Κάθε θαύμα τρεις ημέρες, το μεγάλο τέσσερις, λέει ο σοφός λαός.
Αφού λοιπόν η πανδημία μονοπώλησε επί αρκετούς μήνες την ειδησεογραφία ώσπου κατάντησε ρουτίνα, χρειαζόταν ένα άλλο θέμα που να τραβήξει την προσοχή της κοινής γνώμης και η επίθεση με βιτριόλι συγκεντρώνει όλα τα απαραίτητα συστατικά: ασυνήθιστο γεγονός, ανανεούμενο καθημερινά σασπένς και ένα μήλον της έριδος, έστω και κατά φαντασίαν.
Τα συστατικά αυτά δεν τα διέθετε η περίπτωση της Κ. Κούνεβα όταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ του 2008 δύο άγνωστοι μέχρι σήμερα δράστες την περιέλουσαν με καυστικό υγρό, προκαλώντας απώλεια της όρασης από το ένα μάτι και σμπαράλιασμα των εσωτερικών οργάνων. Γιατί να ασχοληθούν συστηματικά τα ΜΜΕ ή η αστυνομία με μια μετανάστρια που δούλευε ως καθαρίστρια και είχε αναπτύξει μάλιστα συνδικαλιστική δράση;
Η απήχηση πάντως της τωρινής τραγικής ιστορίας, όπως δείχνουν οι υψηλές τηλεθεάσεις, είναι εν μέρει δικαιολογημένη. Πρώτα απ’ όλα επιστημονικά, διότι τέτοιου είδους εκδικητική μανία από γυναίκα προς γυναίκα απαντάται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και σπανίως στα διεθνή εγκληματολογικά χρονικά. Χρήσιμα σε πρωτοφανή βαθμό αποδείχτηκαν επίσης τα social media τόσο για τις αστυνομικές έρευνες όσο και για κοινωνιολογικές διαπιστώσεις. Προδοσία πλέον μπορεί να θεωρείται η αποδοχή ενός αιτήματος φιλίας. Το γεγονός ότι η Ιωάννα είχε συμμετάσχει σε τηλεπαιχνίδια και ανέβαζε φωτογραφίες της από ταξίδια χτίζοντας μια δημόσια εικόνα επώασε τον φθόνο, που μετατράπηκε σε άσβεστο μίσος λόγω της φαντασιωσικής διεκδίκησης του ερωτικού αντικειμένου. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συχνά ανατροφοδοτούν τον ναρκισσισμό, πυροδοτούν τη ζήλια και κάθε ματαίωση μπορεί να εκλαμβάνεται σαν απειλή ή τραύμα.
Είναι απορίας άξιον ωστόσο γιατί οι ψυχολόγοι που καλούνται να εξηγήσουν τη συμπεριφορά της δράστιδος εστιάζουν μόνο στην παθολογική εμμονή της. Οσο κι αν ακούγεται παράξενο, είναι και η ίδια ένα είδος θύματος. Θύμα στρεβλών στερεοτύπων με τα οποία γαλουχήθηκε και τα οποία εγκολπώθηκε με νοσηρό τρόπο. Δέσμια μιας διάχυτης μέχρι σήμερα αντίληψης πως η γυναίκα πρέπει αν όχι να παντρευτεί, τουλάχιστον να έχει έναν άντρα στο πλευρό της που θα δικαιώνει την ύπαρξή της. Οταν αυτό το κοινωνικό προφίλ μοιάζει ανέφικτο, τότε κινητοποιείται ο μηχανισμός της καταστροφικότητας. Δεν είναι εξάλλου τυχαίος ο τρόπος που επιλέχτηκε για τον αφανισμό της Ιωάννας. Οχι μια βιολογική εξόντωση, αλλά μια ριζική παραμόρφωση που θα απομονώσει το θύμα από την κοινωνική και επαγγελματική του ζωή και θα εξαλείψει διά βίου την εγγενή του ταυτότητα, καθιστώντας το ανίκανο να αναγνωρίσει τον ίδιο του τον εαυτό. Ο συγκεκριμένος τρόπος ποινής προσφέρει στον θύτη μια πλασματική «ηδονή» απόλυτης κυριαρχίας.
Οσο ειδεχθής και καταδικαστέα είναι η πράξη της που δεν πέρασε από το φίλτρο της λογικής αλλά πυρπολήθηκε από το αχαλίνωτο συναίσθημα, άλλο τόσο ανησυχητικές είναι και οι αντιδράσεις μιας μερίδας του κόσμου (τουλάχιστον αρχικά) έτοιμης να κανιβαλίσει και το θύμα επειδή κρατούσε σινιέ τσάντα και παρακολουθούσε αγώνες αυτοκινήτων. Followers και εικονικοί φίλοι στήνουν σήμερα τα λαϊκά δικαστήρια με μόνο πειστήριο της ενοχής μια εικόνα.
H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης