Θα μπορούσε να είναι ευφάνταστο πρωταπριλιάτικο αστείο η ανακοίνωση του Ηλία Ψινάκη ότι κατεβαίνει στις ευρωεκλογές με δικό του κόμμα, όμως μιλούσε σοβαρά, εξέδωσε μάλιστα και σχετικό μανιφέστο.
Δεν θα είχαμε ασχοληθεί μαζί του –κατατάσσοντάς τον στην κατηγορία των προκλητικών μεν, αλλά άνευ ουσιαστικού ενδιαφέροντος περιπτώσεων– αν δεν συνέτρεχαν διάφοροι λόγοι για τους οποίους και το κάνουμε. Πρώτα απ’ όλα, αποτελεί την κακέκτυπη εκδοχή της ευρωπαϊκής τάσης να εμφανίζονται σχεδόν από το πουθενά κινήματα και κόμματα ως αποτέλεσμα της γενικότερης πολιτικής απαξίωσης. Ο Ψινάκης βέβαια μεθόδευσε συστηματικά την ανάμειξή του με τον δημόσιο βίο. Μετά τη λύση της συνεργασίας του με τον Ρουβά
αποφάσισε να γίνει μάνατζερ του εαυτού του αναζητώντας εναγωνίως σε άλλους χώρους την επιούσια δόση γκλαμουριάς. Οπου γάμος και χαρά, ο Ηλίας πρώτος. Πρωταγωνιστής μαζί με τη ριγμένη στους ώμους πασμίνα στις κοσμικές εκδηλώσεις και στα ρεπορτάζ λάιφσταϊλ εκπομπών για εκκεντρικές εμφανίσεις και καμώματα, καθώς και μέλος κριτικών επιτροπών μήπως και ανακαλύψει κάποιο νέο χρυσοφόρο ταλέντο με κοιλιακούς. Επειδή όμως αυτό δεν συνέβη, διαπίστωσε αίφνης, διά της επιφοιτήσεως της αγίας φωτογένειας, ότι εκτός από τη σοουμπίζ και η πολιτική μπορεί να χαρίσει λάμψη και προβολή. Γιατί άλλο πράγμα να ποζάρεις με χολιγουντιανές δευτεράντζες κι άλλο με υπουργούς, έστω και της ημεδαπής.
Προς Θεού! Ο Ψινάκης δεν ξεκίνησε την καριέρα του, μεσούσης της κρίσης, ως αγανακτισμένος πολίτης που συγχρωτίζεται με την πλέμπα στο Σύνταγμα, αλλά ως φιλεύσπλαχνος αστός που μετέχει στην εκστρατεία του δήμου και της Αρχιεπισκοπής «για ένα πιάτο φαΐ», ξέροντας από την επικοινωνιακή του εμπειρία ότι αυτό γρήγορα θα μεταφραστεί «για μια χούφτα ψήφους». Παίρνει λοιπόν το βάπτισμα του πυρός ως δημοτικός σύμβουλος με τον συνδυασμό του Νικήτα Κακλαμάνη και ακολουθεί η υποψηφιότητα για βουλευτής με το ΛΑΟΣ, που του ανοίγει την όρεξη για κάτι περισσότερο.
Αβυσσος η ψυχή του ψηφοφόρου. Κανείς δεν ξέρει αν οι κάτοικοι του Μαραθώνα τον εξέλεξαν λόγω απογοήτευσης από τον προηγούμενο δήμαρχο, γιατί πίστεψαν πως ο δήμος τους θα γίνει Λας Βέγκας με πεντάστερα ξενοδοχεία και καζίνο ή επειδή στην αθυροστομία του έβρισκαν τη δική τους καταπιεσμένη φωνή. Στην αρχαία Αθήνα απαγορευόταν να θέσει κάποιος υποψηφιότητα για δημόσια αξιώματα αν είχε δικαστικές εκκρεμότητες. Οχι στην Ψαρρού λοιπόν, αλλά στην ψειρού έπρεπε να βρίσκεται και ο Ψινάκης, καθώς και όλοι όσοι ευθύνονται για την τραγωδία στο Μάτι. Σε συνέντευξή του είχε πει με κυνισμό ότι τις μέρες της πυρκαγιάς ήταν στη Μύκονο και έκανε πάρτι, με πρέσβεις μεταξύ των καλεσμένων, και δεν μπορούσε να το αναβάλει γιατί δεν το επιτρέπει το πρωτόκολλο. Τέτοια ξεπατικούρα από το Μπάκιγχαμ!
Οι Κινέζοι επενδυτές φυσικά δεν ήρθαν και δεν στήθηκαν ποτέ ρουλέτες. Ο Ψινάκης όμως και μερικοί άλλοι πόνταραν για λογαριασμό εκατό ανυποψίαστων ανθρώπων στο μαύρο και τους έκαψαν. Αν κοιμάται ήσυχος τα βράδια, μάλλον θα φοράει ωτοασπίδες για να μην ακούει τη συνείδησή του που του φωνάζει: «Δεν είσαι θεός, αγάπη μου, και ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός αλλά ενίοτε τενεκές».
H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης