Συμπερίληψη, ισότιμη πρόσβαση. Δύο βασικές έννοιες που συνοψίζουν με βάση ποια υλικά θα πρέπει να αναπτυχθεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, αν και γίνονται βελτιωτικές κινήσεις, φαίνεται να είναι ακόμα μακριά από τις δύο αυτές έννοιες.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ), οι μαθητές με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες που φοιτούν συνολικά σε Γενική και Ειδική Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ανέρχονται στους 101.683, αποτελώντας το 7% του μαθητικού πληθυσμού της Ελλάδας.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, χαμηλά είναι τα ποσοστά των νέων με σοβαρή αναπηρία που ολοκληρώνουν την υποχρεωτική Εκπαίδευση (46%) ή είναι απόφοιτοι της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (13%). Αυτό με τη σειρά του, οδηγεί σε εξίσου χαμηλά ποσοστά ένταξης των νέων με σοβαρή αναπηρία στην εργασία (10%).
Αναδεινύεται από τα παραπάνω η σημασία της ισότιμης συμμετοχής στην Εκπαίδευση, ως βασικός παράγοντας κοινωνικοποίησης, ένταξης στην αγορά εργασίας, ανάπτυξης αυτονομίας και απεξάρτησης από το οικογενειακό περιβάλλον. ‘Αλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η ισότιμη συμμετοχή στην Εκπαίδευση αποτελεί δικαίωμα και ότι οι ενέργειες προς την πραγμάτωσή της δεν είναι δείγμα ελεημοσύνης, αλλά σεβασμού.
Τι «δείχνουν» οι αριθμοί
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Παρατηρητηρίου της ΕΣΑμεΑ (Ιούλιος 2021), το σύνολο των μαθητών και μαθητριών με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες που φοιτούν στη Γενική και την Ειδική Εκπαίδευση (Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια), ανέρχεται -όπως αναφέρθηκε ήδη- στους 101.683, και «μεταφράζεται» ποσοτικά στο 7% του μαθητικού πληθυσμού της Ελλάδας. Ειδικότερα σχετικά με τα σχολεία της Ειδικής Αγωγής, σε αυτά ο μαθητικός πληθυσμός αποτελείται κυρίως από μαθητές με νοητική αναπηρία (35%), μαθητές με αυτισμό (31,4%) και μαθητές με πολλαπλές αναπηρίες (12,1%).
Τα μεγαλύτερα προβλήματα εντοπίζονται κυρίως στην έλλειψη υποστήριξης των μαθητών με αναπηρία: Ο αριθμός των μαθητών που λαμβάνει εξειδικευμένη υποστήριξη (εκτός του εκπαιδευτικού της τάξης) περιορίζεται σημαντικά κατά το πέρασμα από την Πρωτοβάθμια στην κατώτερη Δευτεροβάθμια και ανώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, όπου εκεί το ποσοστό μαθητών που φοιτούν υποστηριζόμενοι μόνο από τους εκπαιδευτικούς της γενικής τάξης υπερβαίνει το 90%.
Έτσι, ακολουθούν καθοδική πορεία τα ποσοστά των νέων με σοβαρή αναπηρία που ολοκληρώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση (46%) και αποφοιτούν από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (μόλις το 13%, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό των νέων χωρίς αναπηρία ανέρχεται στο 45%).
«Σε αρκετές περιπτώσεις, τα Τμήματα Ένταξης λειτουργούν ως ο “ Καιάδας” των γενικών σχολείων, αφού οι μαθητές με αναπηρία εντάσσονται σε διαφορετικό τμήμα ενώ και στο πλαίσιο της Παράλληλης Στήριξης, μπορεί να υπάρξει διαχωρισμός και απομόνωση του μαθητή, κυρίως λόγω της στρεβλής εφαρμογής του θεσμού κατά το πρότυπο του προσωπικού βοηθού, ειδικά όταν παρέχεται για λίγες μόνο ώρες, ο εκπαιδευτικός δεν συνδιαμορφώνει τη βαθμολογία του μαθητή, ενώ και η τοποθέτηση των εκπαιδευτικών δεν γίνεται έγκαιρα», σχολίασε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ σχετικά ο Γιάννης Λυμβαίος, Οργανωτικός Γραμματέας της ΕΣΑμεΑ και της Παvελλήvιας Ομoσπovδίας Σωματείωv Γovέωv και Κηδεμόvωv Ατόμωv με Αvαπηρίες (ΠΟΣΓΚΑμεΑ).
«Το ζήτημα είναι ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι στοχευμένο στην εξατομίκευση», πρόσθεσε, «γίνεται, έτσι, αφιλόξενο για τους μαθητές με αναπηρία. Όταν υπάρχουν ελλείψεις σε υποδομές, σε Ειδικό Επιστημονικό και Βοηθητικό Προσωπικό, σε υλικοτεχνικές υποδομές, ορθόνωνται εμπόδια για την ένταξή τους».
Η πλειονότητα των μαθητών που φοιτούν στην Ειδική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση επιλέγουν την Ειδική Επαγγελματική Εκπαίδευση, και σχεδόν το 50% εξ αυτών φοιτούν σε Ειδικά Εργαστήρια Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΕΕΕΕΚ). Ωστόσο, μόνο το 10% των νέων με σοβαρή αναπηρία είναι ενταγμένοι στην εργασία. Το 71,4% των νέων με σοβαρή αναπηρία και ηλικία 25-34 ετών δεν έχει εργαστεί ποτέ.
«Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι απόφοιτοι των ΕΕΕΚ είναι η μη δυνατότητα τους να πιστοποιήσουν τα προσόντα τους, και αυτό εμποδίζει την όποια πιθανότητα απορρόφησης στην αγορά εργασίας», σχολίασε ο κ. Λυμβαίος. «Είναι κρίμα, το ίδιο το κράτος που επενδύει σε δομές και εκπαιδευτικούς στα ΕΕΕΚ, να μην κατηγοριοποιεί το απολυτήριο των Εργαστηρίων στους τίτλους της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και παράλληλα, να τα διασυνδέσει με την τοπική αγορά εργασίας για να ενταχθούν οι απόφοιτοι εκεί», τόνισε.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι επιπλέον εμπόδιο των αποφοίτων των ΕΕΕΚ, των ΙΕΚ και των Ειδικών Σχολών Επαγγελματικής Κατάρτισης είναι ο χαρακτηρισμός «ανίκανος προς κάθε βιοποριστική εργασία» που αναφέρεται στα πιστοποιητικά αναπηρίας των Κέντρων Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ).
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ