Το αριστούργημα του Κεϊσούκε Κινοσίτα «Η μπαλάντα του Ναραγιάμα» επηρέασε σκηνοθέτες όπως τον Πίτερ Γκριναγουέι, τον Μάικλ Πάουελ και τον Γουές Άντερσον.
«Πόσο εύθραυστη και εφήμερη είναι η ζωή των θνητών». H παραπάνω φράση ακούγεται σε μια από τις πρώτες σκηνές του φιλμ που αποτελεί μια στοιχειωμένη εκδοχή ενός ιαπωνικού λαϊκού μύθου με καμπούκι. Το στόρι διαδραματίζεται σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό της Ιαπωνίας όπου οι κάτοικοι βρίσκονται συχνά αντιμέτωποι με την έλλειψη τροφής. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα η τοπική παράδοση υπαγορεύει όταν οι πολίτες φτάνουν στα εβδομήντα τους χρόνια να οδηγούνται στην κορυφή του όρους Ναραγιάμα προκειμένου να αφεθούν εκεί και να πεθάνουν.
Η ιστορία του φιλμ που αποτελεί μια διασκευή νουβέλας του Σιτσίρο Φουκουζάουα που γράφτηκε το 1956, έχει πρωταγωνίστρια την ηλικιωμένη Ορίν, μια αξιοπρεπής και υπάκουη γυναίκα που περνάει τις τελευταίες μέρες που της αναλογούν, προσπαθώντας να εξασφαλίσει την ευτυχία του χήρου γιου της Τατσουχέι. Στόχος της είναι να του βρει μια αξιοσέβαστη νέα σύζυγο προκειμένου να καλύψει το κενό της όταν εκείνη φύγει από τη ζωή.
Γυρισμένη το 1958 σχεδόν εξ ολοκλήρου σε σκηνικά στούντιο με λαμπερά χρώματα και ευρεία οθόνη, η «Μπαλάντα του Ναραγιάμα» είναι ένα κομψοτέχνημα από την κινηματογραφική χρυσή εποχή της Ιαπωνίας.
«Το βιβλίο του Σιτσίρο Φουκουζάουα είναι μια ιστορία σε στυλ παλιών θρύλων. Είναι όμως και μια φρικτή ιστορία. Δεν ήθελα να δείξω αυτή τη φρίκη με άμεσο και ρεαλιστικό τρόπο. Ως εκ τούτου, το μη ρεαλιστικό στυλ του καμπούκι φαινόταν να είναι η πιο κατάλληλη προσέγγιση» λέει ο σκηνοθέτης για την απόφαση του να γυρίσει την ταινία σαν έργο του θεάτρου καμπούκι, που αποτελεί την επική μορφή του ιαπωνικού θεάτρου και εστιάζει στην αλληλεπίδραση των χαρακτήρων.
Πρόκειται για ένα φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στην έννοια του θανάτου και το πέρασμα του χρόνου, καθώς και το βάρος της οικογενειακής και κοινωνική ευθύνης. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί κι ένα κινηματογραφικό μνημείο ανείπωτης ομορφιάς που ενέπνευσε μεταξύ άλλων τον μετρ του τρόμου Μάριο Μπάβα, τον Πίτερ Γκριναγουέι, τον Μάικλ Πάουελ και τον Γουές Άντερσον στους χρωματικούς τους πειραματισμούς. Το ομότιτλο ριμέικ του Σοέι Ιμαμούρα κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Κανών το 1983. Η ταινία προβάλλεται από τις 31/10 στους κινηματογράφους σε διανομή New Star.