Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Αυτό σκέφτομαι τον καιρό της πανδημίας.
Μέσα στο κακό που μας βρήκε, ευελπιστώ πως θα μπορέσουμε να ανασύρουμε και να αναγεννήσουμε την αξία του κοινωνικού κράτους και της ευθύνης του πολίτη. Σκέψεις και απόψεις, που μπορεί σε πολλούς να φαίνονται τετριμμένες, χιλιοειπωμένες, αλλά δυστυχώς πάρα πολλά, απλά και αυτονόητα, είναι ακόμα ζητούμενα.
Βρεθήκαμε ως κοινωνία ανοχύρωτοι, γιατί δεν φροντίσαμε από τα πριν να οργανώσουμε το κράτος μας, τις υπηρεσίες και τις παροχές του, ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στον καιρό της κρίσης. Κι αυτό έγινε γιατί η έννοια του κράτους (και της οργανωμένης κοινωνίας) έχει υποχωρήσει στην συνείδησή μας, αφού δέχτηκε έναν ανελέητο πόλεμο -επί σειρά δεκαετιών- από τρεις μεγάλες κατηγορίες πολεμίων, άλλοτε διακριτές μεταξύ τους κι άλλοτε -τις περισσότερες φορές- αλληλοεπικαλυπτόμενες και αλληλοβοηθούμενες.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν όσοι δεν θέλουν τον ισχυρό ρόλο του κράτους, που να ορίζει, να καθορίζει και να ελέγχει τα θεμελιώδη ζητήματα της υγείας, της παιδείας, των μεταφορών, της δημόσιας διοίκησης, γιατί αυτόν τον ρόλο θέλουν να τον εκχωρήσουν στους ιδιώτες. Πρόκειται για ιδεοληψία αλλά και ιδιοτέλεια συγχρόνως, καθώς οι ίδιοι που διακηρύσσουν αυτά, οι ίδιοι το χρησιμοποιούν για τον πλουτισμό τους.
Στην δεύτερη κατηγορία είναι οι εμονικοί κρατιστές που αρκούνται στο να είναι μια υπηρεσία κρατική, χωρίς να εξετάζουν την αποτελεσματικότητά της και την ικανοποίηση ή την απαρέσκεια του πολίτη που είναι ο τελικός αποδέκτης ή ο τελικός καταναλωτής. Έτσι απαξιώνεται η εμπλοκή του κράτους και παρέχονται επιχειρήματα στην πρώτη κατηγορία των πολεμίων του. Πρόκειται για παρωχημένες ιδεοληψίες και αγκυλώσεις.
Η τρίτη κατηγορία είναι οι υπάλληλοι του κράτους, όλοι οι μισθωτοί που καλούνται να λειτουργήσουν τις κρατικές δομές. Εδώ υπάρχει έντονο το φαινόμενο της αδιαφορίας και του εφησυχασμού (τσιμέντο να γίνει, εγώ τον μισθό μου να παίρνω) και πολλές φορές -ακόμα χειρότερα- του παράνομου πλουτισμού. Σαφώς και δεν πρέπει να γενικεύουμε -υπάρχουν και αξιόλογοι υπάλληλοι που τιμούν την δουλειά τους- αλλά στην συνείδηση του πολίτη είναι αποτυπωμένη -δικαίως- η προβληματική κατάσταση.
Οι τρεις αυτές κατηγορίες, ενώ φαινομενικά έχουν διαφορετικές αφετηρίες και διαφορετικά προτάγματα, επί της ουσίας συναντιούνται στην απαξίωση του κράτους. «Βλάπτουν κι οι τρεις τους την Συρία το ίδιο» για να θυμηθούμε και τον Καβάφη.
Όλα αυτά αναπτύσσονται πάνω στον ιστό της κοινωνικής ανευθυνότητας μεγάλου τμήματος της Ελληνικής κοινωνίας, που δεν σέβεται τον δημόσιο χώρο και τον συμπολίτη. Έλλειψη σεβασμού στα δημόσια κτίρια, στις δημόσιες συγκοινωνίες, στα δημόσια σχολεία, στα δημόσια νοσοκομεία, στις παραλίες, στην πολυκατοικία, στον δρόμο. Η εικόνα είναι γνωστή. Αυτό έχει να κάνει με το συσσωρευμένο έλλειμμα παιδείας, γιατί η διαμόρφωση της κοινωνικής ευθύνης και η δημιουργία του υπεύθυνου πολίτη δεν αποτελεί -κατά κανόνα- προτεραιότητα ούτε στην οικογένεια ούτε στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Έτσι από την οικογένεια στο σχολείο κι από το σχολείο στην τηλεόραση έχουμε μια διαδρομή που διαμορφώνει εγωκεντρισμό, ιδιοτέλεια και ευτέλεια. Αν δε σε όλα αυτά προσθέσουμε και την παρέμβαση της εκκλησίας, σε όλη σχεδόν την δημόσια σφαίρα, που προσθέτει την θρησκοληψία και τον μεσαιωνισμό, έχουμε ένα μείγμα που εξασφαλίζει τον φαύλο κύκλο της καθυστέρησης.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων είναι η συγκεκριμένη ποιότητά μας. Η ποιότητα που μας οδηγεί στο να μην έχουμε σήμερα καλά νοσοκομεία και υπηρεσίες υγείας, καλά σχολεία και πανεπιστήμια, καλές δημόσιες υπηρεσίες και δικαιοσύνη, καθαρό και νοικοκυρεμένο δημόσιο χώρο, συγκρινόμενοι με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πολλά μπορούμε ακόμα να καταμαρτυρήσουμε, αλλά χοντρικά αυτή είναι η κατάσταση.
Το χρέος την αριστεράς και όλων αυτών που πιστεύουν στο κοινωνικό κράτος, είναι να προχωρήσουν στην αποκάθαρση και στην αναγέννησή του, για να μπορεί να παίξει τον ρόλο που η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών θέλει, καθότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών έχει ανάγκη τις υπηρεσίες του και προσβλέπει σ ’αυτές.
Αυτό μπορεί να το κάνει πρωτίστως η αριστερά, καθώς η αριστερά πιστεύει στον δημόσιο χαρακτήρα όλων αυτών που προαναφέρθηκαν, αυτή είναι η ιδεολογία της. Μπορεί να το κάνει αναδεικνύοντας -μέσα σ ’αυτή την συγκυρία- την ζωτική ανάγκη της ποιοτικής δημόσιας υγείας και παιδείας αλλά και γενικότερα του εκσυγχρονισμού της Ελληνικής πολιτείας, που -παρά τις διακηρύξεις- ποτέ δεν έγινε και εξακολουθεί να είναι το μέγα ζητούμενο.
Πρέπει να το κάνει χωρίς ιδεοληψίες και αγκυλώσεις, εξάγοντας τα συμπεράσματα και από την πρόσφατη κυβερνητική της θητεία, αλλά και αντλώντας εμπειρία από παραδείγματα άλλων χωρών (όχι απαραίτητα με αριστερές κυβερνήσεις) που σε κάποιους τομείς τα έχουν καταφέρει αρκετά καλύτερα. Μπορεί να το κάνει γιατί ήδη έδωσε εξετάσεις αποτελεσματικής -για τα ελληνικά δεδομένα- και -κυρίως- τίμιας διακυβέρνησης. Και στο παρελθόν υπήρξαν φωτισμένοι πολιτικοί που προχώρησαν τα πράγματα σε κάποιον τομέα, αλλά συνολική κυβερνητική θητεία -παρά τα λάθη και την απειρία- με τόσα θετικά αποτελέσματα και σεβασμό στο δημόσιο χρήμα, νομίζω δεν υπήρξε.
Με καθαρό λόγο, με αλήθειες, η αριστερά οφείλει να εκθέσει την κατάσταση στον λαό. Να ξεδιπλώσει το πρόγραμμά της στους διάφορους τομείς και να ζητήσει την εντολή του για να το εφαρμόσει.
O Γιώργος Τσιριγώτης είναι καθηγητής στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας