο «Η εμμονή του βλέμματος» που παρουσιάζεται στον χώρο των περιοδικών εκθέσεων της πινακοθήκης. Πώς θα μπορούσε να ξεκινήσει αλλιώς; Ούτε χωρίς την Υδρα, τη θεμελιακή πρώτη έμπνευση, θα μπορούσε να ξεκινήσει το ταξίδι στα άδυτα της ζωγραφικής του. Τα υδραίικα τοπία, γαιώδη ή υπέρλαμπρα που κρέμονται ακριβώς απέναντι συμπληρώνουν τον καθοριστικό πρόλογο για τη συνέχεια. Ο ένας μάλιστα από τους πίνακες, η Υδρα του 1985, δωρήθηκε στο μουσείο από τον γιο του μετά τον θάνατό του, καθώς ο Τέτσης δεν μπορούσε να το αποχωριστεί από τον τοίχο του καθιστικού του.

Την άρρηκτη σχέση του ζωγράφου, χαράκτη, δασκάλου και ακαδημαϊκού με την Εθνική Πινακοθήκη τόνισε η διευθύντρια του μουσείου Συραγώ Τσιάρα λίγο προτού ξεκινήσει η ξενάγηση των δημοσιογράφων από την επιμελήτρια της έκθεσης, υπενθυμίζοντας ότι ο καλλιτέχνης υπήρξε πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Πινακοθήκης. Εκανε επίσης λόγο για την πρώτη αναδρομική έκθεση που διοργάνωσε η πινακοθήκη για τον ζωγράφο πριν από 35 χρόνια, με τη συμμετοχή και της ίδιας στη δημιουργία του εκθεσιακού καταλόγου και στις ξεναγήσεις. Και η Εφη Αγαθονίκου θυμήθηκε τη συνεργασία της τότε με τον Τέτση –ο οποίος ήταν επιμελητής της έκθεσής του– και τις προσπάθειες που κατέβαλε να τον πείσει να τηρήσει χρονολογική σειρά, μια λογική που δεν τηρεί πλέον ούτε εκείνη ούτε η κ. Τσιάρα, καθώς το βάρος της έκθεσης πέφτει στις θεματικές ενότητες που διαδέχονται η μία την άλλη προκειμένου να αποκαλύψουν τον τρόπο με τον οποίο παρατηρεί τον κόσμο και τον μετουσιώνει σε τέχνη. «Θέλουμε ο επισκέπτης να νιώσει τη ζωγραφική του Παναγιώτη Τέτση. Οχι να δει μια γραμμική έκθεση με χρονολογική σειρά» εξηγεί η Εφη Αγαθονίκου, λίγες ώρες πριν από τα επίσημα εγκαίνια το απόγευμα της 10ης Απριλίου.

«Βάρκα» 1977 – 1978, λάδι σε μουσαμά

Καθώς περνάμε από ενότητα σε ενότητα, άλλοτε τυφλωνόμαστε από τη χρωματική πανδαισία των πινάκων, άλλοτε αφηνόμαστε στο παιχνίδι του φωτός με τις σκιές, άλλοτε μένουμε ώρα πολλή να παρατηρούμε πώς η ματιά του Τέτση έφερε στο προσκήνιο μικρές, ασήμαντες λεπτομέρειες. Λάδια, ακουαρέλες, χαρακτικά, κολάζ, όλα τα υλικά και οι τεχνικές επιστρατεύονται στην υπηρεσία της έμπνευσης καθώς περνάμε από τα πρώτα έργα στα ολόσωμα πορτρέτα φίλων που ποζάρουν για τον καλλιτέχνη με μια μεγάλη στάση προηγουμένως στα έργα του Παρισιού, μια πόλη που υπήρξε αποκάλυψη και απελευθέρωση για τον Τέτση, καθώς του ανέτρεψε όλα όσα ήξερε για την τέχνη.

Από τα σφαχτάρια με τα έντονα χρώματα, τους ποδοσφαιριστές που τον ελκύουν με τη δυναμική της κίνησης, παρόλο που δεν είχε ιδέα από ποδόσφαιρο, ακολουθούμε στα νεοκλασικά της Αθήνας, στις σκαλωσιές καθώς τη θέση τους έπαιρναν οι πολυκατοικίες, στην Υδρα ξανά και ξανά, στη Σίφνο σε πολλές παραλλαγές καθώς πέρασε εκεί πολλά καλοκαίρια. Για τον Τέτση τίποτε δεν είναι ίδιο όσες φορές κι αν το απεικονίσει. «Πάντα υπάρχει μια άλλη ερμηνεία ακόμη κι αν κάνω το ίδιο μοτίβο» συνήθισε να λέει, γιατί αυτά που ζωγράφιζε είχαν χωνευτεί τόσο πολύ μέσα του που απελευθέρωναν κάθε φορά νέες δυνάμεις και εκδοχές.

Οπως αναφέρει στον κατάλογο της έκθεσης η Εφη Αγαθονίκου, o Τέτσης «δεν ζωγραφίζει ποτέ μια φανταστική εικόνα αλλά κάτι που βλέπει, το έχει παρατηρήσει πολλές φορές και το γνωρίζει σε βάθος, όπως τη θάλασσα». Και συνεχίζει: «Για μεγάλα χρονικά διαστήματα που διαρκούν και τέσσερα αν όχι περισσότερα χρόνια, μελετάει σχεδόν εμμονικά ένα συγκεκριμένο θέμα. Δημιουργούνται “σειρές”, “ενότητες” όπως οι κήποι, οι μπαλκονόπορτες, οι καρέκλες, τα ναυπηγεία, τα τραπέζια, οι νεκρές φύσεις, οι βάρκες, τα πεύκα, τα βράχια της Υδρας».

«Το ηλιοβασίλεμα», λάδι σε μουσαμά

Δεν μπαίνει σε καλούπια

Ο Τέτσης έκανε ζωγραφική για τη ζωγραφική. Το αντικείμενο ήταν συχνά ένα πρόσχημα, όπως έλεγε. «Το έργο του μπορεί να γίνει αντιληπτό ανά περιόδους μέσα από τη συνομιλία του με τις εικαστικές παραδόσεις του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, ακόμη και την εκλεκτική του συγγένεια με τη μονοχρωματική αφαίρεση» γράφει η Συραγώ Τσιάρα στον εκθεσιακό κατάλογο. «Ωστόσο, αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε τη σταθερή προσήλωση του καλλιτέχνη στην παραστατική ζωγραφική» συμπληρώνει εξηγώντας την ικανότητά του να εξυψώνει το καθημερινό, όπως ένα απλό ψεκαστήρι, σε μια σπουδή χρωματικών εκρήξεων και σε μια ελεγεία της καλλιτεχνικής έκφρασης του ανθρώπινου βίου. Και όπως μας είπε στο τέλος της ξενάγησης: «Ο Τέτσης επιβεβαιώνει ότι τις κατηγοριοποιήσεις τις έχουν κάνει οι θεωρητικοί της τέχνης. Στον συγκεκριμένο ζωγράφο δεν υπάρχουν τέτοιου είδους διαχωρισμοί».

Οταν είπε «όχι» στη δικτατορία

Είναι εντυπωσιακό ότι ο Παναγιώτης Τέτσης, παρά τη φήμη του, δεν έχει δείξει ποτέ έργο του στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1970 θα επιλεγεί να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη Βενετία, αλλά θα αρνηθεί οτιδήποτε προέρχεται από τη χουντική κυβέρνηση ως άνθρωπος γνήσιος, ελεύθερος και βαθιά δημοκρατικός.

INFO
Έως 31.10.2025, Εθνική Πινακοθήκη – Κεντρικό Κτήριο – Περιοδική Έκθεση

Documento Newsletter