Εντονος σκεπτικισμός προκύπτει από το όψιμο ενδιαφέρον των δημοσιολογούντων για τον διεθνή διαγωνισμό PISA.
Σχόλια και αρθρογραφία δεν αποσκοπούν στη βελτίωση της πραγματικά προβληματικής παιδείας αλλά στην καλλιέργεια κλίματος τρομοκρατίας και φόβου για το μέλλον των παιδιών μας. Αν και υπάρχει γνήσιο ενδιαφέρον από γονείς, εντούτοις τα πραγματικά δεδομένα αποκρύβονται και δυστυχώς προβάλλονται μόνο από ειδικούς και πανεπιστημιακούς που καταπιάνονται με τα στατιστικά της εκπαίδευσης σε περιοδικά και social media.
Καταρχάς, ο διαγωνισμός δεν είναι πρωτάθλημα για να το κατακτήσεις ούτε καθρέφτης των εκπαιδευτικών συστημάτων καθώς οι πρώτοι, οι ασιατικές χώρες, έχουν δομήσει το σύστημά τους στον PISA.
Στην Ελλάδα έχει –ακόμη– χαρακτήρα μαθήματος-χαβαλέ και αυτό αποτυπώνεται στην τελική αδιαφορία. Ιδού γιατί η 44η θέση δεν είναι καθόλου κακή: στα διεθνή στάνταρντ γνώσης και δεξιοτήτων του διαγωνισμού οι Ελληνες μαθητές των μυρίων προβλημάτων που τους χλευάζουν για την «αποτυχία» πιάνουν 89%, όταν αντίστοιχα πετυχαίνουν 71,5% οι μαθητές της πρώτης Σιγκαπούρης, 35,6% του δεύτερου Μακάο και 60,2% της τρίτης Ταϊπέι.
Η κατάταξη στον διαγωνισμό, όπως λένε οι ειδικοί, καθρεφτίζει το ΑΕΠ και τα ποσά που δαπανούνται στο εκπαιδευτικό σύστημα. Φαίνεται ιδανικό επάγγελμα ο εκπαιδευτικός των 102.400 ευρώ ετησίως στην πρώτη Σιγκαπούρη, έχοντας επιπλέον και λιγότερες ώρες εργασίας, και 100 ώρες για επιμορφωτικές συνεδρίες. Εδώ, αντίθετα, υποαμείβεται και κάνει γραμματειακή δουλειά, καταφεύγει στην παραπαιδεία και χάνει κάθε ενδιαφέρον όταν σε νεαρή ηλικία αλωνίζει τη χώρα ως αναπληρωτής για ψιχία και διδάσκει μέχρι τα βαθιά 60 εφόσον καταφέρει να μονιμοποιηθεί.
Ολα προδίδουν μέθοδο. Οπως και η ανακοίνωση για την παράκαμψη του άρθρου 16 με την ίδρυση (κερδοσκοπικών) «μη κρατικών» πανεπιστημίων αφού έχουν ισοπεδώσει τα δημόσια σε υποδομές και προσωπικό.