Πάμε πλατεία;

Πάμε πλατεία;

Οταν ο Τζίμης από τους «Δέκα μικρούς Μήτσους» πρότεινε στον φίλο του να πάνε πλατεία δεν φανταζόταν ότι μια αθώα βόλτα θα απέχει σήμερα πολύ λίγο από την ποινικοποίησή της.

Ο νεαρός ήρωας του Λάκη Λαζόπουλου πιθανόν να μην είχε διαβάσει το σύνταγμα όπου περιλαμβάνεται το δικαίωμα του συναθροίζεσθαι, τουτέστιν της ελεύθερης πρόσβασης σε δημόσιους χώρους. Ισως δεν το γνωρίζουν ούτε οι δεκάδες νέοι με την πάνινη ανάσα και τα ρουθούνια ταπωμένα με μάσκες που μαζεύονται στην Κυψέλη και στο Παγκράτι, στο Καρτιέ Λατέν του Παρισιού ή στην πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου.

Οι νυχτερινές συγκεντρώσεις τους δεν έχουν τα εμφανή χαρακτηριστικά της πολιτικής αντίστασης όπως είχε συμβεί με τους «αγανακτισμένους» στην περίοδο των μνημονίων, με τους εξεγερμένους φοιτητές στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου ή με εκείνους που προσδοκούσαν την «αραβική άνοιξη» στην Ταχρίρ του Καΐρου.

Ετσι, χωρίς προφανή αίτια είναι εύκολο για δημοσιογράφους, βουλευτές και επιδημιολόγους να τους αποκαλούν ανεύθυνους. Στην καλύτερη περίπτωση για την ερμηνεία της συμπεριφοράς τους σπεύδουν να συνδράμουν οι ψυχολόγοι, με κριτήριο την ηλικία που συμβαδίζει με την πίστη στο άτρωτο και ασυνείδητα στην άποψη του Χάιντεγκερ ότι ο θάνατος είναι «ανοίκειος» στην ανθρώπινη φύση.

Απουσιάζει ωστόσο εκκωφαντικά η κοινωνιολογική και οικονομική διάσταση του φαινομένου. Οι σημερινοί 20ρηδες και 30ρηδες, ειδικά στην Ελλάδα, μεγάλωσαν με ένα αίσθημα αδικίας, μαθαίνοντας από τα μικράτα τους τις σκληρές διαδικασίες για την εκταμίευση δόσεων. Προσπαθούν λοιπόν με μια μπίρα

στο χέρι να αποδιώξουν το φάσμα της ανεργίας που τους περιμένει, να ξεχάσουν τη φράση «θα πληρωθείς σε τρεις μήνες», να διαμηνύσουν ότι δεν τους αρκεί η οικογενειακή εστία όπου παγιδεύεται κανείς απομυζώντας τη σύνταξη της γιαγιάς και το φαγητό της μαμάς. Η βουβή διαμαρτυρία τους δείχνει ότι έχουν σιχαθεί να βλέπουν την ψευτοζωάρα του καθενός στο ίντερνετ, πως δεν γουστάρουν άλλο να κάνουν τον πόνο τους meme και την ανασφάλειά τους story.

Η αξόδευτη ακόμη ζωική ορμή της νιότης αρνείται να δεχτεί ότι ένας ιός μπορεί να την αφανίσει. Στις πλατείες λοιπόν αναζητούν το νόημα που ’χει κάτι απ’ τις φωτιές. Απέναντι στη μακάρια αυταρέσκεια ενός αποτυχημένου πολιτικού συστήματος που επικρίνει ακόμη και τις ήσυχες μαζώξεις τις οποίες διαταράσσουν μόνο οι αστυνομικές ντουντούκες, οι νέοι αντιδρούν με όποιον τρόπο μπορούν.

Στις πλατείες επομένως δεν συναθροίζονται μόνο σώματα που ενδεχομένως να φιλοξενούν τον ιό, αλλά και μυαλά που σκέφτονται και δεν είναι διατεθειμένα «να θυσιάσουν τις ελευθερίες τους στον βωμό του ονείρου ενός υγειονομικού κράτους», σύμφωνα με τον φιλόσοφο Μπερνάρ Ανρί Λεβί. Αλλωστε μπορούν άνετα να διαπιστώσουν την υποκρισία συγκρίνοντας τις επιτρεπόμενες ομάδες των εννέα ατόμων με τους 25 μαθητές ανά τάξη, βλέποντας τους στοιβαγμένους επιβάτες στα λεωφορεία, τις λιγοστές ΜΕΘ όπου από την κρατική ολιγωρία μπορεί να ξεψυχήσει ο παππούς τους. Διαισθάνονται ότι ο λοιμός τού σήμερα προετοιμάζει τον λιμό τού αύριο και η πλατεία είναι απλώς ο χώρος συνάντησης με τον Αλλο, όπου εξορκίζουν το ρίγος του φόβου και επαληθεύουν την κοινωνική τους υπόσταση την οποία δεν ανέχονται ακρωτηριασμένη ολοένα περισσότερο.

H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης

Documento Newsletter