Παλιά ελληνικά παιχνίδια: Από τον Μπαρμπα-Μυτούση στην παρέα της Νιόβης

Παλιά ελληνικά παιχνίδια: Από τον Μπαρμπα-Μυτούση στην παρέα της Νιόβης

Η Μαίρη Βέργου, επιμελήτρια του Μουσείου Μπενάκη Παιχνιδιών, ξεχωρίζει επτά ελληνικά παιχνίδια που αποτυπώνουν τη διαδρομή του παιδικού φετίχ από τη δεκαετία του ’20.

 

01

Γιογιό από ύφασμα και σπάγγο (1920s)

ΠΑΛΙΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Το γιογιό ήταν ήδη γνωστό από την αρχαιότητα και τα βυζαντινά χρόνια. Στη νεότερη Ελλάδα θεωρείται ένα καθαρά λαϊκό, πανηγυριώτικο παιχνίδι. Μέχρι το 1960 το γιογιό ήταν μια μπάλα από ύφασμα ή γυαλιστερό χαρτί, παραγεμισμένη με ροκανίδι ή κουρέλια. Γύρω της έδεναν ένα λάστιχο, την κρεμούσαν από αυτό και με δεξιοτεχνία τα παιδιά την ανεβοκατέβαζαν με το ένα χέρι. Αργότερα το γιογιό γινόταν από τσίγκο ή ξύλο, όπως στις μέρες μας.

 

02

Τσίγκινα άλογα (penny toys) των Δημήτρη Κολλάρου και Γεράσιμου Πρίφτη (1940s)

 ΠΑΛΙΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Τα τσίγκινα συρόμενα μικροπαίχνιδα πάνω σε μια βάση με ρόδες, η φτήνια των οποίων τα έκανε κοινό απόκτημα των παιδιών όλων των κοινωνικών τάξεων, θεωρούνται μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες των ευρωπαϊκών τσίγκινων παιχνιδιών στις αρχές του 20ού αιώνα. Το κόστος της κατασκευής τους ήταν μηδαμινό και αυτό ήταν το ζητούμενο. Ονομάζονται penny toys γιατί η αξία τους ισοδυναμούσε με μία πένα. Τσίγκινα μικροπαίχνιδα penny toys βρίσκουμε και στην Ελλάδα, προσαρμοσμένα στην ελληνική πραγματικότητα, ανάμεσα στις κατασκευές αρχικά των πανηγυρτζήδων αλλά αργότερα και των Ελλήνων βιοτεχνών και βιομηχάνων έως το 1960. Ο τρόπος της διαδικασίας του τσίγκου και της κατασκευής αυτών των τσίγκινων παιχνιδιών ήταν ακριβώς ο ίδιος με των Ευρωπαίων. Ο τσίγκος θεωρήθηκε από τα πιο δημοφιλή υλικά. Τα τσίγκινα παιχνίδια εντυπωσίαζαν με την ποικιλία των χρωμάτων και την ευρηματικότητα του τεχνίτη που τα είχε φτιάξει μέχρι τη δεκαετία του 1960, όταν τα πλαστικά παιχνίδια αντικαθιστούν τα τσίγκινα.

 

03

Κουκλοθέατρο Αθηνών – Ο Μπαρμπα-Μυτούσης της Ελένης Θεοχάρη-Περάκη (1940s)

ΠΑΛΙΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Το 1939 η ζωγράφος Ελένη Θεοχάρη-Περάκη ίδρυσε το Κουκλοθέατρο Αθηνών. Κατά την περίοδο της Κατοχής λειτουργεί με πρόγραμμα και για ενήλικες αλλά και για παιδιά δίνοντας παραστάσεις σε συσσίτια που οργανώνει ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός. Το 1943 δημιουργεί τον Μπαρμπα-Μυτούση, την κούκλα που έδωσε και το όνομά της στο θέατρο, με τη συνεργασία της Επης Πρωτονοταρίου, της Ελένης Κοτσίρη, της Κεούλας Κατσούρη, της Ανθούλας Ξανθού και της μουσικού Ερσης Παπαστάμου. Από τότε το Κουκλοθέατρο Αθηνών μετονομάζεται σε Κουκλοθέατρο Αθηνών – Ο Μπαρμπα-Μυτούσης και ξεκινά να ανεβάζει παραστάσεις στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ελληνικού Ωδείου. Ο Μπαρμπα-Μυτούσης, κούκλα με χαρακτηριστικό της τη μεγάλη κόκκινη μύτη, είναι ο καλός θείος που έχει και ρόλο παρουσιαστή, δεν μαλώνει, εξηγεί, συμβουλεύει και έχει έναν καλό λόγο να πει στο τέλος. Εξηγεί στα παιδιά την αληθινή φύση του παραμυθιού λέγοντας: «Μα στα παραμύθια άλλα είναι ψέματα κι άλλα αλήθεια». Τα δυο του ανίψια είναι ο υπομονετικός και πολύ σοβαρός Κλούβιος και η μικρή, σκανταλιάρα, έξυπνη Σουβλίτσα. Κατά τη διάρκεια της παράστασης γίνεται ο καλός θείος όλων των παιδιών που τον παρακολουθούν. Το κουκλοθέατρο του Μπαρμπα-Μυτούση έζησε 45 χρόνια. Μεγάλωσε και διαπαιδαγώγησε γενιές και γενιές παιδιών, ενώ σταμάτησε τη λειτουργία του το 1985.

 

04

Ξύλινη σβούρα εγχάρακτη (1950s)

ΠΑΛΙΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Η σβούρα είναι μια αναπαράσταση, μια μικρογραφία του φυσικού κόσμου. Ο πλανήτης μας, το σύμπαν το ίδιο, περιστρέφεται με μια αέναη κίνηση στον χώρο και τον χρόνο και η σβούρα μπροστά στα μάτια μας μιμείται για λίγα λεπτά αυτή την κοσμική δίνη. H σβούρα είναι από τα αγαπημένα παιχνίδια των παιδιών σε όλους τους πολιτισμούς. Λέξεις για τη σβούρα συναντάμε σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου. Η αρχαιότερη γραπτή αναφορά της απαντάται στον Ομηρο στην «Ιλιάδα» (ραψ. Ξ, στ. 413), όταν μια πέτρα που εκσφενδονίζει ο Αίας ο Τελαμώνιος μονομαχώντας με τον Εκτορα στριφογυρίζει «σα σβούρα» προτού χτυπήσει τον αντίπαλό του κατάστηθα. Το αρχαίο της όνομα ήταν στρόμβος, στρόβιλος ή βέμβιξ. Ηταν κωνική, φτιαγμένη από σκληρό ξύλο. Στην Ελλάδα του 20ού αιώνα η σβούρα γνώρισε τη χρυσή της εποχή τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Σε μια εποχή που δεν υπήρχε η σημερινή αφθονία σε παιχνίδια, «μια σβούρα στην τσέπη» ήταν πολύτιμο απόκτημα.

 

05

Κουμπαράς-αεροπόρος από γύψο του Δημήτρη Λιάτα (1950s)

ΠΑΛΙΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Στα δύσκολα χρόνια για τα παιδιά του πολέμου, της Κατοχής και της φτώχειας πρωταρχική έγνοια των γονιών ήταν η καλοτυχία του παιδιού τους που πίστευαν ότι θα την εξασφάλιζαν χαρίζοντάς του έναν κουμπαρά με λίγα κέρματα μέσα. Θεωρούσαν ότι τα λίγα κέρματα συμβόλιζαν τον πλούτο, αποτελώντας συγχρόνως την πρώτη μύηση στην αρετή της αποταμίευσης, ώστε το παιδί να μαζέψει αργότερα χρήματα για τις σπουδές του. Η Μαρία Αργυριάδη γράφει: «Από τα παιχνίδια πάντα ξεχώριζαν οι γύψινοι ανθρωπόμορφοι, ζωόμορφοι ή πτηνόμορφοι κουμπαράδες, το κατ’ εξοχήν πρωτοχρονιάτικο δώρο κυρίως των αγοριών. Τα πήλινα και τα γύψινα παιχνίδια τα κατασκεύαζαν αγγειοπλάστες των ηπειρωτικών και νησιωτικών περιοχών της Ελλάδας – Μικρασιάτες οι περισσότεροι, από το 1922 μέχρι και το 1960. Πολλά γίνονταν από σιδερένιες φόρμες-καλούπια των αρχών του 20ού αιώνα τις οποίες χρησιμοποιούσαν κυρίως στη Γερμανία οι νοικοκυρές και οι ζαχαροπλάστες τα Χριστούγεννα και το Πάσχα για να φτιάχνουν, με το σχήμα του καλουπιού, σοκολάτες, γλυκά ή μπισκότα. Οταν κάποια στιγμή οι φόρμες αυτές βρέθηκαν στην Ελλάδα, γύρω στο 1920 με 1930, χρησιμοποιήθηκαν στα χέρια των Ελλήνων κεραμιστών ως καλούπια για την κατασκευή γύψινων παιχνιδιών. Τις φόρμες αυτές είχε χρησιμοποιήσει μεταξύ άλλων ο πηλοπλάστης Δημήτρης Λιάτας, στο Λυγουριό της Πελοποννήσου, για ανθρωπόμορφους, γύψινους χρωματιστούς κουμπαράδες – κυρίως κεφάλια αεροπόρων και παιδιών».

 

06

Κουρδιστός σταθμός τρένου της εταιρείας Χρήστος & Ευάγγελος Παπαευαγγέλου ΟΕ (εμπορικό σήμα ΦΙΝΟ ή FINO) [1960s]

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΠΑΛΙΑ

Ο σταθμός τρένου με μηχανή και βαγόνια σε πλατφόρμα από χρωμολιθογραφημένο τσίγκο λειτουργεί με μηχανισμό κλειδιού (clockwork). Και ενώ μέχρι τη δεκαετία του 1960 ο τσίγκος ήταν ένα ευπρόσδεκτο και φτηνό υλικό, τα πράγματα από εκεί και έπειτα αλλάζουν. Στα εργοστάσια κατασκευής παιχνιδιών με πρώτη ύλη τη λαμαρίνα τύπωναν επάνω της ξεχωριστά κάθε τμήμα του παιχνιδιού σε πολλαπλή ποσότητα. Η λαμαρίνα κοβόταν σε λωρίδες και ύστερα έκοβαν κάθε τμήμα. Τα τυπωμένα τμήματα έμπαιναν σε πρέσες και διαμορφώνονταν σε καλούπια. Στη συνέχεια τοποθετούσαν τον τσίγκο σε κοπτικά καλούπια για να πάρει την τελική του μορφή. Για ένα παιχνίδι χρειάζονταν το λιγότερο από τρία έως δέκα καλούπια, ένα για τον κυρίως κορμό και τα υπόλοιπα για τα επιμέρους ξεχωριστά τμήματα. Το ένα τμήμα του παιχνιδιού είχε θηλιές, ενώ το άλλο το τρυπούσαν με το τσιμπιδάκι εκεί ακριβώς όπου θα έμπαιναν οι θηλιές όταν θα γινόταν η ένωση των δύο τμημάτων. Μετά γινόταν η κούρμπα και στα δύο τμήματα, τα οποία τοποθετούσαν σε ξύλινα κασόνια, το ένα πάνω στο άλλο, βάζοντας ανάμεσά τους εφημερίδες ή κίτρινο χασαπόχαρτο για να μη γδέρνονται μεταξύ τους. Οταν το παιχνίδι είχε μηχανισμό τον έβαζαν στο εσωτερικό του προτού ενώσουν τα δύο τμήματα. Το τσίγκινο παιχνίδι ήταν ακριβό αφενός λόγω των πολλών φάσεων εργασίας, αφετέρου γιατί η περισσότερη δουλειά γινόταν με το χέρι.

 

07

Κούκλα μόδας Νιόβη με κατάλογο ρούχων του Ιωάννη Κεχαγιά (1960s)

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΠΑΛΙΑ

Την ιδέα μιας κούκλας που παρουσιάζει τη μόδα των μικρών κοριτσιών στην Ελλάδα τη βρίσκουμε γύρω στη δεκαετία του 1960 σε τρεις μικρές κούκλες από πλαστικό, τη Λεώνη, τη Λώρα και τη Λύντα, δημιουργίες του Ιωάννη Κεχαγιά, ο οποίος τις διέθετε με έναν κατάλογο των ρούχων τους: «Υψηλή μόδα Κεχαγιά: Φορούν το είδος των φορεμάτων που αρέσει περισσότερο και τα πλούσια μαλλιά τους προσφέρονται για όλα τα χτενίσματα. Γι’ αυτές τις τρεις κούκλες η “Μόδα Κεχαγιά” έχει ετοιμάσει σε αποκλειστικότητα πλήρη γκαρνταρόμπα σε χαρούμενα νεανικά στιλ. Για κάθε περίπτωση υπάρχει το κατάλληλο φόρεμα και καθώς οι τρεις φίλες έχουν τα ίδια μέτρα μπορεί κανείς τα φορέματα της μιας να τα φορέσει στις άλλες» έγραφαν οι διαφημίσεις αυτών των κουκλών. Αργότερα στην παρέα των κουκλών μόδας προστέθηκαν η Νιόβη και η Ναταλί και αγαπήθηκαν πολύ από τα μικρά κορίτσια. Το εργοστάσιο του Ιωάννη Κεχαγιά ήταν από τα πρώτα και μεγαλύτερα εργοστάσια κουκλών στην Ελλάδα. Η γυναίκα του φρόντιζε κυρίως το ντύσιμο κάθε κούκλας με αστικά ρούχα.

INF0

Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών, λεωφόρος Ποσειδώνος 14 & Τρίτωνος 1, Παλαιό Φάληρο (benaki.org)
Πηγές: Μαρία Αργυριάδη, «Το παιδί στον κύκλο του χρόνου», εκδόσεις Μουσείο Μπενάκη, 1997 «Το ελληνικό παιχνίδι – Διαδρομές στην ιστορία του», εκδόσεις ΕΛΙΑ & ΜΙΕΤ, 2008 Χρήστος Δ. Λάζος, «Παίζοντας στο χρόνο», εκδόσεις Αίολος, 2002

Διαβάστε επίσης:

Νικόλαος Ζάβρας: Δίνοντας πνοή στον μύθο της Joy-Toy

Ετικέτες

Documento Newsletter