Θεσσαλονίκη. Μεσοπόλεμος. Δίπλα στη συνοικία των όμορφων επαύλεων βρισκόταν ένας συνοικισμός με παράγκες από τσίγκο, στέγες από πισσόχαρτο και με πάτωμα το χώμα. Δίπλα στην πλούσια συνοικία των Εξοχών ή των Πύργων βρισκόταν ο άθλιος συνοικισμός Ουζεΐρ-μπέη, ένα νεκροταφείο ψυχών.
Οι πρόσφυγες στα Καραγάτσια
Η περιοχή σήμερα λέγεται Ανάληψη. Στα οθωμανικά χρόνια το ανατολικό κομμάτι της Ανάληψης λεγόταν Καραγάτς, από τις πολλές φτελιές που υπήρχαν. Στα τούρκικα καραγάτς θα πει φτελιά. Σήμερα στην οδό 25ης Μαρτίου μπορεί να δει κανείς μια φτελιά είκοσι μέτρα ψηλή. Οι παλιοί Σαλονικιοί πήγαιναν στα Καραγάτσια για να γιορτάσουν τα Κούλουμα. Στα Καραγάτσια είχαν βρει καταφύγιο κάποιοι από τους πρόσφυγες του 1914 και τους πυροπαθείς του 1917. Ώσπου έφτασε το μεγάλο κύμα των προσφύγων της καταστροφής του ’22 και η Θεσσαλονίκη πλημμύρισε από χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι τριγύριζαν ταλαιπωρημένοι, βρόμικοι, πεινασμένοι και ανέστιοι.
Στον Ουζεΐρ-μπέη
Κάποιοι πήγαν ανατολικά. Κατέφυγαν προσωρινά σε επιταγμένες επαύλεις της συνοικίας των Εξοχών και ιδιωτικές κατοικίες, σχολεία, εκκλησίες. Το πρόβλημα της στέγης ήταν τεράστιο και η ανάγκη επιτακτική. Χειμώνιαζε. Μέχρι οι στάβλοι και τα αποχωρητήρια, που είχαν φτιάξει οι σύμμαχοι το 1916 στην περιοχή για δική τους χρήση, έγιναν κατοικίες. Φτιάχτηκαν σπίτια που στέγαζαν τη φτώχεια και τη δυστυχία των προσφύγων. Σπίτια! Τρόπος του λέγειν. Παράγκες από σανίδι, ντενεκέ και πισσόχαρτο που είχαν για πάτωμα το χώμα. Βαφτίστηκαν κατοικίες και μέσα στοιβάχτηκαν τριακόσιες οικογένειες. Παντού όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες κι έτσι παρέμειναν για πολλά χρόνια. Ομως η εικόνα που παρουσίαζε ο συνοικισμός Ουζεΐρ-μπέη ήταν πέρα από κάθε φαντασία, κάθε περιγραφή και κάθε χαρακτηρισμό.
Μια φριχτή κόλαση
Εννέα χρόνια μετά την εγκατάσταση των προσφύγων εκεί, τον Γενάρη του 1931, ο Αντώνης Θεοδωρίδης, ανταποκριτής της εφημερίδας «Ακρόπολις» στη Θεσσαλονίκη, επισκέφτηκε τον συνοικισμό Ουζεΐρ-μπέη. Είδε κι έφριξε και χαρακτήρισε τα σπίτια «ανοιχτούς τάφους». Έγραψε ένα άρθρο υπό μορφή ανοιχτής επιστολής που απευθυνόταν στον πρωθυπουργό, τον υπουργό Πρόνοιας, τον υπουργό Υγιεινής, στο κράτος και στον απερίγραπτο πολιτισμό. (Το 1931 υπουργός Υγιεινής ήταν ο Αλέξανδρος Παππάς, αξίωμα που κρατούσε μέχρι τον Δεκέμβρη του 1930 ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Υπουργός Πρόνοιας ήταν ο Λεωνίδας Ιασωνίδης, γέννημα θρέμμα του Πόντου και πρόσφυγας)
Γράφει ο Αντ. Θεοδωρίδης: «Τριακόσιαι οικογένειαι προσφύγων και γηγενών έχουν στοιβαχθεί μέσα εις καλυβάκια τενεκεδένια, εις πλυσταριά, εις αχυρώνας, εις κοτέτσια και εις γκρεμισμένας αποθήκας. Όλη η έκτασις του συνοικισμού είναι μία λασπία θάλασσα τον χειμώνα, μία νοσογόνος, ελώδης φωλεά το καλοκαίρι. Κανένα καλυβάκι δεν έχει πάτωμα ξύλινον. Επάνω εις το χώμα κοιμούνται και ζουν οι πτωχοί αυτοί μάρτυρες. Οσοι έχουν μίαν ψάθαν ή ένα τσουβάλι, στρώνουν και κοροϊδεύουν τον εαυτόν των με το ότι δήθεν αντιμετωπίζουν τον κίνδυνον της υγρασίας. Και όσοι στερούνται και αυτών των μικρών ευεργετημάτων, φαντάζεσθε τι υποφέρουν. Θέλω να περιγράψω τον συνοικισμόν και αισθάνομαι ότι με την πέννα δεν περιγράφεται η πραγματική αθλιότης του. Ουδέ ο φακός ουδέ ο ζωγράφος ημπορούν να αποδώσουν μίαν εικόνα, η οποία να ομιλεί. Πάρετε ένα στάβλον, τον απαισιότερον στάβλον που συνέβη να είδατε εις την ζωή σας. Ε, λοιπόν, τον στάβλον αυτόν, 50 περίπου τετραγωνικών μέτρων, τον χωρίζετε εις οκτώ διαμερίσματα και χώνετε να ζήσουν οκτώ οικογένειες πολυμελείς, με τους γέρους, τα φρέσκα παιδάκια των, με τα μωρά. Τα διαμερίσματα τα χωρίζετε με ντενεκέδες ή με τσουβάλια, το χώμα του στάβλου μένει όπως ήτο και πριν, η τρύπια και άθλια στέγη δεν καλυτερεύει και όταν βρέχει οι ένοικοι δεν κοιμούνται, δεν τρώγουν, δεν ησυχάζουν. Φροντίζουν πώς ν’ αδειάσουν από τα διαμερίσματά των τα νερά. Πάρετε εν αποχωρητήριον και μεταβάλετέ το εις κατοικίαν. Πάρετε ένα κοτέτσι και εγκαταστήσατε μίαν οικογένειαν. Μόνον έτσι, μόνον με αυτάς τας εικόνας θα σχηματίσετε μίαν εικόνα προσεγγίζουσαν την αθλιότητα του συνοικισμού Ουζεΐρ-μπέη».
«Δρόμοι; Θα ήτο αστείον να ομιλώμεν δια δρόμους, αφού δεν υπάρχει στέγη. Η λάσπη φθάνει έως τα γόνατα. Όπως βλέπετε ένα όμιλον τρομαγμένων παιδιών στριμωγμένων εις μίαν γωνίαν, τα ίδια είναι και τα καλυβάκια του φοβερού αυτού συνοικισμού. Στριμωγμένα, σαν να φοβούνται κάποιον κακόν, το ένα επάνω στ’ άλλο, το ένα πίσω από το άλλο».
Εις το εσωτερικόν«Εις το βάθος ανοίγεται ένας μπερντές από τσουβάλι ή μία πόρτα από λαμαρίνα και προχωρούμε εις άλλο καλυβάκι, εις άλλο διαμέρισμα. Μόλις χωρούν δυο-τρεις άνθρωποι, μόλις αναπνέομεν. Το κεφάλι εγγίζει το ταβάνι. — Και όμως, εδώ μέσα ζουν οκτώ ψυχές. — Απίστευτον! — Αλλ’ αληθές! Ιδού η οικογένεια. Μετρώ από περιέργειαν και προσπαθώ να πάρω τα σκίτσα των μελών της οικογένειας. Μία γριά ρουφηγμένη με βουρκωμένα μάτια, ένας γέρος σαν αναίσθητος, σαν να πιστεύει ότι δεν υπάρχει άλλος κόσμος και πρέπει επομένως να θεωρείται ευχαριστημένος από την θέσιν του, μία κοπέλα εξαντλημένη που νομίζετε ότι θα πέσει και θα ξεψυχήσει, και πέντε μικρά, κατ’ αναστήματα, χλομά, ελεεινά, μισόγυμνα, θλιβερά. Το ένα στηρίζεται σ’ ένα δεκανίκι. — Τι έχει το φτωχό αυτό; — Κουτσάθηκε από την υγρασία».
Οι άνθρωποι –οι μάρτυρες, όπως τους χαρακτήρισε ο ανταποκριτής– απελπίστηκαν επί εννέα χρόνια να γράφουν υπομνήματα και να πηγαινοέρχονται εκλιπαρώντας τους επισήμους για στοιχειώδη μέριμνα. Η φωνή τους ήταν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Οι αρμόδιοι κουνούσαν το κεφάλι τους, η προσφυγιά τρεφόταν με υποσχέσεις, οι δημοτικοί υπάλληλοι τους κακομεταχειρίζονταν, η λύση πήγαινε από αναβολή σε αναβολή και το πρόβλημα των κατοίκων του συνοικισμού Ουζεΐρ-μπεη μεγάλωνε.
Επιπλέον, αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι πλήρωναν στην Προσφυγική Τράπεζα ενοίκιο από δέκα έως εκατόν πενήντα δραχμές τον μήνα για τα οικόπεδα. Η Προσφυγική Τράπεζα εισέπραττε τα ενοίκια χωρίς να εκδηλώνει κανένα άλλο ενδιαφέρον γι’ αυτούς.
Ο υπουργός Πρόνοιας Λεωνίδας Ιασωνίδης υποσχέθηκε σε μια επιτροπή που τον επισκέφτηκε ότι θα διαθέσει πενήντα σπίτια για πενήντα από τις τριακόσιες οικογένειες του συνοικισμού. Μια υπόσχεση ανάμεσα στις πολλές, η οποία ακόμη και αν πραγματοποιούταν, δεν θα έλυνε το πρόβλημα.
Ο συνοικισμός του Ουζεΐρ-μπεη ήταν νεκροταφείο ψυχών. Η λάσπη και τα τέλματα ήταν εστίες ελονοσίας, φυματίωσης και κάθε αρρώστιας. Ανθρωποι σαν ίσκιοι πάλευαν με τα στοιχεία της φύσης μέσα σε τρώγλες κι έσβηναν από την εξάντληση και τις αρρώστιες. Αποχωρητήρια; Πόσιμο νερό; Περίθαλψη; Πολυτέλειες! Τα φάρμακα; Πεδίο κερδοσκοπίας λαμπρό για τους ασυνείδητους.
Τότε ξέσπασε το σκάνδαλο με το κινίνο. Οι φαρμακευτικές εταιρείες Σάνιτας, Ελφα και το Παστέρ, που κατασκεύαζαν χάπια κινίνου, υπεξαιρούσαν την ποσότητα κινίνου που τους χορηγούσε το κράτος κι έριχναν στην αγορά χάπια από αλεύρι ανακατεμένο με γυαλί. Το υπουργείο Υγιεινής ήξερε μονάχα να στέλνει υγιεινά παραγγέλματα προς τους προσφυγικούς συνοικισμούς απανταχού της Ελλάδος. Να αερίζονται τα σπίτια, να καθαρίζονται καλά, να απομονώνονται οι ασθενείς και τα λοιπά και τα λοιπά, που δείχνει ότι κανένας από τους αρμόδιους δεν είχε λάβει ποτέ τον κόπο να επισκεφτεί αυτούς τους συνοικισμούς για να δει από κοντά τις άθλιες συνθήκες ζωής. Τα σπίτια (οι παράγκες μ’ άλλα λόγια) ήταν αυτοαεριζόμενα, γιατί έμπαζαν αέρα μέσα από τις χαραμάδες των σανιδιών και τις τρύπες των τσίγκων· όσο για τους αρρώστους, έτσι όπως ζούσαν οι άνθρωποι στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, ο μόνος τρόπος να τους απομονώσουν ήταν να τους βγάλουν στον δρόμο ή να τους ανεβάσουν στις τρύπιες στέγες. Η προσφυγιά είχε κυριολεκτικά μαρτυρήσει.
Ο Αντ. Θεοδωρίδης, που είδε από κοντά τη φρίκη του Ουζεΐρ-μπεη, ζητούσε μέσα από το άρθρο του να επιταχθούν σχολεία ή εκκλησίες ή καφενεία για να μεταφερθούν άμεσα οι κάτοικοι του συνοικισμού και ύστερα να ρίξουν βενζίνη και να τον κάψουν. «Ο συνοικισμος Ουζεΐρ-μπεη ομοιάζει προς νεκροταφείον. Ε, λοιπόν, το νεκροταφείον αυτό πρέπει να καταργηθεί. Μόνον η φωτιά θα το καταργήσει. Κάθε ώρα παρερχομένη με τον συνοικισμόν υφιστάμενον είναι και ένα έγκλημα και ένας θάνατος».
Ο Αντ. Θεοδωρίδης τελειώνει την ανταπόκρισή του ως εξής: «Μου διηγήθηκαν τον θάνατο μιας μητέρας κάτω από μία τρύπια στέγη του συνοικισμού και η διήγησις μου ενθύμισε την εικόνα του Ουγκώ. Εβρεχε και από την στέγην έπεφταν στάλες μέσα στο καλύβι. Κάποτε κάποτε, μια στάλα βροχής έπεφτε στο χλωμό μέτωπο της νεκρής, γλιστρούσε προς το μάγουλο και μετεβάλλετο σε δάκρυ. Είναι σαν να έκλαιγε η νεκρή μητέρα την ζωή των παιδιών της και τον δικό της θάνατο. Απαράλλακτα όπως εις το ποίημα των “Φτωχών ανθρώπων”. Και ύστερα απ’ αυτά, υπάρχουν συνάνθρωποι που διασκεδάζουν και κυβερνήσεις που χαίρονται ότι εξυπηρετούν τον τόπον. Φρίκη!»
Το άρθρο του Αντ. Θεοδωρίδη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 30 Ιανουαρίου 1931
Πού βρισκόταν ο συνοικισμός Ουζεΐρ-μπεη;
Ο Θεοδωρίδης στο άρθρο του γράφει για το Ουζεΐρ-μπεη: «Το μέρος τούτο ήτο κάποτε κάμπος, τα γνωστά εις τους Θεσσαλονικείς Καραγάτσια, όπου επανηγυρίζοντο τα κούλουμα της Καθαράς Δευτέρας» και ακόμη «… εις τον συνοικισμόν του Ουζεΐρ-μπεη, εις μία γωνίαν του τομέως των Εξοχών». Για μια από τις παλιές ταβέρνες της Θεσσαλονίκης, το Σουέζ, έχουμε πληροφορίες ότι βρισκόταν «στον συνοικισμό Ουζεΐρ-μπεη, που συνόρευε με τα Καραγάτσια». Το Σουέζ βρισκόταν στην οδό Δελφών. Ο συνοικισμός πιθανόν βρισκόταν στην περιοχή μεταξύ των οδών 28ης Οκτωβρίου, Βασιλίσσης Ολγας, 25ης Μαρτίου και Δελφών, αλλά το ακριβές σημείο δεν είναι γνωστό.