«Ουσιαστικές συζητήσεις», χαλαρή ενημέρωση για το γεύμα Μητσοτάκη-Ερντογάν

Στο χαμηλό που κινήθηκαν και οι προσδοκίες πριν τη συνάντηση κινήθηκε η ελληνική κυβέρνηση μετά από αυτήν και στο επίπεδο της ενημέρωσης για το περιεχόμενό της, καθώς εκτός από τις κυβερνητικές διαρροές και το πλούσιο φωτογραφικό και βιντεοληπτικό υλικό, η ενημέρωση για το τι διημείφθη βασίστηκε μέχρι το βράδυ της Κυριακής στην τουρκική πλευρά.

Σε αντίθεση με τις τρεις προηγούμενες συναντήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όλες στο πλαίσιο Συνόδων Κορυφής του ΝΑΤΟ, σε αυτήν στην προεδρική κατοικία Βαχντετίν στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης έλειπαν από το πλευρό τους υπουργοί και σημαίες της Συμμαχίας, όπως και οι γραβάτες, με την τελευταία «απουσία» να υπερπροβαλλεται.

Οι αναφορές των δύο στην ενδυμασία τους, με τον Έλληνα πρωθυπουργό να δηλώνει πως «η πιο χαλαρή ενδυμασία προσφέρεται για πιο ουσιαστικές συζητήσεις» και τον Τούρκο πρόεδρο να έχει λίγο πριν προαναγγείλλει πως «θα τα συζητήσουμε όλα αυτά», ήταν δύο από αυτές που επέλεξε το γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού να συμπεριλάβει στο βίντεο που έδωσε στη δημοσιότητα, με στιγμές πριν και μετά το γεύμα. Το Μέγαρο Μαξίμου φρόντισε από νωρίς να διοχετεύσει στον Τύπο πλούσιο φωτογραφικό υλικό από την επίσκεψη Μητσοτάκη στο Φανάρι, και στη συνέχεια στην τουρκική προεδρική κατοικία, όπως και βίντεο αρκετών λεπτών.

Ωστόσο, η ενημέρωση μετά την συνάντηση κινήθηκε χαμηλότερα από τις προσδοκίες που καλλιέργησε η επικοινωνία. «Κυβερνητικές πηγές» στο Αθηναϊκό Πρακτορείο, και ένα μέρος του διαλόγου του πρωθυπουργού με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο τον οποίο επισκέφθηκε στο Σισμανόγλειο Μέγαρο στην Κωνσταντινούπολη προωθήθηκαν ως «ενημέρωση» από την ελληνική πλευρά για τη συνάντηση. Έτερες, αφού δημοσιοποιήθηκε η αντίστοιχη της τουρκικής προεδρίας, η οποία όχι τυχαία, αποτέλεσε τη βάση για ειδησεογραφικά πρακτορεία όπως του Reuters.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την Τουρκική Διεύθυνση Επικοινωνιών, στο επίκεντρο της συνάντησης που κράτησε πάνω από μιάμιση ώρα, βρέθηκαν οι «διμερείς σχέσεις και θετική ατζέντα», με τις ίδιες πληροφορίες να αναφέρονται στην αύξηση του όγκου του διμερούς εμπορίου των 10 δισ. δολαρίων, καθώς και σε «ενίσχυση της συνεργασίας» μεταξύ των δύο χωρών, προφανώς στον ενεργειακό τομέα. Μάλιστα, μεταφέρεται και αναφορά του Ερντογάν «στην πρόοδο σε θέματα που σχετίζονται με το Αιγαίο Πέλαγος, την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την παράτυπη μετανάστευση», με ότι αυτό συνεπάγεται.

Έπειτα από την τουρκική ενημέρωση, κυβερνητικές πηγές ανέλαβαν να μεταφέρουν την ελληνική πλευρά, με αναφορές στην πραγματοποίηση νέου γύρου Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης τον Απρίλιο, καθώς και στην πραγματοποίηση του 5ου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Σε αυτό αναφέρθηκε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την μετ’ έπειτα συνάντησή του με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, μετά το γεύμα.

«Προφανώς επαναλάβαμε τις πάγιες εθνικές μας θέσεις, δώσαμε, όμως, έμφαση στην οικοδόμηση μιας θετικής ατζέντας κυρίως στον τομέα της οικονομίας όπου νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε μία σημαντική πρόοδο τους επόμενους μήνες. Kαι εφόσον όλα πάνε καλά πιστεύω ότι θα μπορούμε να συγκαλέσουμε ένα Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας στην Ελλάδα πια,- είναι η σειρά μας να το διοργανώσουμε- με το καλό το φθινόπωρο» ανέφερε ο πρωθυπουργός.

Σημειώνεται πως το τέταρτο Ανώτατο Συμβούλιο μεταξύ Ελλάδας πραγματοποιήθηκε στις 8 Μαρτίου 2016 στη Σμύρνη κατά την περίοδο διακυβέρνησης Τσίπρα, με το προσφυγικό σε περίοπτη θέση στην ατζέντα. Το τρίτο στις 5 και 6 Δεκεμβρίου 2014 στην Αθήνα και το τρίτο στις 4 Μαρτίου 2013, κατά την περίοδο διακυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, ενώ το πρώτο εγκαινιάσθηκε κατά την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα, κατά τη διακυβέρνηση Γ. Παπανδρέου στις 14 Μαΐου 2010.

Σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές, το κλίμα ήταν «πολύ καλό» και «οι δύο ηγέτες συνομίλησαν ως σύμμαχοι» με φόντο την ουκρανική κρίση, οι τόνοι της τουρκικής πλευράς «ήταν ηπιότεροι εν συγκρίσει με τη ρητορική, που υιοθετεί η ‘Αγκυρα τους τελευταίους μήνες», και η συνάντηση «αποτελεί θεμέλιο για μια καλύτερη εποχή στις σχέσεις των δύο κρατών». Μία «είδηση» σε αντίθεση με τις παραπάνω ερμηνείες, ήταν ακόμη πως οι δύο άνδρες συμφώνησαν «να συντονίσουν τις κινήσεις τους, προκειμένου να ανοίξουν ανθρωπιστικοί διάδρομοι στην Ουκρανία», χωρίς ωστόσο περαιτέρω λεπτομέρειες.

«Ελπίζω ότι συμφωνήσαμε ότι αντιμετωπίζουμε τόσες προκλήσεις ως ανθρωπότητα αλλά και ως δύο χώρες σύμμαχοι του ΝΑΤΟ αυτή την εποχή, που είναι πιο σημαντικό να εστιάζουμε σε αυτά που μας ενώνουν και λιγότερο σε αυτά που μας χωρίζουν» ήταν το επιστέγασμα της συνάντησης που μετέφερε ο Κυρ. Μητσοτάκης στον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, σε πνεύμα ενδεικτικό και των ελληνικών διαρροών για τη συνάντηση.

Στο διά ταύτα, η ελληνική κυβέρνηση έχει να απαντήσει σε μία σειρά ερωτήματα που γεννήθηκαν μετά τη συνάντηση, τόσο για το τι σημαίνει η «πρόοδος» στο Αιγαίο και η «καταπολέμηση της τρομοκρατίας», όσο και για το τι περιλαμβάνει η αύξηση του διμερούς εμπορίου και σε ποιο πλαίσιο τοποθετείται. Επίσης, απαντήσεις θα πρέπει να δοθούν για τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες γίνεται ο προγραμματισμός για «σύσφιξη» των σχέσεων, αλλά και για το πλαίσιο του διαλόγου μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. Κατ’ επέκταση, ενημέρωση θα πρέπει να υπάρξει για την τύχη των ζητημάτων που είχε βάλει η τουρκική πλευρά πριν τη συνάντηση, που εκτείνονταν από την αποστρατιωτικοποίηση νησιών με αναφορές στην «γαλάζια πατρίδα», μέχρι και στο ζήτημα του ψευδοκράτους.

«Συμμερίζομαι απόλυτα την άποψη του (Κυριάκου Μητσοτάκη) ότι θα πρέπει στο Αιγαίο και σε άλλες περιοχές να κυριαρχήσει η ειρήνη και να αποφευχθεί κάθε ένταση και βεβαίως του είπα ότι δεν υπάρχει λόγος να μπαίνουν τρίτοι ανάμεσα μας» είχε δηλώσει τον Ιούνιο του 2021 ο Τούρκος πρόεδρος, κατά τη συνέντευξη Τύπου με τον Κυρ. Μητσοτάκη στις Βρυξέλλες, πριν από το περσινό «ήρεμο καλοκαίρι».

Ερώτημα λοιπόν παραμένει και εάν ο Ερντογάν έχει αλλάξει στάση για το «τραπέζι των λύσεων» στο οποίο αναφερόταν πριν έναν χρόνο, δεδομένου πως μετά τη συνάντηση έγινε γνωστή η αναφορά του στην ανάγκη οι δύο χώρες «να διατηρούν πάντα τον διάλογο και όχι μόνο σε περιόδους κρίσης», με τη σκιά της συζήτησης αυτής να πέφτει στο ζήτημα της προσφυγής στη Χάγη για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ.