Πόλεµος συµφερόντων δισεκατοµµυρίων, µυστικές συµφωνίες, αιµοσταγές λόµπινγκ και πολιτική αναλγησία.
Από την αρχή της πανδηµίας και παρά τις αρχικές υποσχέσεις ανώτατων πολιτικών αξιωµατούχων ότι τα εµβόλια θα αποτελέσουν κοινό παγκόσµιο αγαθό, η πραγµατικότητα είναι εκ διαµέτρου αντίθετη. Η έρευνα και ανάπτυξη των δηµοφιλέστερων εµβολίων έχει πραγµατοποιηθεί σε µεγάλο βαθµό µε τη χρηµατοδότηση δισεκατοµµυρίων ευρώ δηµόσιου χρήµατος που προέρχεται από τη φορολογία των πολιτών. Κι ενώ βάσει αυτού θα φάνταζε αυτονόητο ότι η διεθνής πολιτική εξουσία θα πίεζε να αρθούν οι πατέντες των εµβολίων προκειµένου να παραχθούν σε πολύ µαζικότερο επίπεδο και να σωθεί ανυπολόγιστος αριθµός ζωών, κάτι τέτοιο δεν συµβαίνει.
Αιτία είναι ότι εντός του ενδοκαπιταλιστικού πλαισίου συγκρούονται µεγάλες δυνάµεις µε µοναδικό στόχο το κέρδος. Το εφιαλτικό είναι πως πίσω από την απάνθρωπη προσπάθεια να µην αρθούν τα δικαιώµατα πνευµατικής ιδιοκτησίας των εµβολίων δεν βρίσκονται µόνο οι κολοσσοί της φαρµακοβιοµηχανίας αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπρόσωποι της οποίας καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδηµίας συναντιούνται αποκλειστικά µε λοµπίστες προκειµένου να συνδιαµορφώσουν την πολιτική τους.
«Απάνθρωπη και ανόητη η Ευρωπαϊκή Ενωση»
Απέναντι σε αυτήν τη ζοφερή κατάσταση η πρόταση του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν να απελευθερωθούν οι πατέντες για τα εµβόλια αποτελεί µια ανέλπιστη χαραµάδα αισιοδοξίας. Ειδικά από τη στιγµή που σε πολλές χώρες παγκοσµίως οι αριθµοί των θανάτων και των κρουσµάτων καλπάζουν, ενώ την ίδια ώρα ο ρυθµός εµβολιασµού περίπου στις µισές χώρες της υφηλίου κινείται σε τραγικά επίπεδα. Γεγονός που ενέχει τεράστιο κίνδυνο για την εµφάνιση µεταλλάξεων του ιού, οι οποίες δεν θα µπορούν να αντιµετωπιστούν από τα υφιστάµενα εµβόλια.
Υπό την πίεση της πρότασης Μπάιντεν, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε ότι η ΕΕ είναι έτοιµη να συζητήσει την άρση της πατέντας. Μια υπόσχεση που, όπως επισηµαίνεται σε µελέτη του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών, κάνει την ΕΕ να φαντάζει διεθνώς «απάνθρωπη και ανόητη». Κι αυτό γιατί είναι η ίδια ΕΕ η οποία δεν έχει συνταχθεί µε την πρόταση –υποστηρίζεται από 100 χώρες– που έχουν υποβάλει από τον περασµένο Οκτώβριο στον Παγκόσµιο Οργανισµό Εµπορίου (WTO) η Νότια Αφρική και η Ινδία σχετικά µε την άρση των πατεντών.
Η τωρινή στάση της ΕΕ φαντάζει ακόµη πιο υποκριτική αν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι ακόµη και σήµερα η καγκελάριος της Γερµανίας Ανγκελα Μέρκελ αλλά και ο πρωθυπουργός της –προσφάτως αποσχισθείσας– Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον τάσσονται κατά της άρσης των πατεντών. Η αιτία δεν είναι φυσικά άλλη από το γεγονός πως στις χώρες τους εδρεύουν η Pfizer-BioNTech και η AstraZeneca αντίστοιχα. Οι δύο εταιρείες έχουν χρηµατοδοτηθεί αδρά µε δηµόσιο χρήµα για να παρασκευάσουν το εµβόλιο και µετέπειτα τους επιτρέπεται –µε προκλητικό τρόπο από τους Ευρωπαίους ηγέτες– να διατηρούν αδιανόητα µονοπώλια. Ευρωπαίοι ηγέτες που εκµεταλλεύονται ακόµη κι αυτή την τόσο δύσκολη στιγµή για την ανθρωπότητα προκειµένου να λειτουργήσουν σαν εκπρόσωποι των πολυεθνικών, αδιαφορώντας πλήρως για την ανθρώπινη ζωή. Ακόµη µια φορά κάνουν την κρίση ευκαιρία.
Φαρµακοβιοµηχανίες: «Εµπιστευτείτε µας»
«Τα πάντα βρίσκονται σε ασφαλή χέρια. Η βιοµηχανία θα διασφαλίσει ότι τα εµβόλια θα φτάσουν παντού. ∆εν υπάρχει ανάγκη για έκτακτα µέτρα. Εµπιστευτείτε µας». Αυτό ήταν το περιεχόµενο των συναντήσεων µεταξύ των µεγάλων φαρµακευτικών πολυεθνικών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις αρχές του περασµένου ∆εκεµβρίου, βάσει ανάλυσης του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών την οποία δηµοσιεύει σήµερα το Documento. Αυτός ο ισχυρισµός από πλευράς των πολυεθνικών ακούστηκε στο πλαίσιο συζήτησης που πραγµατοποιούνταν ήδη από τότε για τη χαλάρωση των πατεντών των εµβολίων και τον διαµοιρασµό της τεχνολογίας ώστε να αντιµετωπιστεί η πανδηµία.
Μερικούς µήνες µετά ο ρυθµός των εµβολιασµών, ειδικά στις αναπτυσσόµενες και υπανάπτυκτες χώρες, αποδεικνύει ότι ο ισχυρισµός των πολυεθνικών δεν ήταν απλώς αναληθής: ήταν ψευδής και δόλιος, αφού εν µέσω πανδηµίας τα λόµπι των πολυεθνικών δίνουν µια τροµερή µάχη για τη γιγάντωση των κερδών τους. Μάχη που κερδίζουν πανηγυρικά.
Τα δεδοµένα στην αρχή της πανδηµίας όµως ήταν περισσότερο ενθαρρυντικά. Ηταν άλλωστε η ίδια η πρόεδρος της Κοµισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν που δήλωσε τον Απρίλιο του 2020 ότι «αυτό το εµβόλιο θα είναι το δικό µας παγκόσµιο, κοινό αγαθό». Υπόσχεση που αποδείχθηκε φρούδα, αφού, όπως επισηµαίνει το Παρατηρητήριο, «βλέπουµε µια ευθυγράµµιση στις τοποθετήσεις και στους ισχυρισµούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της οµάδας λόµπι των µεγάλων φαρµακευτικών εταιρειών». Οπως διαφάνηκε και από το αίτηµα των ΗΠΑ για απελευθέρωση της πατέντας για τα εµβόλια, «η µάχη σχετικά µε τα δικαιώµατα πνευµατικής ιδιοκτησίας γιγαντώνεται και είναι απίθανο να σταµατήσει».
«Μακρά προϊστορία εκφοβισµού άλλων χωρών»
Η κίνηση από πλευράς ΗΠΑ δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Τον περασµένο Οκτώβριο υποβλήθηκε από τις κυβερνήσεις της Νότιας Αφρικής και της Ινδίας στον WTO αίτηµα για άρση των πατεντών των εµβολίων και των φαρµάκων, «ώστε να επιτραπεί στις χώρες να παράγουν περισσότερα οι ίδιες, γεγονός που θα επιτάχυνε σε γενικότερο επίπεδο την παραγωγή». Η πρόταση των δύο κυβερνήσεων υποστηρίχτηκε από περίπου εκατό χώρες, η πλειονότητα των οποίων είναι αναπτυσσόµενες και υπανάπτυκτες. Οι ΗΠΑ –παρά την τωρινή στάση τους– δεν συνασπίστηκαν αρχικά στην επίµαχη πρόταση. Αρνητική ήταν και η ΕΕ, η οποία διά στόµατος της Φον ντερ Λάιεν, µετά την πρόταση Μπάιντεν, παρουσιάζεται πρόθυµη να προβεί σε σχετικές συζητήσεις.
Το αποτέλεσµα αυτών των συζητήσεων όµως παραµένει εξαιρετικά αβέβαιο, αφού η στάση της ΕΕ διαµορφώνεται από τις πιέσεις του λόµπι των φαρµακευτικών πολυεθνικών. Αλλωστε ανώτατα στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συναντούν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα λοµπίστες της φαρµακοβιοµηχανίας. Αυτή είναι και η αιτία που το Παρατηρητήριο σηµειώνει: «Η ΕΕ έχει µακρά προϊστορία εκφοβισµού άλλων χωρών προκειµένου να διασφαλίσει εκτεταµένα µονοπώλια για τις φαρµακευτικές και φυσικά δεν υπάρχει απολύτως τίποτε στον τρόπο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει διαχειριστεί τα δικαιώµατα πνευµατικής ιδιοκτησίας κατά τη διάρκεια της πανδηµίας, το οποίο να αναδεικνύει ότι υπάρχει αλλαγή κατεύθυνσης. Ακριβώς το αντίθετο».
«Ισχυρισµοί αδιάντροποι και ωφελιµιστικοί»
Η µεγαλύτερη ευρωπαϊκή οµάδα λόµπινγκ φαρµακευτικών πολυεθνικών είναι η Ευρωπαϊκή Οµοσπονδία των Φαρµακευτικών Βιοµηχανιών και Ενώσεων (EFPIA), η οποία, όπως υπογραµµίζει το Παρατηρητήριο, «έχει επηρεάσει την Επιτροπή σε τέτοια ζητήµατα». Το γεγονός ότι η EFPIA µάχεται από την αρχή της πανδηµίας ενάντια στην άρση των πατεντών είναι δεδοµένο. Το ακόµη σηµαντικότερο όµως είναι ότι οι ισχυρισµοί της EFPIA –το κόστος για το λόµπινγκ που πραγµατοποίησε το 2020 εκτοξεύτηκε στα 5,5 εκατ. ευρώ– αποδείχτηκε «ότι ήταν τόσο αδιάντροποι και ωφελιµιστικοί που είναι δύσκολο να τους εκλάβεις σήµερα ως κάτι διαφορετικό από γελοίους και χειριστικούς».
Οι κατηγορίες του Παρατηρητηρίου δεν είναι έωλες: από εσωτερικά έγγραφα που έχουν έρθει στην κατοχή του αποδεικνύεται ότι πολλά µέλη της Επιτροπής «βρίσκονται σε στενή επαφή µε την EFPIA από την έξαρση της πανδηµίας. Αυτό συµπεριλαµβάνει συζητήσεις για προµήθειες –ειδικά στις αρχικές ηµέρες της πανδηµίας– και τακτικές συζητήσεις σε πολιτικά θέµατα που δεν αφορούσαν µόνο τα δικαιώµατα πνευµατικής ιδιοκτησίας. Στα µέσα της πανδηµίας η EFPIA συναντιόταν τακτικά µε δηµόσιους υπάλληλους της ΕΕ προκειµένου να συζητήσουν πώς θα διασφαλιστούν και θα επιβληθούν ισχυρότεροι κανόνες στα δικαιώµατα πνευµατικής ιδιοκτησίας σε διµερείς εµπορικές συµφωνίες (µε χώρες όπως η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, ο Καναδάς, η Ινδονησία και η Χιλή)».
«Ακραίο µέτρο για ένα απροσδιόριστο πρόβληµα»
Το λόµπι όµως συνεχίστηκε, αφού και πιο πρόσφατα η EFPIA «άσκησε λόµπινγκ για µια ξεκάθαρη απόρριψη εκ µέρους της ΕΕ της πρότασης που υποβλήθηκε στον WTO». Προκειµένου να επιτευχθεί αυτό, στις 9 ∆εκεµβρίου 2020 πραγµατοποιήθηκε συνάντηση µεταξύ δύο λοµπιστών της EFPIA και µελών της Επιτροπής που είχαν οριστεί υπεύθυνα για τις διαπραγµατεύσεις µε τον WTO. Στην επίµαχη συνάντηση οι δύο λοµπίστες µετέφεραν το µήνυµα ότι «όλα βαίνουν καλώς» και αυτό οφείλεται στις πολυεθνικές. Σύµφωνα µε το Παρατηρητήριο, οι δύο λοµπίστες «µετέφεραν τις συνεργασίες στις οποίες έχουν δεσµευτεί οι παρασκευαστές εµβολίων, όπως και όσοι εργάζονται σε θεραπείες για την Covid-19, προκειµένου να αυξηθούν η βιοµηχανοποιηµένη παραγωγή και η συνολική προµήθεια εµβολίων και θεραπειών».
Τον καιρό που πραγµατοποιήθηκε η συγκεκριµένη συνάντηση τα εµβόλια της Pfizer-BioNTech, της AstraZeneca και της Moderna βρίσκονταν στα τελικά στάδια έγκρισής τους και η παγκόσµια κοινότητα ανησυχούσε µήπως παρά τις δεσµεύσεις και υποσχέσεις εξακολουθούσαν να υφίστανται εµπόδια σχετικά µε τη γρήγορη διανοµή τους. Ανησυχία που ορθώς υπήρχε, αφού την προαναφερθείσα συνάντηση ακολούθησε έγγραφο που δηµοσιοποίησε η ∆ιεθνής Οµοσπονδία Φαρµακευτικών Κατασκευαστών και Ενώσεων (IFPMA), στο οποίο η πρόταση της Νότιας Αφρικής και της Ινδίας στον WTO περιγράφεται ως «ακραίο µέτρο για ένα απροσδιόριστο πρόβληµα». Σύµφωνα µε τις πολυεθνικές δηλαδή, δεν υπήρχαν αποδείξεις ούτε καν για το ότι υπάρχει πρόβληµα σχετικά µε την έγκαιρη διάθεση των εµβολίων.
«85 χώρες δεν θα δουν επαρκή εµβόλια µέχρι το 2023»
Πέντε µήνες µετά, όµως, σηµαντική ποσότητα εµβολίων είχαν παραλάβει µόνο οι ΗΠΑ, το Ηνωµένο Βασίλειο και το Ισραήλ. Οι θάνατοι και τα κρούσµατα εξακολουθούν να αυξάνονται παγκοσµίως ακόµη και σήµερα. Μεταλλάξεις του ιού εµφανίζονται σε ολοένα περισσότερες χώρες. Και, ακόµη σηµαντικότερο, µεγάλο κοµµάτι του παγκόσµιου πληθυσµού, αυτό που για την ύπαρξή του αδιαφορεί η ∆ύση, δεν πρόκειται να εµβολιαστεί σύντοµα. Σύµφωνα µε εκτίµηση που πραγµατοποίησε τον Ιανουάριο του 2021 η Οικονοµική Μονάδα Πληροφοριών, «85 χώρες δεν θα δουν επαρκή διάθεση εµβολίων µέχρι το 2023 και στους µήνες που έχουν µεσολαβήσει τα πράγµατα δεν έχουν αλλάξει. Μέχρι τις 10 Απριλίου 2021 µόλις τρεις από τις 54 αφρικανικές χώρες ήταν ικανές να εµβολιάσουν µόλις το 1% των πολιτών τους». Κατάσταση που σκιαγραφείται από τον Παγκόσµιο Οργανισµό Υγείας ως «καταστροφική ηθική αποτυχία», ενώ από άλλους ως «πολιτική φυλετικού διαχωρισµού των εµβολίων».
Αυτονόητα η έλλειψη εµβολίων οδήγησε σε «εµβολιαστικό εθνικισµό». Αιτία είναι οι «περιορισµοί εξαγωγών που ισχύουν σε ΕΕ, ΗΠΑ, Ινδία και αλλού, καθώς και ότι οι φαρµακευτικές εταιρείες βρίσκονται υπό τεράστια πίεση να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, που σε πολλές περιπτώσεις δεν το καταφέρνουν». Μπορεί να φαίνεται ότι οι άµεσοι χαµένοι είναι µόνο οι χώρες χαµηλού εισοδήµατος, «αλλά µακροπρόθεσµα, µε µια πανδηµία που παραµένει, νέες µεταλλάξεις µπορεί να εµφανιστούν, να χρειαστεί νέος γύρος εµβολίων και πολλές ζωές να χαθούν».
Αυτό ουδόλως απασχολεί όµως τα µεγάλα συµφέροντα. Στην προαναφερθείσα συνάντηση του ∆εκεµβρίου του 2020 η EFPIA διαβεβαίωνε ότι η κατάσταση βρισκόταν στα ασφαλή… ιδιωτικά της χέρια. Το µόνο εµπόδιο, σύµφωνα µε την ίδια, για την επαρκή παγκόσµια διάθεση των εµβολίων ήταν «η ετοιµότητα των χωρών», οι «έγκαιρες κανονιστικές εγκρίσεις» και ο «έλεγχος της αλυσίδας εφοδιασµού». Μπορεί να ισχύει ότι όντως τους τελευταίους µήνες υπήρξαν «προκλήσεις στις µεταφορές σε πολλά επίπεδα», όµως οι αφρικανικές χώρες «έχουν δείξει ότι είναι προετοιµασµένες, αλλά ακόµη περιµένουν µάταια να εφοδιαστούν. Αυτή είναι η αιτία που η αύξηση της παραγωγής αφορά κυρίως τη συζήτηση για τα εµβόλια. Το πρόβληµα έχει αναγνωριστεί».
«Οι εταιρείες διστάζουν να συνάψουν συνεργασίες»
∆εδοµένης λοιπόν της µη δικαίωσης των προσδοκιών από τις πολυεθνικές σε µεγάλο βαθµό, το εύλογο ερώτηµα που τίθεται είναι πώς µπορεί να αυξηθεί η βιοµηχανοποιηµένη παραγωγή. Μια «αυτονόητη πρώτη επιλογή» είναι η χώρα που «κυριαρχούσε στην παραγωγή εµβολίων προ πανδηµίας, η Ινδία», επειδή δύναται σύµφωνα µε αναλύσεις να παράγει έως και 2,4 δισ. δόσεις εµβολίων ετησίως. Μέχρι στιγµής όµως µόλις ένα εργοστάσιο της χώρας, το Serum Institute, έχει προχωρήσει σε συµφωνία για την παραγωγή εµβολίων της AstraZeneca. Ο ετήσιος στόχος τέθηκε στο 1 δισ. εµβόλια, αρκετά µικρότερη παραγωγή από αυτή που θα µπορούσε να διεκπεραιώσει η Ινδία.
Αλλη λύση θα µπορούσε να ήταν ότι 21 γενικοί κατασκευαστές παγκοσµίως έχουν δεσµευτεί να συνεργαστούν για να παρασκευάσουν εµβόλια. Συµφωνία που παραµένει σε αδράνεια. Η απάντηση στο γιατί δεν επιλέγεται κάποια από αυτές τις λύσεις ενδεχοµένως να δόθηκε από τη Νικόλ Λούρι (Nicole Lurie), µέλος του Συνασπισµού για Πρωτοβουλίες Ετοιµότητας Πανδηµίας (Coalition for Epidemic Preparedness Innovations), η οποία τον περασµένο Φεβρουάριο δήλωσε πως «υπάρχει ακόµη υπέρβαση χωρητικότητας. Η πρόκληση είναι ότι τώρα οι εταιρείες που έχουν αναπτύξει εµβόλια είναι πραγµατικά διστακτικές να δηµιουργήσουν συνεργασίες, ειδικά µε ορισµένους παρασκευαστές αναπτυσσόµενων χωρών».
Η απάντηση όµως µπορεί να δοθεί όχι µόνο από τους γενικούς παρασκευαστές. Στη ∆ανία η εταιρεία Bavarian Nordic προσφέρθηκε προσφάτως να παρασκευάσει εµβόλια από το εργοστάσιό της, ενώ ανέµενε την έγκριση για την παραγωγή των δικών της εµβολίων. Τον περασµένο Φεβρουάριο ο CEO της εταιρείας δήλωσε αγανακτισµένος που «το προσωπικό µας µπορεί να επιτελέσει τον ρόλο του για τη ∆ανία, τη Σκανδιναβία και την Ευρώπη, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να θέλουν να µας αξιοποιήσουν». Οι προσπάθειες της εταιρείας να έρθει σε συµφωνία µε τις πολυεθνικές που ανέπτυξαν τα εµβόλια απέβησαν άκαρπες. Κι αυτό µολονότι, σύµφωνα µε το Παρατηρητήριο, η συγκεκριµένη εταιρεία «µπορεί να παραγάγει τις εµβολιαστικές ανάγκες της Σκανδιναβίας σε µία εβδοµάδα και συνολικά 240 εκατ. δόσεις εµβολίου ετησίως».
«Μυστικοί οι όροι των συµφωνιών»
Το να παραχωρούνται τα δικαιώµατα των εµβολίων σε λίγες εταιρείες, ειδικά εν µέσω πανδηµίας, είναι τροµακτικό, αφού «αφήνονται να αποφασίσουν αν θα επιτρέψουν την παραγωγή σε αναπτυσσόµενες οικονοµίες ή όχι. Για παράδειγµα, η Pfizer-BioNTech δεν έχει καταλήξει σε καµία συµφωνία εκτός Ευρώπης και ΗΠΑ. Η µοναδική πολυεθνική που έχει όντως συνάψει συµφωνίες µε πέντε εταιρείες στον παγκόσµιο νότο για την παραγωγή εµβολίων είναι η AstraZeneca, εξαιτίας των συνεργατών της στο Πανεπιστήµιο της Οξφόρδης. Συµφωνίες έχουν γίνει στην Ινδονησία, την Ινδία, την Ιαπωνία, την Αυστραλία, στο Μεξικό, στην Ινδία και αλλού».
Το αξιοσηµείωτο είναι ότι «οι όροι όλων αυτών των συµφωνιών παραµένουν µυστικοί, αλλά οι περισσότεροι αφορούν σχετικά µικρές ποσότητες, µε ελάχιστες αξιοσηµείωτες εξαιρέσεις. Χωρίς το Ινστιτούτο Serum της Ινδίας οι χώρες χαµηλού εισοδήµατος θα αντιµετώπιζαν σοβαρό πρόβληµα». Το πρόβληµα επιτείνεται περαιτέρω αν συνυπολογιστούν οι ανησυχίες σχετικά µε την ασφάλεια του εµβολίου της AstraZeneca για συγκεκριµένες πληθυσµιακές οµάδες, γεγονός που µπορεί να οδηγήσει την παγκόσµια διανοµή εµβολίων «σε τεράστια καταστροφή».
«Η βιοµηχανία κάθεται µαζί µε τις κυβερνήσεις»
Η εµπλοκή των φαρµακευτικών πολυεθνικών δεν σταµατάει εκεί. Οι «µεγάλοι παίκτες» της φαρµακευτικής βιοµηχανίας «εµπλέκονται στη δηµιουργία της παγκόσµιας απάντησης στην πανδηµία από την πρώτη ηµέρα µαζί µε παντοδύναµες κυβερνήσεις που επιµένουν να τους τοποθετούν σε στρατηγικές θέσεις. Και η παγκόσµια οµάδα-λόµπι IFPMA, όπως και η ευρωπαϊκή οµάδα EFPIA ενδιαφέρονται να τονίζουν την παρουσία τους στις κύριες πρωτοβουλίες που αφορούν την προµήθεια φαρµάκων και εµβολίων σε όλες τις γωνιές του κόσµου». Η διεθνής συνεργασία ιδιωτικού και δηµόσιου τοµέα ACT (επιταχυντής για την πρόσβαση σε εργαλεία για την Covid) «βλέπει τη βιοµηχανία να κάθεται µαζί µε κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισµούς, στους οποίους συµπεριλαµβάνεται ο εµβολιαστικός βραχίονας COVAX».
Σύµφωνα µε τα λόγια της ίδιας της βιοµηχανίας, όπως προκύπτει από έγγραφο που διανεµήθηκε µε την επιτροπή, «µέσω της εγκατάστασης του COVAX, 92 χώρες µεσαίου και χαµηλού εισοδήµατος που δεν έχουν την πλήρη οικονοµική δυνατότητα να πληρώσουν από µόνες τους εµβόλια για την Covid-19 αναµένεται να αποκτήσουν ισότιµη πρόσβαση σε εµβόλια όπως οι χώρες υψηλού εισοδήµατος –και αυτοχρηµατοδοτούµενες– και στον ίδιο χρόνο».
Ηδη όµως από τον ∆εκέµβριο του 2020 «ήταν ξεκάθαρο ότι αυτή η ισότιµη πρόσβαση δεν θα µπορούσε ποτέ να επιτευχθεί µέσω του περιορισµένου µηχανισµού που παρέχεται από τον COVAX. Στις 8 Απριλίου 2021 εκδόθηκε ένα πανηγυρικό δελτίο Τύπου για την πρώτη φάση του προγράµµατος COVAX, επειδή έφτασε “σε περισσότερες από 100 οικονοµίες” και µέσω αυτού δόθηκαν 38 εκατ. δόσεις εµβολίων σε 61 από τις συνολικά 92 προαναφερθείσες χώρες µεσαίου και χαµηλού εισοδήµατος.
Οι 38 εκατ. δόσεις όµως, ένας µυστικός αριθµός των οποίων έχει φτάσει στις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες, είναι “το λιγότερο κάτι το µη εντυπωσιακό”. Και το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχει φως στο τούνελ. Αυτήν τη στιγµή οι εκτιµήσεις είναι ότι µέχρι τον Ιούνιο ο COVAX θα έχει φτάσει µόλις το 20% του στόχου για το 2021».
«Η καθυστέρηση θα στοιχίσει πολλές ζωές»
Παρά τη µη εκπλήρωση των στόχων του COVAX, το πρόγραµµα έχει χρηµατοδοτηθεί αδρά όχι µόνο από φιλανθρωπικά ιδρύµατα αλλά και από κυβερνήσεις. Ο COVAX προς το παρόν έχει συνάψει συµφωνία µε την Pfizer για την αποστολή 1,2 εκατ. εµβολίων µέσω του προγράµµατος, ενώ η AstraZeneca έχει συµφωνήσει για την αποστολή 340 εκατ. εµβολίων. Είναι αυτονόητο λοιπόν ότι η τύχη του προγράµµατος έγκειται στην AstraZeneca. Και µε τα µέχρι στιγµής δεδοµένα η κατάσταση δεν φαντάζει ευοίωνη.
Η προµήθεια των εµβολίων της AstraZeneca µέσω του προγράµµατος COVAX έχει συµφωνηθεί να προέλθει αποκλειστικά από το Ινστιτούτο Serum της Ινδίας. Παρότι η επίµαχη συµφωνία αφορά τη χορήγηση 1 δισ. εµβολίων, έχει ξεσπάσει τροµερός πόλεµος συµφερόντων µεταξύ χωρών: το Ηνωµένο Βασίλειο ζητάει 10 εκατ. δόσεις, η ΕΕ ζητάει επιπλέον 10 εκατ. δόσεις, ενώ η Ινδία ανακοίνωσε ότι σταµατάει τις εξαγωγές εµβολίων –λόγω της δραµατικής κατάστασης που επικρατεί στη χώρα– τουλάχιστον µέχρι τον Ιούνιο.
Μπορεί να µην ευθύνεται η Ινδία που µιµείται τις εθνικιστικές εµβολιαστικές πρακτικές των… µεγάλων δυνάµεων της υφηλίου, εντούτοις το φιλανθρωπικό πρόγραµµα COVAX τίθεται αυτήν τη στιγµή εν αµφιβόλω. Και η σηµαντικότερη αιτία είναι τα προνόµια που έχουν δοθεί στις φαρµακευτικές µέσω της διατήρησης των πατεντών. Οπως άλλωστε επισηµαίνει το Παρατηρητήριο, παρότι η βιοµηχανία υποστηρίζει ότι ο COVAX «είναι ο µόνος δρόµος», το πρόγραµµα «δεν θα εξασφαλίζει τη σύντοµη παράδοση εµβολίων κι αυτό θα στοιχίσει πολλές ζωές».
Γιώργος Χρούσος, Μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών: «Η άρση της πατέντας των εμβολίων Covid-19 σίγουρα θα βοηθήσει»
Την ανάγκη να μην καθυστερήσει ο εμβολιασμός των αναπτυσσόμενων χωρών, ώστε να προληφθούν οι θάνατοι σε αυτές αλλά και να τεθεί η πανδημία υπό έλεγχο, εξέφρασε το μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Γεώργιος Χρούσος μιλώντας στο Documento. «Μολονότι είναι δύσκολο να υπολογίσει κάποιος τα οφέλη σε αριθμούς, αναπτυσσόμενες χώρες με φαρμακευτικές βιομηχανίες που μπορούν να παρασκευάσουν εμβόλια, όπως είναι η Ινδία, θα είχαν –με κάποια καθυστέρηση– παραγάγει εύκολα εμβόλια, που θα μπορούσαν να είχαν ήδη μπει σε χρήση. Τα εμβόλια που χρησιμοποιούν αδρανείς αδενοϊούς σαν φορείς, όπως αυτά της AstraZeneca, της Johnson & Johnson, καθώς και τα Sputnik και CanSino, είναι σχετικά εύκολα να παρασκευαστούν, σχετικά φτηνά και σχετικά σταθερά σε δύσκολες συνθήκες του περιβάλλοντος» τονίζει ο κ. Χρούσος.
Ο ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών εξηγεί επίσης ποια θα ήταν τα οφέλη για τις αναπτυσσόμενες χώρες με φαρμακευτικές βιομηχανίες αν η άρση της πατέντας των εμβολίων είχε γίνει λίγους μήνες νωρίτερα: «Η άρση της πατέντας των εμβολίων Covid-19 σίγουρα θα βοηθήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες να εμβολιάσουν τον πληθυσμό τους νωρίτερα. Σημειωτέον ότι σήμερα μόνο 1% του πληθυσμού των χωρών αυτών είναι εμβολιασμένο, ενώ οι εταιρείες παραγωγής εμβολίων έχουν ήδη παραγγελίες για περίπου 8 δισ. δόσεις από αναπτυγμένες χώρες».
Παράλληλα, όσον αφορά τη στάση της αμερικανικής κυβέρνησης σχετικά με την άρση των πατεντών ο Γ. Χρούσος υπογράμμισε: «Η κυβέρνηση Μπάιντεν βασικά συμφώνησε μερικώς με προηγούμενη πρόταση της Ινδίας και της Νοτιοαφρικανικής Ενωσης να αρθούν προσωρινά όλες οι πατέντες που αφορούν εμβόλια, φάρμακα και συσκευές που σχετίζονται με τη νόσο Covid-19 προς τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου [ΠΟΕ]. Η πρόταση Μπάιντεν αφορά μόνο τα εμβόλια και αποτελεί μόνο την αρχή μιας διαδικασίας που θα πάρει χρόνο να ολοκληρωθεί. Οταν συμφωνήσουν όλες οι χώρες του ΠΟΕ και η άρση των πατεντών γίνει πραγματικότητα θα πρέπει να γίνει μεταφορά γνώσης και τεχνολογίας σε όλη τη διαδικασία παραγωγής, ελέγχου ποιότητας και διανομής των γενόσημων εμβολίων, ενώ θα πρέπει επίσης να διατεθούν κεφάλαια για τη δημιουργία υποδομών. Σίγουρα θα χρειαστεί χρόνος».