Ουκρανία: Έτοιμη να κάψει τον πλανήτη η φωτιά του πολέμου

Ουκρανία: Έτοιμη να κάψει τον πλανήτη η φωτιά του πολέμου

Μια νέα εποχή αβεβαιότητας ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2022 και ένα χρόνο μετά η κατάσταση είναι αναμφίβολα χειρότερη. Η ρωσική εισβολή που έβαλε φωτιά στην Ουκρανία έχει αλλάξει τον κόσμο προς το χειρότερο. Μια ολόκληρη χώρα έχει μετατραπεί σε ερείπια και ο λαός της είτε έχει πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς είτε βρίσκεται στη μέγγενη μιας αέναης φτωχοποίησης είτε σκοτώνεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Στον αντίποδα, η ρωσική ηγεσία που φιλοδοξούσε να κερδίσει μια άκοπη νίκη σε έναν αστραπιαίο πόλεμο, αναστηλώνοντας ταυτόχρονα το χαμένο σοβιετικό μεγαλείο, πλέον έχει βρεθεί απομονωμένη από τη Δύση και εγκλωβισμένη σε μια μακάβρια κατάσταση. Από τη μια απειλείται με κατάρρευση σε περίπτωση ήττας, ενώ από την άλλη απαιτούνται τεράστιες θυσίες για κάθε μέτρο που κερδίζεται.

Ο δρόμος δεν άνοιξε το 2022 αλλά το 2014

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, παρόλο που ξεκίνησε από τη Μόσχα, δεν ξεκίνησε το 2022 αλλά σιγοκαίει από το 2014. Το Μαϊντάν, η πυρπόληση του κτιρίου των συνδικάτων στην Οδησσό και ο εμφύλιος πόλεμος στο Ντονμπάς είναι γεγονότα που καταγράφονται εκείνη την περίοδο. Απόδειξη αυτού είναι οι δύο συμφωνίες του Μινσκ, οι οποίες έδιναν καθεστώς αυτονομίας στους ρωσόφωνους πληθυσμούς στις περιφέρειες του Ντονιέτσκ και του Λουχάνσκ. Οι συμφωνίες, όπως είναι γνωστό σήμερα, δεν τηρήθηκαν, αντιθέτως έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από Ουκρανούς και δυτικούς ώστε να κερδηθεί χρόνος, ο οποίος χρησίμευσε για τη στρατιωτικοποίηση του Κιέβου έναντι της τότε επαπειλούμενης ρωσικής επίθεσης.

Αργότερα, το καλοκαίρι του 2020, οι ΗΠΑ αποχώρησαν από το Αφγανιστάν ανοίγοντας την κουβέντα για τον αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο, ενώ παράλληλα αμφισβητούνταν η ικανότητα της Ουάσινγκτον να αντιπαρατεθεί με τους αντιπάλους της έπειτα από μια τόσο βαριά ήττα. Επιπλέον, η πανδημία είχε εξασθενήσει οικονομικά τη Δύση και δη την Ευρώπη, η οποία εξαρτημένη ενεργειακά από τη Μόσχα κατά 40% έμοιαζε να ήταν υπό καθεστώς ομηρίας. Ολα αυτά τη στιγμή που η Ουκρανία είχε αποκτήσει έναν καινούργιο πρόεδρο και φιλοδοξούσε να ενταχθεί στους ευρωατλαντικούς οικονομικούς και αμυντικούς θεσμούς.

Ο Πούτιν ένιωθε πως υπήρχε ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας για την αναστήλωση της Ρωσίας και ως εκ τούτου πήρε ένα μεγάλο ρίσκο. Η πορεία προς την κλιμάκωση δεν ήταν ευθύγραμμη και ο πόλεμος θα μπορούσε να αποσοβηθεί εάν η Δύση ήταν διατεθειμένη να ικανοποιήσει ορισμένες από τις ρωσικές ανησυχίες ασφαλείας. Το σκηνικό βέβαια στις αρχές Φεβρουαρίου του 2022 έδειχνε πως η κλιμάκωση θα είναι μονόδρομος, όμως τίποτε δεν προϊδέαζε ότι η Ρωσία θα τα έπαιζε όλα για όλα. Σαφέστατα η ομιλία του Πούτιν στις 22 Φεβρουαρίου που αναγνώριζε την ανεξαρτησία των αποσχισθεισών Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονιέτσκ και του Λουχάνσκ ήταν αιτία πολέμου, αλλά μια εισβολή με στόχο την κατάληψη ή έστω την αποκοπή του Κιέβου από τον έξω κόσμο δεν φάνταζε ως το πιο πιθανό σενάριο στον κόσμο.

Σε κάθε περίπτωση, οι προβλέψεις των δυτικών μιλούσαν για πτώση του Κιέβου εντός 72 ωρών και όλα έδειχναν πως οι Ρώσοι θα πετύχαιναν τους στόχους που είχαν θέσει, κρίνοντας πάντοτε από τους ρυθμούς προέλασης. Παρά ταύτα, η εισβολή έδειχνε περισσότερο σαν… αστυνομική εισβολή, μια και οι Ρώσοι έμοιαζαν να θέλουν την Ουκρανία άθικτη και γι’ αυτό πολεμούσαν με το ένα χέρι πίσω από την πλάτη.

Οι αρχικές αντιδράσεις

Η Δύση από τη μεριά της αρχικά αντέδρασε αμήχανα: ΗΠΑ και Βρετανία σήκωσαν το βάρος και απέστειλαν τα πρώτα εξοπλιστικά πακέτα, τα οποία περιλάμβαναν ελαφρύ οπλισμό, ενόσω η ΕΕ επιχειρούσε να «ξεζαλιστεί» από την ταχύτητα των εξελίξεων. Τις πρώτες μέρες και ενώ όλοι περίμεναν την ουκρανική κατάρρευση λίγα πράγματα έγιναν, όμως στη συνέχεια, αφού άλλαξαν τα δεδομένα, ξεκίνησε και η αντίδραση των Βρυξελλών. Η αντίδραση στην πρώτη φάση ήταν χλιαρή και απέφευγε να κονταροχτυπηθεί με τη Μόσχα κυρίως λόγω των δισταγμών του γαλλογερμανικού άξονα, ο οποίος ένιωθε ότι είχε περισσότερα να χάσει τόσο από την απευθείας αποστολή όπλων στο Κίεβο όσο και από την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στη Μόσχα.

Αυτό διότι η ΕΕ, και κυρίως η Γερμανία, ήταν εξαρτημένη κατά 40% από το ρωσικό φυσικό αέριο, το οποίο ήταν έτοιμο να πλημμυρίσει τις αγορές της Ευρώπης, δεδομένου ότι ο αγωγός μεταφοράς φυσικού αερίου Nord Stream 2 που συνέδεε τη Ρωσία με τη Γερμανία μέσω της Βαλτικής Θάλασσας ήταν έτοιμος να μπει σε λειτουργία. Μάλιστα, η κατάσταση περιπλέχθηκε ακόμη περισσότερο όταν ξαφνικά ανατινάχθηκε ο Nord Stream 2 κάτω από εξαιρετικά ύποπτες συνθήκες. Να σημειωθεί πως αρκετούς μήνες αργότερα δημοσιεύτηκε δημοσιογραφική έρευνα από τον βραβευμένο με Πούλιτζερ Σέιμουρ Χερς, ο οποίος αποκάλυπτε ότι πίσω από την έκρηξη ήταν ο Λευκός Οίκος σε συνεργασία με τους Νορβηγούς. Μέχρι στιγμής για τις αποκαλύψεις τηρείται ευλαβικά σιγή ιχθύος, επιβεβαιώνοντας ωστόσο επί της ουσίας την ακρίβεια της έρευνας του Χερς.

Βέβαια, το ενεργειακό μαρτύριο της Ευρώπης είχε μόλις ξεκινήσει. Το ρωσικό φυσικό αέριο ήταν ο μοχλός πίεσης του Πούτιν προς την Ευρώπη και ως εκ τούτου οι τιμές στην ενέργεια εκτινάχθηκαν σπάζοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και προκαλώντας ταυτόχρονα ένα πληθωριστικό κύμα. Αυτή ακριβώς η εξέλιξη υπολογιζόταν από το Κρεμλίνο ότι θα προκαλέσει πολιτική αποσταθεροποίηση στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Τα δύο στοιχήματα του Πούτιν όμως χάθηκαν. Πρώτα χάθηκε η μάχη του Κιέβου και στη συνέχεια χάθηκε και η μάχη της πολιτικής αποσταθεροποίησης. Η Ευρώπη αναγκάστηκε τελικά να επιλέξει άλλες (πανάκριβες) ενεργειακές πηγές, όπως οι ΗΠΑ, η Νορβηγία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Νιγηρία, το Κατάρ και η Αλγερία, καταφέρνοντας να μειώσει την εξάρτηση ένα χρόνο μετά στο 12%.

Τα οικονομικά δεδομένα

Το μεγάλο ερώτημα βέβαια είναι εάν ο οικονομικός πόλεμος που μαίνεται από τη Δύση είχε τις αναμενόμενες επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία. Η απάντηση είναι αναμφισβήτητα όχι. Τους πρώτους μήνες του πολέμου οι δυτικοί ήλπιζαν ότι θα γονατίσουν τους Ρώσους και προέβλεπαν οικονομική καταιγίδα και χρεοκοπία με αποχώρηση των ξένων επενδυτών και από εκεί, σε συνδυασμό με τις μειωμένες εξαγωγές και την κατάσχεση των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων στην Ευρώπη ύψους 630 δισ. δολαρίων, με την αποκοπή των ρωσικών τραπεζών από το διεθνές τραπεζικό σύστημα SWIFT θα ακολουθούσε η χρεοκοπία. Τέτοιο σενάριο δεν επαληθεύτηκε ποτέ.

Αντιθέτως, εξαιτίας της κατακόρυφης αύξησης των ενεργειακών τιμών η ρωσική οικονομία έκλεισε το 2021 με εμπορικό πλεόνασμα-ρεκόρ μεγέθους 370 δισ. δολαρίων, ποσό το οποίο ισούται περίπου με το 30% του ΑΕΠ της χώρας, παρόλο που υπήρξε ύφεση κατά 2,1%. Εδώ έπαιξαν ξεχωριστό ρόλο η Ινδία, η Κίνα, το Ιράν και η Τουρκία, χώρες οι οποίες όχι μόνο δεν συμμετέχουν στη δυτική οικονομική επίθεση αλλά αντιθέτως έπαιξαν ρόλο αποσυμπιεστή, προσελκύοντας τα περιφερόμενα ρωσικά κεφάλαια ενώ συγχρόνως αύξησαν τις εισαγωγές από τη Μόσχα.

Η Ουκρανία ωστόσο γεύτηκε με τον χειρότερο τρόπο τις επιπτώσεις του πολέμου μια και η ύφεση της ουκρανικής οικονομίας για το 2022 υπολογίζεται στις 32 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή η πτώση είναι χειρότερη από αυτήν που βίωσε η Σερβία κατά τη διάρκεια των νατοϊκών βομβαρδισμών. Πλέον η κατάσταση είναι ιδιαίτερα σοβαρή, όμως η Ουκρανία βγήκε «ζωντανή» από τον δύσκολο χειμώνα, κατά τον οποίο οι Ρώσοι στόχευαν ανηλεώς τις ενεργειακές υποδομές της χώρας, καθιστώντας τη ζωή των αμάχων πραγματική κόλαση, αφού οι χειμερινές θερμοκρασίες στην περιοχή είναι ιδιαίτερα σκληρές.

Ομως η χρηματοδότηση των άμεσων αναγκών του ουκρανικού κράτους δεν είναι κάτι το οποίο προβληματίζει τους δυτικούς, αφού οι ανάγκες περιορίζονται στο 0,1% του συλλογικού ΑΕΠ της Δύσης, ενώ ούτε κατά φαντασία δεν προσεγγίζει τα ποσά που ξοδεύτηκαν από τους Αμερικανούς στους πολέμους του Αφγανιστάν και του Ιράκ την προηγούμενη δεκαετία.

Επιπροσθέτως, οι ζημιές που έχουν προκληθεί από τον πόλεμο φαίνονται ανυπέρβλητες και υπολογίζονται από τους Ουκρανούς στο 1 τρισ. δολάρια. Ποσό το οποίο αφενός ενθουσιάζει όσους δυτικούς θέλουν να εμπλακούν στην ανοικοδόμηση, αφετέρου προβληματίζει τους χρηματοδότες, δηλαδή τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους. Επ’ αυτού υπάρχουν διάφορες σκέψεις που φτάνουν στο σημείο να μιλούν για διοχέτευση των κατασχεμένων ρωσικών κεφαλαίων στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, γεγονός εξόχως προβληματικό, αφού βάσει του διεθνούς δικαίου ανήκουν σε τρίτο κράτος και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αλλότριους σκοπούς, πόσο μάλλον χωρίς την ανάλογη έγκριση.

Αισιοδοξεί το Κίεβο

Οι στρατιωτικές εξελίξεις πάντως δίνουν λόγους αισιοδοξίας στην ουκρανική πλευρά, η οποία αφού αντιστάθηκε στο πρώτο κύμα της ρωσικής επέλασης κατάφερε να αντεπιτεθεί επιτυχώς τρεις φορές. Πρώτα ήρθε η νίκη στο Κίεβο, στη συνέχεια στο Χάρκοβο και τέλος στη Χερσώνα. Το αντίτιμο που έχουν πληρώσει οι Ουκρανοί ακόμη δεν έχει γίνει γνωστό ούτε κατά προσέγγιση, όμως οι απώλειες των Ρώσων φαίνεται πως πλέον προσεγγίζουν τους 200.000 στρατιωτικούς. Μέγεθος το οποίο σίγουρα προβληματίζει το Κρεμλίνο και επομένως η κήρυξη μερικής επιστράτευσης μπορεί να ερμηνευτεί υπό αυτό το πρίσμα.

Παράλληλα, ο αρχικός διστακτικός εξοπλισμός των Ουκρανών έχει πλέον μετατραπεί σε αχαλίνωτη παροχή προηγμένων οπλικών συστημάτων. Πυροβολικό, άρματα μάχης και σύντομα αεροπορία είναι μερικές από τις κατηγορίες στις οποίες ενισχύεται ο ουκρανικός στρατός. Η Ρωσία σε αυτήν τη διάσταση δείχνει να μην έχει πολλές απαντήσεις. Η παραγωγική της ικανότητα είναι σαφέστατα μικρότερη από της Δύσης και σε μια κούρσα εξοπλισμών ο νικητής δύσκολα θα είναι η Μόσχα.

Βέβαια, το Κρεμλίνο δεν είναι εντελώς μόνο σε αυτό τον πόλεμο. Το Ιράν και η Βόρεια Κορέα βοηθούν ανελλιπώς τη ρωσική πολεμική μηχανή, η οποία εφοδιασμένη με τα ατελείωτα στοκ του Κόκκινου Στρατού φιλοδοξεί πως με τη νέα επίθεση που προετοιμάζεται –αν δεν έχει ήδη ξεκινήσει, σύμφωνα με τον γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ– θα αλλάξουν τα δεδομένα. Ωστόσο και στην περίπτωση που η επίθεση αποτύχει ή έχει περιορισμένα κέρδη δεν μοιάζει ιδιαίτερα πιθανό η Ρωσία να τα παρατήσει.

Ολα τα στοιχεία δείχνουν πως ο Πούτιν, που ανακοίνωσε ότι η Ρωσία «δεν αποχωρεί, αλλά αναστέλλει τη συμμετοχή της στη συνθήκη New Start», περιορίζει την παραγωγή και τη συσσώρευση στρατηγικών όπλων, δηλαδή πυρηνικών κεφαλών, και είναι αποφασισμένος να πάει σε μακροχρόνιο πόλεμο, ελπίζοντας πως η Δύση μεσούσης της κούρσας θα τα παρατήσει.

Αλλωστε, όπως έχει δηλώσει ο Ρώσος πρώην πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ, «αν η Ρωσία τερματίσει χωρίς νίκη στην ειδική στρατιωτική επιχείρηση, τότε δεν θα υπάρχει πλέον η Ρωσία, θα διαμεληθεί σε κομμάτια».

 

 

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter