Σκέψεις και αφορισμοί μπροστά στην επέλαση του ιοβόλου κορονοϊού και της δηλητηριώδους φιλελέ προσέγγισης των ανθρώπινων πραγμάτων
Αϊ στο διάολο µωρέ! Σε τι σκατά έργο παίρνουµε µέρος; Ποιος έγραψε το σενάριο; Και ποιος να ’ναι ο σκηνοθέτης; Από πού µας κουβαλήθηκε αυτός ο απρόσκλητος µουσαφίρης, µας κατσικώθηκε και δεν λέει να το κουνήσει; Και µας παίζει τώρα στα δάχτυλα! Αρκετά δεν είχαµε γονατίσει; ∆εν φτάνει τόσο που µας έχουν στο δούλεµα αλλοδαπά και ντόπια αφεντικά εδώ και χρόνια; Ηταν ο καιρός του φαίνεται. Ωραίος λοιπόν, στην ώρα του δηλαδή κατά τους αρχαίους µας. Μας βρήκε αδιάβαστους! Κοίτα τα τερτίπια του! Σαν να εκπέµπεται το ζοφερό πνεύµα µιας αόρατης δικαιοσύνης, αµερόληπτης, ακριβοδίκαιης, µιας και µοιάζει να µην εξαιρεί κανέναν – αν και, για τους προσεκτικούς, τα αποτελέσµατά της τυγχάνουν κάποιας διακριτικής, ταξικής διαχείρισης.
Ερχεται από τα βάθη του αγνώστου, από τα έγκατα, σαν αµείλικτος τιµωρός, όπου δέον να λάβουν επιτέλους το µάθηµά τους και ο άφρων πλούσιος του Ευαγγελίου και ο αδερφός αυτού, ο πλουταλαζών Νεοέλλην του µεταπολέµου (θα διδαχθούν άραγε τίποτε; Πιο βέβαιο το αµφίβολο). Και τρέµει πάντων και πασών το φυλλοκάρδι απ’ την αόρατη απειλή, από το µέγα δέος. Ανώφελα δε παντελώς τα γνωστά όπλα. Ψυχής τε και σώµατος. Μεταφυσικής και λογικής. Επί του παρόντος.
Για τέρας πρόκειται. Ποτέ δεν συµπαθούσα τα τέρατα. Ούτε του παραµυθιού ούτε της πραγµατικής ζωής. Ωστόσο αντάµωσα ουκ ολίγα. Με κάποια συνεργάστηκα, συµποσιάστηκα ή και συνουσιάστηκα. ∆εν τα πήρα πρέφα. Ας πρόσεχα! ∆εν συµπορευτήκαµε όµως για πολύ. Γρήγορα λάκισαν. Και µπουντρουµιάστηκαν στις χαµοκέλες της επισφαλούς τους ασφάλειας! Ή γαντζώθηκαν στις σκαλωσιές της εξουσίας ξεπουλώντας τα πάντα. Μα «ό,τι πέρασε, πέρασε σωστά» είπε ο Σεφέρης. Να δούµε τώρα τι γίνεται µ’ αυτό το τέρας των τεράτων! Οπως φαίνεται, οι ιοβόλοι δαίµονες της κολάσεως είναι στα ντουζένια τους. Και δεν χαρίζουν κάστανα. Είµαστε λοιπόν στα νύχια του απρόσκλητου, του τυχαίου, του ολέθριου. Ρε µπας και τούτο το κόλπο το έστησαν οι κρυόπλαστοι και οι ντεκαβλέ; Η πλειοψηφία κερδίζει – έτσι δεν λένε; Πά’ να πει µας εκδικούνται γιατί καλοπερνούσαµε θύοντας στον Πάνα και στην Αφροδίτη κι έτσι κατόπι εµείς, οι λιγότεροι, χωρίς κορµί και χάδι, θα µαρτυρήσουµε!
Ενα είναι το σύνθηµα. Κυβερνητικών και ειδικών. «Πουτάνες, στα κρεβάτια σας». Σαρακοστιανή ασκητική και πασχαλινή χαρµολύπη! Να σώσετε το κεφάλι σας. Αϊντε και το σώσαµε. Και η επόµενη µέρα; Πώς θα βγαίνει το ψωµί; Κάτι παραπάνω ξέρουν οι φιλελέ. Εκείνοι οι υπολογιστές που τα ’χουν µεταξύ τους µιληµένα. Τα σεντούκια τους είναι καλά αµπαρωµένα. Από καιρό. Για µας θα µένει άραγε κανένα σέντσι στην κάρτα µας για ψώνια ή θα κάνουµε σούµπιτοι ντου στα µάρκετ αλά Αρτζεντίνα; Κι απ’ την άλλη, πού θα βρούνε στέγη τα όνειρά µας και αγκαλιά οι αγάπες µας;
Ζωή, καλά δεν τα πηγαίναµε οι δυο µας; Ζωή, για σένανε ξοδεύτηκα µε πάθος, τι θες από µένα; Ζωή, απ’ όσα σου χρωστάω τα πιο πολλά τοκισµένα σ’ τα γύρισα, τι γραµµάτια ακόµη σου οφείλω; Ζωή, κάτσε καλά, γιατί µας ρηµάζεις την ψυχή; Γιατί µε πετάς στο έλεος της αγωνίας; Γιατί µε ρίχνεις στα νύχια του αγνώστου; Μήπως φτάσαµε στην αρχή του τέλους; Ή στο τέλος της αρχής; Στη γένεση µιας καινούργιας µέρας που θα αναδιατάξει το σύµπαν; Με ή χωρίς εµάς! Πού να στηριχτούµε και πού να ελπίσουµε; Ο καθένας µας όπως ξέρει. Μπορεί, όπως έχουν πει οι παλιοί, το χάος και ο τρόµος να είναι η ατόφια µήτρα της δηµιουργίας. Κι έτσι να πορευόµαστε πια.
Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι συγγραφέας