Παιχνίδια Μητσοτάκη και με το ενεργειακό

Ενώ όλη η Ευρώπη αυξάνει την παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη, ο πρωθυπουργός επιμένει να τον θεωρεί ακριβό καύσιμο, εξοργίζοντας με την εμμονή του
ακόμη και δικούς του βουλευτές

Σε κινούμενη άμμο για την κυβέρνηση Μητσοτάκη τείνει να εξελιχθεί το ενεργειακό λόγω των τεράστιων αυξήσεων στην τιμή του φυσικού αερίου, με το μείγμα ρεύματος που καταναλώνουμε αυτήν τη στιγμή να προέρχεται κατά 45% από το φυσικό αέριο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η μέση μηνιαία τιμή ρεύματος στην Ελλάδα τον περασμένο Φεβρουάριο διαμορφώθηκε στα 213,43 ευρώ ανά μεγαβατώρα, η πιο υψηλή στην Ευρώπη, με δεύτερη την Ιταλία και τρίτη την Πορτογαλία, ενώ το φτηνότερο ρεύμα στην Ευρώπη τον περασμένο μήνα είχαν το Λουξεμβούργο (131,95 ευρώ/MWh), η Πολωνία (120,86 ευρώ/MWh) και η Δανία (110,25 ευρώ/MWh).

Και να σκεφτεί κανείς ότι ακόμη δεν έχουν φτάσει στην πρίζα μας οι υπέρογκες αυξήσεις λόγω των διεθνών κυρώσεων στη Ρωσία για την εισβολή στην Ουκρανία.
Το σίγουρο είναι ότι το ακριβό ρεύμα έχει ουρά και δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Για παράδειγμα, στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου οι τιμές στη λεγόμενη «προ ημερήσια» χονδρική αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος είχαν σπάσει το φράγμα των 400 ευρώ ανά μεγαβατώρα στην Ευρώπη σε μια μακρά πορεία που είχε ξεκινήσει από το καλοκαίρι του 2021. Στην Ελλάδα οι καταναλωτές είχαν δει τις αυξήσεις από τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.

Και, το κυριότερο, το πρόβλημα δεν είναι μόνο παγκόσμιο, όπως θέλει να λέει η κυβέρνηση. Διότι οι τιμές στην Ελλάδα αυξάνονται περισσότερο και για μεγαλύτερο διάστημα απ’ ό,τι στην Ευρώπη λόγω της εσπευσμένης (από τον Κυριάκο Μητσοτάκη) πρωτοκαθεδρίας του φυσικού αερίου, των στρεβλώσεων του εγχώριου ανταγωνισμού και των κερδοσκοπικών παιχνιδιών στο Χρηματιστήριο Ενέργειας.

Εκείνο που μας επιτρέπει να συγκρίνουμε τις τιμές σε σχέση με τις άλλες χώρες είναι οι year-to-date τιμές (η μέση τιμή στο διάστημα ενός έτους), στις οποίες η Ελλάδα είναι σταθερά πρωταθλήτρια στο μέσο κόστος της ηλεκτρικής μεγαβατώρας. Και η κατάσταση θα χειροτερέψει αφού μόλις την περασμένη Τετάρτη η τιμή του φυσικού αερίου έφτασε τα 194 ευρώ/μεγαβατώρα!

Τα fake news του Κυριάκου

Εντός του παραπάνω κλίματος προκαλεί μεγάλη εντύπωση η στάση του Κυρ. Μητσοτάκη, ο οποίος επιμένει ότι ο λιγνίτης είναι ακριβό καύσιμο. Μόλις την περασμένη Τρίτη μιλώντας στη Βουλή είπε επί λέξει ότι τα λιγνιτικά εργοστάσια «έκλεισαν γιατί είχαν φτάσει στη λήξη της ζωής τους. Ο λιγνίτης πια είναι εξαιρετικά ακριβό καύσιμο. Και σήμερα με τις τιμές του φυσικού αερίου εκεί που βρίσκονται, ο λιγνίτης δεν είναι ανταγωνιστικό καύσιμο. Σταματήστε να αναπαράγετε αυτή την πιπίλα»!

Για κακή του τύχη η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, η οποία μάλιστα τυγχάνει και Πράσινη, μιλώντας στο γερμανικό ZDF δήλωσε πως πιστεύει «ότι μια μεταγενέστερη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα στη Γερμανία είναι δυνατή ενόψει πιθανής συμφόρησης στον ενεργειακό εφοδιασμό λόγω της σύγκρουσης με τη Ρωσία».

Και ο διευθύνων σύμβουλος του TAP Λούκα Σκιεπάτι μιλώντας στο «The Money Pod» μας πληροφόρησε ότι «οι τιμές στο αέριο θα σημειώσουν κάποια μείωση μέχρι το καλοκαίρι, αλλά με τη γεωπολιτική ένταση σε εξέλιξη δεν θα πρέπει να περιμένουμε ότι θα επιστρέψουν αυτομάτως στα επίπεδα του 2019 ή του 2020. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας απασχολήσει».

Κι ενώ όλη η Ευρώπη αυξάνει την παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη (η Γερμανία, για παράδειγμα, αύξησε την ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη κατά 20%, από 82,1 σε 99,1 TWh (τεραβατώρες), και από λιθάνθρακα κατά σχεδόν 31%, από 35,5 σε 46,4 ΤWh, φτάνοντας σε επίπεδα του 2019), ο Κυρ. Μητσοτάκης δηλώνει ότι «είμαστε εξαρτημένοι από εισαγόμενο φυσικό αέριο» και αναρωτιέται: «Ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό;»! Προφανώς οι πολίτες, να πούμε εμείς. Και η συμβολή του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα έχει πέσει στο 5,94%.

«Πρέπει να δοθεί παράταση»

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρωθυπουργός κατάφερε να εξοργίσει με την εμμονή του ακόμη και δικούς του βουλευτές, όπως τον βουλευτή Χανίων Μανούσο Βολουδάκη, ο οποίος κατά τη διάρκεια της συζήτησης του ν/σ για την Επιτροπή Ανταγωνισμού στη Βουλή δήλωσε ότι «πρέπει να δοθεί παράταση στη ζωή των βιώσιμων με τα σημερινά δεδομένα λιγνιτικών μονάδων» και ότι «οι αυξήσεις των τιμών φυσικού αερίου είναι τόσο μεγάλες ώστε η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη είναι φτηνότερη ακόμη και μετά το κόστος των ρύπων».

Την ίδια ώρα στελέχη της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ από την Κοζάνη τονίζουν ότι «η συμμετοχή του λιγνίτη στην προσφορά ρεύματος παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα (6%) γιατί η ΔΕΗ έχει πάρει δάνεια με ρήτρα διοξειδίου του άνθρακα, οπότε τα λιγνιτικά εργοστάσια μένουν εκτός του ενεργειακού “πάρτι”» και καταδικάζουν την άρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη «να δώσει λύση στο πρόβλημα επ’ ωφελεία των καταναλωτών που στην πλειονότητά τους είναι μεροκαματιάρηδες».

Μανούσος Βολουδάκης, Βουλευτής Χανίων ΝΔ


«Οι αυξήσεις των τιμών φυσικού αερίου είναι τόσο μεγάλες που η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη είναι φτηνότερη ακόμη και μετά το κόστος των ρύπων»

Οι μύθοι που γκρέμισε και οι τοίχοι που έχτισε

Του Γιώργου Αδαμίδη, πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ

Στη συζήτηση που πραγµατοποιήθηκε την προηγούµενη Τρίτη στη Βουλή και αφορούσε την ουκρανική κρίση υπήρξαν µεταξύ των άλλων αναφορές και εκτιµήσεις για την ενεργειακή κατάσταση της Ελλάδας. Ηταν µάλιστα τόση η πολιτική ευψυχία του πρωθυπουργού που ενώ θα έπρεπε λόγω της θεσµικής του ιδιότητας και των χαρακτηριστικών που απαιτεί το αξίωµά του να παρουσιάσει τις θέσεις του για τα ενεργειακά θέµατα στην πρωτολογία ή έστω τη δευτερολογία του, επέλεξε να επιχειρηµατολογήσει γι’ αυτά στην τριτολογία του. Τότε δηλαδή που κανένας δεν µπορεί να του απαντήσει και να τον καταστήσει υπόλογο της ακατάσχετης προπαγάνδας του κατά του ελληνικού λιγνίτη και υπέρ του εισαγόµενου φυσικού αερίου. Ετσι κι αλλιώς αυτά τα αισθήµατα κατωτερότητας που τον κατατρέχουν από την αρχή της θητείας του καθώς και η στάση του υπέρ του φυσικού αερίου υπήρξαν οι κύριες αιτίες της ισχυρογνωµοσύνης και της επιµονής του σε µια λάθος επιλογή, από τη στιγµή που εξήγγειλε την απολιγνιτοποίηση της παραγωγής ενέργειας της χώρας στην 76η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.
Αυτό είναι και το κοµβικό σηµείο έντασης των προβληµατισµών µας σχετικά µε τον χαρακτήρα και τα κίνητρα της απόφασης του πρωθυπουργού. Η βίαιη απολιγνιτοποίηση που επέλεξε να ακολουθήσει ο κ. Μητσοτάκης αποφασίστηκε τη στιγµή που η χώρα δεν είχε –και δεν φαίνεται ότι θα αποκτήσει σύντοµα– αυτάρκεια από τις ανανεώσιµες πηγές ενέργειας. Εποµένως καταρρίπτεται αυθωρεί ο µύθος περί άµεσης απανθρακοποίησης και περίσσειας οικολογικών ευαισθησιών που χρησιµοποιήθηκε ως κεντρικό ιδεολογικό ευφυολόγηµα για την πανηγυρική δήλωσή του στον ΟΗΕ.

Η καύση άνθρακα θα συνεχιστεί για µεγάλο ακόµη χρονικό διάστηµα αν θέλουµε να παραµείνουµε ενεργειακά ασφαλείς ως χώρα. Το επόµενο επίπεδο προάσπισης των συµφερόντων του φυσικού αερίου ήταν η φτηνότερη τιµή του σε σχέση µε τον εγχώριο λιγνίτη. Οµως, δυστυχώς για τον κ. Μητσοτάκη, όσο πίσω κι αν γυρίσουµε, ακόµη και την ακηδία της απεµπόλησης των δικαιωµάτων ρύπων από την κυβέρνηση Σαµαρά – Βενιζέλου να αποδεχθούµε, και πάλι ο λιγνίτης παραµένει εκκωφαντικά φτηνότερος από το φυσικό αέριο. Τους τελευταίους έξι µήνες η τιµή κόστους της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύµατος από λιγνίτη δεν ξεπέρασε τα 140 €/ΜWh µε αγορά δικαιωµάτων ρύπων 100 €/t, ενώ την ίδια ώρα η αντίστοιχη τιµή από µονάδες φυσικού αερίου κυµαίνεται από 250 έως 415 €/ΜWh, εκτινάσσοντας στα ύψη τους λογαριασµούς ηλεκτρικής ενέργειας και οδηγώντας τους καταναλωτές σε απόγνωση. Και αυτά τη στιγµή που η Ευρώπη µειώνει στο ελάχιστο τη χρήση του φυσικού αερίου και αυξάνει τη χρήση λιγνίτη και άνθρακα. Το ενεργειακό µείγµα της Ελλάδας σήµερα είναι περίπου 55% φυσικό αέριο και 8% λιγνίτης, όταν η Γερµανία κάνει χρήση 40% άνθρακα-λιγνίτη και η Πολωνία 87% λιγνίτη.

Ολα αυτά δείχνουν ένα και µόνο πράγµα. Η απόφαση του πρωθυπουργού για τη βίαιη απολιγνιτοποίηση δεν είχε ούτε καν ως πρόφαση κάποια οικονοµοτεχνική παράµετρο. Ηταν µια καθαρά πολιτική επιλογή που προκαλεί ζηµία στον ελληνικό λαό και κέρδη µόνο σε όσους παράγουν ενέργεια από φυσικό αέριο. Πότε όµως ο κ. Μητσοτάκης έθεσε στην κρίση του ελληνικού λαού αυτή του την επιλογή; Σε ποια προεκλογική του παρέµβαση παρουσίασε το σχέδιό του για την απολιγνιτοποίηση έτσι όπως εξελίσσεται σήµερα; Μπορεί να ισχυρίζεται ότι έχει την έγκριση του εκλογικού σώµατος; Εξήγησε προεκλογικά τι προτίθεται να κάνει; Αναλογίστηκε ποτέ σοβαρά τι θα γίνει µε τις τοπικές κοινωνίες των λιγνιτοφόρων περιοχών; Προέβλεψε την οικονοµική καταστροφή και την πρωτοφανή πληθυσµιακή συρρίκνωση της δυτικής Μακεδονίας;

Τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη. Ο κ. Μητσοτάκης είχε επιλέξει πριν ακόµη εκλεγεί πρωθυπουργός µε ποια πλευρά της κοινωνίας θα συµπορευτεί. Τριτολογώντας την προηγούµενη Τρίτη στη Βουλή ισχυρίστηκε πως ήρθε η ώρα να γκρεµίσει τους µύθους της αξιωµατικής αντιπολίτευσης. Αντ’ αυτού έχτισε τοίχους προστασίας για τα συµφέροντα του φυσικού αερίου στηρίζοντας µε αδιαλλαξία και δογµατισµό τις πολιτικές εκείνες που εκτίναξαν τον πληθωρισµό τους δύο πρώτους µήνες του χρόνου σε επίπεδα που είχαµε να δούµε από την εποχή της δραχµής. Και δεν φταίει γι’ αυτό ο πόλεµος.

Διδάγματα για την Ελλάδα από τον πόλεμο στην Ουκρανία

Του Σωτήρη Ρούσσου,  αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Είναι επίπλαστος και χωρίς νόηµα ο χωρισµός που αναδύεται από τις προσεγγίσεις για τον πόλεµο στην Ουκρανία. Είναι δύο διαφορετικού τύπου αναλύσεις. Η µια ανάλυση για την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία συνδέεται µε τους διεθνείς κανόνες. Προφανώς πρόκειται για καταπάτηση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου και παραβίαση όλων των κανόνων της διεθνούς κοινωνίας. Η άλλη ανάλυση αφορά το γιατί φτάσαµε ως εκεί. Η µέχρι τώρα στρατηγική ΗΠΑ και ΕΕ ήταν αποτυχηµένη, όπως φαίνεται εκ του αποτελέσµατος. ∆εν κατάφερε να δηµιουργήσει ένα µηχανισµό ασφαλείας στην Ευρώπη που να περιλαµβάνει και τη Ρωσία ώστε να λυθούν προβλήµατα όπως αυτό µε την Ουκρανία.

Μετά το 1990 και την ουσιαστική ήττα της Σοβιετικής Ενωσης στον Ψυχρό Πόλεµο η ∆ύση αντιµετώπισε τη Ρωσία µε αλαζονεία, δεν αποδεχόταν το στάτους της ως µεγάλης δύναµης, αλλά την αντιµετώπισε σαν χώρα χωρίς µεγάλο εκτόπισµα στη διεθνή σκηνή. Αυτό οδήγησε τη ρωσική ελίτ σε δυσπιστία και καχυποψία απέναντι στη ∆ύση και ανέπτυξε την τάση για ρεβάνς. Η Ρωσία θέλει να περιφρουρήσει την άµεση περιφέρειά της. Κάτι τέτοιο είναι σύνηθες για τις περιφερειακές δυνάµεις, που έχουν την τάση να είναι ηγεµονικές στην άµεση περιφέρειά τους. Με αυτά τα δεδοµένα η στρατηγική της ∆ύσης ήταν όχι απλώς λανθασµένη αλλά επιζήµια και ουσιαστικός παράγοντας που φτάσαµε σε αυτό το αποτέλεσµα.

Υστερα από µια εβδοµάδα πολέµου φάνηκε ότι οι ρωσικές δυνάµεις δεν επιθυµούν µεγάλη καταστροφή πόλεων και αµάχων. ∆εν είχαν κάνει αεροπορικές επιθέσεις σε κατοικηµένες περιοχές και ιδιαίτερα στο Κίεβο. Κι αυτό σε αντίθεση µε τις καταστροφικές επιθέσεις των νατοϊκών δυνάµεων στη Γιουγκοσλαβία το 1999 και αργότερα στη Βαγδάτη στο Ιράκ ή των ρωσικών δυνάµεων στην Τσετσενία, που ισοπέδωσαν το Γκρόζνι για να το καταλάβουν. Οι όποιες διπλωµατικές κινήσεις θα κριθούν στο πεδίο των µαχών. Αν οι ουκρανικές δυνάµεις καταρρεύσουν και η Ρωσία ελέγξει µεγάλες πόλεις όπως το Χάρκοβο, το Κίεβο και άλλες, η διπλωµατική πλάστιγγα θα γείρει σε βάρος των Ουκρανών, ενώ αν βαλτώσουν οι ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, η Ρωσία θα αναζητήσει αξιοπρεπή αποχώρηση από την Ουκρανία ή διατήρηση ρωσόφωνων περιοχών και ένα τµήµα στις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Εφόσον δεν έχουν καταληφθεί οι µεγάλες πόλεις, ο χρόνος µετρά υπέρ των Ουκρανών.

Από την πλευρά της η ∆ύση πρέπει να αφήσει ένα παράθυρο διαπραγµάτευσης στη Ρωσία σαν δίοδο διαφυγής –όπως γίνεται σε όλους τους πολέµους– για να βρεθεί διπλωµατική λύση. Αλλιώς, η σκληρή και άκαµπτη πολιτική δεν δηµιουργεί συνθήκες για εκεχειρία και ο πόλεµος θα συνεχίζεται.
∆εν φοβάµαι για µια σύγκρουση του ΝΑΤΟ µε τη Ρωσία. Οµως κάποιες δυνάµεις φιλικές στις ΗΠΑ, όπως η Ινδία, το Πακιστάν και ορισµένες από τις µοναρχίες στον Περσικό, δεν φαίνονται πρόθυµες να ακολουθήσουν τις κυρώσεις προς τη Ρωσία ή δεν διευκολύνουν τη ∆ύση στο ζήτηµα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Για παράδειγµα, η Σαουδική Αραβία δεν έκανε άµεσα καµιά κίνηση αύξησης της παραγωγής για να «ελαφρύνει» τις ΗΠΑ, που αναγκάζονται να ρίξουν στρατηγικά αποθέµατα πετρελαίου ώστε να πέσει η τιµή. Η Κίνα βλέπει µε ενδιαφέρον τι συµβαίνει αλλά δεν είναι διατεθειµένη να επιβάλει κυρώσεις αλλά ούτε να αναπτύξει πιο στενή συµµαχία µε τους Ρώσους. Είναι ικανοποιηµένη βλέποντας ότι η Αµερική στρέφει τις δυνάµεις της στην Ευρώπη αντί για τον Ειρηνικό και την Κινεζική Θάλασσα. Ο ανταγωνισµός µεταξύ ΗΠΑ ¬και Ρωσίας αντιµετωπίζεται ως θετική εξέλιξη από την Κίνα και πρόκριµα για δικές τους διεκδικήσεις στην Ταϊβάν, κάτι που όµως δεν είναι της παρούσης.

Για την Ελλάδα προκύπτουν σηµαντικά συµπεράσµατα. Πρέπει να ξανασκεφτούµε συλλογικούς µηχανισµούς κρίσεων και συγκρούσεων (σήµερα στην Ουκρανία, αύριο π.χ. στη Μεσόγειο). Χρειάζονται θεσµοί και κανάλια επικοινωνίας των κρατών για να αντιλαµβανόµαστε ότι έρχονται κρίσεις και να τις σταµατάµε σε θεσµικό επίπεδο και όχι ad hoc όταν οι συγκρούσεις συµβαίνουν. Επίσης, βλέπουµε ότι δεν υπάρχει ουσιαστική αλληλεγγύη προς την Ουκρανία, πολεµάει µε τις δικές της δυνάµεις και τον δικό της στρατό. Αυτά δείχνουν ότι η δική µας αποτροπή απέναντι στην Τουρκία πρέπει να βασιστεί στις δικές µας δυνάµεις, στην ανάπτυξη αµυντικής βιοµηχανίας στη χώρα µας, στη σύγχρονη οργάνωση του στρατού και την ενδυνάµωση της κοινωνίας.