Παιχνίδια από το 1925

Παιχνίδια από το 1925

Στην οδό Λυκούργου, στο κέντρο της Αθήνας, βρίσκεται το μαγαζί που άνοιξε ο παππούς Δαμίγος το 1925. Μέσα στον χρόνο τα παίγνια και τα αθύρματα έγιναν παιχνίδια και οι πλαγγόνες κούκλες.

Φωτογραφίες: Νίκος Παλαιολόγος

Σε έναν χώρο γεμάτο κούκλες, μουσικά κουτιά και μολυβένια στρατιωτάκια, ο Νίκος Δαμίγος διηγείται την ιστορία του πιο παλιού παιχνιδάδικου και του μοναδικού που έχει μείνει ανοιχτό στο κέντρο της Αθήνας. Ο πατέρας του ξεκίνησε ως μπακαλόγατος και γυρολόγος και κατέληξε να ανοίξει τη δική του επιχείρηση και να κάνει εισαγωγές. Χαζεύοντας τα διάφορα αντικείμενα, είναι αδύνατο να μην πέσει το μάτι σου στα ντουλάπια με τα συλλεκτικά παιχνίδια που ζωντανεύουν μια παραμυθένια ατμόσφαιρα άλλης εποχής. «Αν έρθει κάποιος και μας ρωτήσει “έχετε το τάδε;”, δεν χρειάζεται να ολοκληρώσει την πρότασή του. Η απάντησή μας είναι “όχι, δεν το έχουμε”» εξηγεί ο κ. Νίκος, ο οποίος απορρίπτει με συνέπεια τη λογική του έτοιμου και του πανομοιότυπου παιχνιδιού.

«Ο πατέρας μου άνοιξε το μαγαζί το 1925. Στην αρχή ήταν αποθήκη ψιλικών αλλά πραγματοποιούσε και κάποιες εισαγωγές παιχνιδιών. Την περίοδο της Kατοχής δούλευε με ελάχιστα φτωχικά ελληνικά παιχνίδια. Κατά κύριο λόγο λειτουργούσε ως ψιλικατζίδικο, ενώ πουλούσε ακόμη γυαλιά και τσατσάρες. Με αυτό τον τρόπο επιβιώσαμε με δυσκολίες και στη συνέχεια το γυρίσαμε στο παιχνίδι. Ο πατέρας μου ήταν ιδιόρρυθμος. Ξεκίνησε αγράμματος. Οταν ήρθε από τη Σαντορίνη είχε τελειώσει μόνο τη Δ΄ δημοτικού. Στην αρχή έκανε τον μπακαλόγατο, το παιδί που κουβαλούσε τα πιάτα στις ταβέρνες. Μετά έγινε γυρολόγος, έβγαινε στον δρόμο με καροτσάκι και πουλούσε την πραμάτεια του. Είχε όμως καλό όνομα στην αγορά παρά την ταπεινή καταγωγή του και την έλλειψη μόρφωσης. Εγώ ανέλαβα το μαγαζί το 1960. Οταν πήρα σύνταξη, ξεκίνησαν να το δουλεύουν και οι κόρες μου. Ακόμη και τα εγγόνια μου δείχνουν ενδιαφέρον».

Αλλαξαν οι εποχές και η γειτονιά

Η εποχή έχει αλλάξει αρκετά, το ίδιο και η εικόνα του κέντρου της Αθήνας, ωστόσο ο κ. Νίκος ζει από μωρό μέσα σε αυτό το παιχνιδάδικο και στην ίδια γειτονιά. «Πουλούσα παιχνίδια σχεδόν από πέντε ετών. Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου έβγαζε ένα τραπεζάκι έξω από την πόρτα και εγώ έδινα στον κόσμο τσατσάρες και γυαλιά. Παλαιότερα εδώ ήταν η καρδιά του εμπορικού κέντρου. Η οδός Αιόλου και η Σταδίου ήταν γεμάτες μαγαζιά. Τώρα έχουν ανοίξει πολλά καταστήματα και εμπορικά κέντρα σε όλες τις γειτονιές. Οι δρόμοι που κάποτε ήταν γεμάτοι μοιάζουν εντελώς ερημωμένοι».

Για μεγάλο χρονικό διάστημα το παιχνιδάδικο συντηρούνταν από την ελληνική αγορά. «Κατά κύριο λόγο τα παιχνίδια ήταν τενεκεδένια και ξύλινα. Καροτσάκια για κούκλες, κουνιστά αλογάκια, μεταλλικές κουζινούλες. Υπήρχαν ελληνικές βιοτεχνίες που έφτιαχναν καλές κούκλες, κουρδιστά παιχνίδια και παιχνίδια μπαταρίας. Στην πραγματικότητα αντέγραφαν τα ξένα παιχνίδια επειδή ήμασταν πολύ μικρή αγορά που δεν δεχόταν έλεγχο. Τώρα όλα αυτά τα κομμάτια είναι συλλεκτικά γιατί οι περισσότεροι τα πέταξαν και δεν τα κράτησαν στα σπίτια τους».

Ο κ. Νίκος θυμάται με λεπτομέρειες όλα τα μαγαζιά που βρίσκονταν στη γειτονιά. «Δίπλα μας υπήρχε ο θρυλικός Λαμπρόπουλος, ένα μαγαζί με οικιακά είδη, ένα χαρτοπωλείο, ένα καπελάδικο, ένα μαγαζί με ηλεκτρικά είδη και τα γραφεία της εφημερίδας “Βραδυνή”. Καμία σχέση με σήμερα. Αν παρατηρήσει κάποιος με προσοχή τούς γύρω δρόμους, θα δει ότι ακόμη και η Σταδίου είναι ερειπωμένη μέχρι το Σύνταγμα. Ο κόσμος φοβάται να έρθει στο κέντρο, κάτι που είναι παράλογο, γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κίνδυνος. Εχει κυριαρχήσει η αντίληψη ότι αν κατέβει κάποιος στην Ομόνοια, θα του συμβεί κάτι τρομερό. Και έτσι οι περισσότεροι επιλέγουν να κάνουν τα ψώνια τους στις γειτονιές».

Παίζοντας ραμί με καλούς φίλους

Το μυστικό του μαγαζιού είναι η προσήλωση στο ιδιαίτερο παιχνίδι, σε αυτό που απέχει από τη λογική της διαφήμισης και της νοοτροπίας του έτοιμου. «Εχουμε στραφεί στο εξειδικευμένο προϊόν. Δεν πουλάμε τίποτε που υπάρχει στα πολυκαταστήματα. Προσπαθούμε να φέρνουμε παραδοσιακά κομμάτια. Ξύλινα και πάνινα παιχνίδια, επιλεγμένα πλαστικά, λούτρινα, επιτραπέζια, κατασκευές. Υπάρχουν βέβαια και τα συλλεκτικά παιχνίδια, όπως τα στρατιωτάκια, τα τσίγκινα και τα μουσικά κουτιά. Πολλοί άνθρωποι αγοράζουν αυτά που θυμούνται από την παιδική τους ηλικία και θέλουν να τα κρατήσουν ζωντανά στη μνήμη τους. Σε άλλους αρέσουν κάποια αντικείμενα όταν διαπιστώνουν ότι διαφέρουν ριζικά από τα παιχνίδια του σωρού. Ενα μικρό μαγαζί σαν εμάς εξάλλου δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τα σουπερμάρκετ παιχνιδιών. Το προϊόν που πουλάνε αυτά δεν είναι το παιχνίδι που θέλουμε εμείς να δώσουμε».

O κ. Νίκος έχει μάθει να επισκευάζει μόνος του τα παιχνίδια επειδή από μικρή ηλικία τα χαλούσε. Ποια είναι όμως τα αγαπημένα του; «Υπήρχε ο Κουβαλιάς, μια διάσημη βιοτεχνία παιχνιδιών με μεγάλη αναγνώριση στο εξωτερικό. Εφτιαχνε ξύλινα παιχνίδια μοναδικά στον κόσμο. Πήραμε αρκετά όταν έκλεισε και αμέσως έγιναν ανάρπαστα. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πια τέτοια κομμάτια. Οταν πηγαίνω σε εκθέσεις, ψάχνω πάντοτε να βρω το κάτι άλλο, κάτι νόστιμο, κάτι έξυπνο. Το τι ζητάνε τα παιδιά σήμερα εξαρτάται και από τους γονείς τους. Αν βλέπουν όλη την ώρα τηλεόραση, θα θέλουν αυτά που εμφανίζονται στις διαφημίσεις, στη λογική ότι αφού το έχει ο άλλος πρέπει να το έχω και εγώ. Οταν έρχεται σε εμάς όμως ένας πελάτης, προσπαθούμε να του προτείνουμε κάτι ιδιαίτερο. Τα μεγάλα μαγαζιά είναι εντελώς απρόσωπα. Και εμείς δεν έχουμε καμία σχέση με τα παιχνίδια της μόδας».

Η εποχή που το κέντρο της Αθήνας ήταν γεμάτο παιχνιδάδικα τού φέρνει νοσταλγία. «Ο Μαγγιώρος, η Κοκκινουσκουφίτσα, ο Καστρινάκης, ο Τσουκάς. Στην οδό Σταδίου θυμάμαι το Σίδνεϊ Νόελ, ένα πανέμορφο και πολύ παλιό μαγαζί. Σιγά σιγά άρχισαν να κλείνουν και τελικά δεν έχει μείνει κανένα στο κέντρο της Αθήνας. Τα πράγματα πηγαίνουν λίγο καλύτερα και κινούνται κάπως περισσότερο απλώς γιατί δεν υπάρχει πιο κάτω να πάμε».

Και επειδή η αγάπη για το παιχνίδι δεν σταματάει ποτέ, ο κ. Νίκος παραδέχεται ότι ακόμη απολαμβάνει να παίζει με τους φίλους του. «Με τις παρέες μου αγαπάμε πολύ το ραμί, το οποίο παίζεται με χαρτιά της τράπουλας ή αριθμημένα τουβλάκια και θυμίζει λίγο το ντόμινο». 

Ετικέτες

Documento Newsletter