Όταν το «φύγε, Γιούτσωφ» έγινε «έμπαινε, Γιούτσο»!

Όταν το «φύγε, Γιούτσωφ» έγινε «έμπαινε, Γιούτσο»!

Η περιπέτεια του θρυλικού άσου του Ολυμπιακού, o οποίος μεγάλωσε ως Γιούτσωφ, ανήλικος πολιτικός πρόσφυγας από σλαβομακεδονικό χωριό της Καστοριάς

Θυμάστε ότι ένα από τα ονόματα που συζητήθηκαν για τη μέχρι πρότινος FYROM ήταν «Δημοκρατία του Ιλιντεν»; Στην αντιοθωμανική εξέγερση του 1903 στην ευρύτερη περιοχή των Πρεσπών η σλαβομακεδονική κοινότητα Μακροχώρι του νομού Καστοριάς, σλαβιστί Κονόμλαντι, μέτρησε 26 νεκρούς. Ανάμεσα σε αυτούς που έπεσαν στις μάχες του Προφήτη Ηλία (αυτό σημαίνει ο όρος Ιλιντεν) πρέπει να ήταν και κάποιοι με το επώνυμο Γιούτσος.

Μια δεκαετία αργότερα, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, περίπου 70 κάτοικοι του Μακροχω- ρίου έφτιαξαν τα απαραίτητα χαρτιά και μετανάστευσαν στη Βουλγαρία, όπου ιδρύθηκε το Νόβι Κονόμλαντι, το Νέο Μακροχώρι ας πούμε. Τους ακολούθησαν και άλλοι πίσω από το παραπέτασμα, στα χρόνια του μεσοπολέμου, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Ο Νίκος Γιούτσος του Λεωνίδα και της Μαρίας γεννήθηκε το 1942 μέσα στις φλόγες του πολέμου. Νήπιο ακόμη βρέθηκε να ζει άγνωστος μεταξύ αγνώστων, με μοναδική παρηγοριά την αδερφούλα του, σε ορφανοτροφείο στην Ουγγαρία. Εκεί τον βάφτισαν «Μίκλος». Αν δεν ήξερε καλή μπάλα, θα ήταν ένα από τα μυριάδες σλαβόφωνα Ελληνάκια της πολιτικής προσφυγιάς που ακόμη και σήμερα διεκδικούν εις μάτην δικαίωμα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους…

Το ορεινό Μακροχώρι της Καστοριάς βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα στα χρόνια του Εμφυλίου. Συντάχθηκε με τους κομμουνιστές αντάρτες (οι οποίοι ευαγγελίζονταν την «εθνική ισοτιμία» για τους πολίτες της λεγόμενης σλαβομακεδονικής μειονότητας της περιοχής), οπότε σφυροκοπήθηκε ανηλεώς. Η αδυσώπητη επέλαση των κυβερνητικών δυνάμεων άφησε πίσω καμένη γη και 69 νεκρούς.

Οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού ήρθαν σε συνεννόηση με τους γονείς και φυγάδευσαν 219 παιδιά προς χώρες του ανατολικού μπλοκ, ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω σφαγή. Ο 4χρονος Ν. Γιούτσος και η ακόμη μικρότερη αδερφή του ήταν από αυτά τα προσφυγόπουλα του Εμφυλίου. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν δύο δεκαετίες μέχρι να ξαναδούν τη μάνα τους.

«Με το ζόρι δεν πήραν κανέναν από το χωριό» αφηγήθηκε ο παλαίμαχος μπαλαδόρος του Ολυμπιακού σε παλαιότερη συνέντευξή του στο «Φως των Σπορ». «Μας πήρανε για να σωθούμε, επειδή βομβαρδίζανε. Μας είπανε ότι πρόχειρα θα φεύγαμε και σύντομα θα ξαναγυρίζαμε. Αλλά δεν γυρίσαμε. Επικρατήσανε οι άλλοι. Ο κυβερνητικός στρατός».

«Ο Γιούτσωφ στον θρύλο Ολυμπιακό!» παιάνισε η ίδια εφημερίδα το καλοκαίρι του 1964. Γιούτσωφ, όχι Γιούτσος. Αναμφισβήτητα Ελληνας, ωστόσο. Δεν επιτρέπονταν τότε μεταγραφές ξένων παικτών στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ο Μανώλης Γλέζος ανέλαβε τις μεσολαβήσεις σε συνεργασία με τον Ελληνα πρέσβη στη Βουδαπέστη, ώστε να εκδοθεί διαβατήριο «μίας χρήσης» για να επαναπατριστεί το 22άχρονο

Φόρεσε επί δέκα χρόνια την ερυθρόλευκη φανέλα με απολογισμό τέσσερα πρωταθλήματα και τέσσερα Κύπελλα και έγινε είδωλο στο Λιμάνι προσφυγόπουλο, το «ουγγαρέζικο άλογο» όπως το βάφτισαν οι εφημερίδες της εποχής.

Ο Γιούτσος έφυγε σχεδόν σκαστός από την Τσέπελ, αφήνοντας πίσω τη σύζυγό του Λιάνα. «Ευτυχώς οι Ούγγροι με αντιμετώπισαν σαν άνθρωπο και όχι σαν ποδοσφαιριστή» τονίζει. Στην Ελλάδα, βέβαια, το συννεφάκι διαλύθηκε γρήγορα. Οι παράγοντες του Ολυμπιακού αθέτησαν πολλές και διάφορες υποσχέσεις, ενώ τα γραφειοκρατικά προβλήματα του απαγόρευαν τη συμμετοχή στο ελληνικό πρωτάθλημα. «Βρομοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις» του ψιθύριζαν οι αντίπαλοι στους φιλικούς αγώνες όπου συμμετείχε. «Και κάτι άλλες βρομιές, που ντρέπομαι να τις πω». Για καλή του τύχη ο «Μίκλος» γνώριζε ελάχιστα ελληνικά: «Μόνο μία καλημέρα ήξερα να πω. Και την αλφαβήτα».

Απογοητευμένος από τις συνθήκες ζωής και εργασίας ο Γιούτσος αποφάσισε να τα παρατήσει όλα και να επιστρέψει στη Βουδαπέστη (όπου τον περίμενε η γυναίκα του, έγκυος και ασθενής): «Τίποτα πια δεν με κρατάει εδώ». Ηταν όμως αδύνατο να ταξιδέψει, αφού δεν είχε διαβατήριο. Οταν τα προβλήματα διευθετήθηκαν, ο «Μίκλος Γιούτσωφ» φόρεσε την ερυθρόλευκη φανέλα επί δέκα χρόνια με απολογισμό τέσσερα πρωταθλήματα και τέσσερα Κύπελλα, αγωνίστηκε 15 φορές με την εθνική ομάδα της πραγματικής του πατρίδας, έγινε είδωλο στο Λιμάνι και άκουσε το όνομά του να γίνεται σύνθημα, το οποίο αντέχει μέχρι σήμερα: «Εμπαινε, Γιούτσο!». Χωρίς το ενοχλητικό «φ» στο τέλος.

Σήμερα ο Νίκος Γιούτσος ζει στον Πειραιά και πότε πότε θυμάται τα παλιά. «Ζούσαμε με την αδερφή μου σε ορφανοτροφείο, αλλά με υψηλό επίπεδο διαβίωσης. Κοιμόμασταν μέσα, τρώγαμε μέσα, φαγητό εκεί, μπάλα εκεί. Τα κομμουνιστικά καθεστώτα έδιναν μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση. Και όταν έγινα ποδοσφαιριστής έπαιρνα και καλά λεφτά! Στην Ελλάδα συνάντησα ένα χάλι και ήθελα να φύγω. Δεν υπήρχαν νορμάλ γήπεδα με χορτάρι. Καλά καλά δεν είχαμε ποδοσφαιρικά παπούτσια».

Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Το καθεστώς απαγόρευσης επαναπατρισμού των πολιτικών προσφύγων (αυτό που έσπειρε εμπόδια στη μεταγραφή του Γιούτσου το 1964) εξακολουθεί να ισχύει 55 χρόνια αργότερα, καθιστώντας αδύνατη την παλιννόστηση εκατοντάδων συγχωριανών, συντοπιτών και… ομοιοπαθών.

Ο νόμος του 1982 προβλέπει την ομαλή επιστροφή των «Ελλήνων το γένος» προσφύγων, αλλά οι «Σλαβομακεδόνες» εξαιρούνται από τη ρύθμιση και από την εθνική συμφιλίωση. Μόνο από το μαρτυρικό Μακροχώρι ή Κονόμλαντι έφυγαν τότε 607 πολίτες, ενώ φυγαδεύτηκαν 219 παιδιά, πολλά από τα οποία ζουν ακόμη στην (όχι πια κομμουνιστική) ανατολική Ευρώπη και αλλού. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή το χωριό μετράει 244 κατοίκους. * Πληροφορίες από το ourbalkans. wordpress.com και άλλες πηγές

Documento Newsletter