Οταν οι Ισπανοί μιλούν για τρόμο ξέρουν καλά τι εννοούν

Το αποδεικνύουν οι δεκάδες πρόσφατες ταινίες που ήρθαν να προστεθούν δίπλα σε μερικά ατόφια διαμάντια του μακρινού κινηματογραφικού παρελθόντος

Όταν το 1972 ο Βίκτορ Ερίθε γύριζε το «Πνεύµα του µελισσιού» ο δικτάτορας Φράνκο κρατούσε ακόµη το τιµόνι της Ισπανίας. Η ιστορία του φιλµ µάς πηγαίνει πίσω στο 1940, σε ένα µικρό καστιγιάνικο χωριό όπου η προβολή του «Φρανκενστάιν» του Τζέιµς Γουέιλ επηρεάζει βαθιά τη φαντασία της εξάχρονης Άνας που στο πρόσωπο ενός πληγωµένου αντάρτη «αναγνωρίζει» τη µορφή του καλοκάγαθου τέρατος του Μπόρις Καρλόφ από την ταινία και του προσφέρει ρούχα και τροφή προτού τελικά τον εντοπίσει και τον εκτελέσει η φρανκική αστυνοµία. Η αριστοτεχνική αλληγορία του Ερίθε πάνω στον φόβο και στη σκληρότητα του φρανκικού καθεστώτος παντρεύει µοναδικά την κινηµατογραφική φαντασία µε τον πολιτικό ρεαλισµό.

Το «Θρέψτε κοράκια» του Κάρλος Σάουρα δύο χρόνια αργότερα ακολουθεί ανάλογη πορεία. ∆ιόλου τυχαία ο σκηνοθέτης δίνει στην ηρωίδα του το ίδιο όνοµα (Ανα) µε εκείνο της ταινίας του Ερίθε, ενώ καταγράφει µε έντονη µεταφυσική χροιά την περιπέτεια του µικρού κοριτσιού που προσπαθεί να διαχειριστεί τον αναπάντεχο θάνατο του στρατιωτικού πατέρα της και την αίσθηση ελευθερίας που για πρώτη φορά βιώνει στη ζωή της µε σύµµαχό της το φάντασµα της µητέρας της την οποία λάτρευε.

Ο κόµης ∆ράκουλας

Εκείνη την εποχή δύο ταινίες που δεν ταιριάζουν µε το σκηνικό αλλά δίνουν µια εικόνα της έφεσης των Ισπανών στον µεταφυσικό τρόµο είναι το φιλµ του 1970 «Ο κόµης ∆ράκουλας ξαναχτυπά» (1970) του Χεσούς Φράνκο, µε τον ηλικιωµένο απέθαντο κόµη του Κρίστοφερ Λι να γίνεται όλο και πιο νέος όσο θρέφεται από το αίµα νεαρών παρθένων που του προσφέρει ο πιστός βοηθός του Κλάους Κίνσκι, και το «Horror express» (1972) του Γιουτζένιο Μαρτίν µε τους Κρίστοφερ Λι και Πίτερ Κάσινγκ σε µια ανίερη ταινία που κάνει σκόνη τα παραδοσιακά τοτέµ του είδους.

Επίσης επιτυχία γνωρίζουν οι ταινίες «La marca del hombre lobo» (1968) µε τον δηµοφιλή Πολ Νάσκι στον ρόλο του λυκάνθρωπου και το «La noche del terror ciego» (1972), όπου ναΐτες ιππότες µετατρέπονται σε ζόµπι και σκορπούν τον τρόµο γύρω τους. Οι δηµιουργοί αυτών των φιλµ βρίσκουν τρόπο να εκφράσουν την άποψή τους για το Κακό που κυριαρχεί στη χώρα τους µε το βολικό σχήµα του τρόµου που παρακάµπτει κάθε υποψία λογοκρισίας, γεννώντας µια µόδα που θα συνεχιστεί ακόµη και µετά την πτώση του καθεστώτος.

Εδώ ξεχωριστή θέση έχει το καλτ «Μεγάλη σφαγή στο καταραµένο νησί» (1976) του Ναρκίσο Ιµπανιέζ Σεραδόρ, ο οποίος κατασκευάζει µια ξεκάθαρη πολιτική παραβολή στο νησί του τίτλου, όπου κάποια παιδιά δολοφονούν µε αχαλίνωτη φαντασία όποιον ενήλικα συναντήσουν στον δρόµο τους.

Θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια για να µπει και πάλι ο τρόµος στο επίκεντρο της ισπανικής κινηµατογραφίας. Ο Αλεχάντρο Αµενάµπαρ στα 23 του είναι εκείνος που αναλαµβάνει να δέσει το παρελθόν µε το παρόν. Στο χαµηλού κόστους –µόλις 722 ευρώ κόστος παρακαλώ– ντεµπούτο του το 1996 µε τίτλο «Tesis» βάζει την Ανχελα, φοιτήτρια της µαδριλένικης Ακαδηµίας Κινηµατογράφου που ετοιµάζει τη διπλωµατική της µε θέµα τη βία στο σινεµά, να µπλέκει σε µια σκοτεινή υπόθεση δολοφονίας που σχετίζεται µε τα snuff movies. Πρόκειται για ένα συναρπαστικό όσο και έξυπνο –αν και υπέρ το δέον εγκεφαλικό– κλειστοφοβικό θρίλερ που λειτουργεί ως µελέτη πάνω στην εµµονή του θανάτου, το οποίο έκανε τόση αίσθηση ώστε χάρισε στον άγνωστο ακόµη νεαρό σκηνοθέτη το βραβείο Γκόγια για την καλύτερη ισπανική ταινία της χρονιάς.

Η απόδειξη του σπάνιου ταλέντου του Αµενάµπαρ θα επιβεβαιωθεί πέντε χρόνια αργότερα µε το θρίλερ γοτθικού τρόµου «Οι άλλοι» µε τη Νικόλ Κίντµαν, µια τροµερή σύζευξη του ψυχολογικού µε τον µεταφυσικό τρόµο που πατάει πάνω στο «Στρίψιµο της βίδας» του Χένρι Τζέιµς.

Η φήµη του «Ορφανοτροφείου»

Το «Ορφανοτροφείο» το 2007 γνώρισε διεθνή επιτυχία χάρη στη δυνατή µατιά του 32άχρονου Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα που µε την πρώτη µόλις ταινία του έπιασε το τζακ ποτ. Η κλειστοφοβική και γεµάτη ένταση ιστορία της Λάουρα, που επιστρέφει στον τόπο των παιδικών της χρόνων για να κάνει ένα νέο ξεκίνηµα, θεωρήθηκε δικαίως ως η ταινία που ανανεώνει υποδειγµατικά το µεταφυσικό θρίλερ χάρη στην αρτιότητα της παραγωγής –στα ονόµατα των credits συναντάµε και εκείνο του Γκιγέρµο ντελ Τόρο που λίγους µήνες νωρίτερα έδωσε τη δική του αλληγορική µατιά πάνω στον ισπανικό εµφύλιο µε τον γυρισµένο στην Καστίλη «Λαβύρινθο του Πάνα»– και τη συναρπαστική γραφή που αποφεύγει τα χιλιοπαιγµένα κλισέ για να συνθέσει έναν εµπνευσµένο διάλογο µεταξύ νεκρών και ζωντανών. Στο «Ορφανοτροφείο» πρωταγωνιστεί η εντυπωσιακή Μπελέν Ρουέντα που θα πάρει εργολαβία τα φιλµ τρόµου και θα αναδειχτεί σε πρωθιέρειά τους την επόµενη δεκαετία.

Την ίδια χρονιά το «Rec» των Χάουµε Μπαλαγκουέρο και Πάκο Πλάθα φέρνει ένα τηλεοπτικό συνεργείο που «γράφει» σε πραγµατικό χρόνο τις περιπέτειες µιας οµάδας πυροσβεστών αντιµέτωπο µε ορδές από ζόµπι. Καθηλωτικό από το πρώτο µέχρι το τελευταίο λεπτό, βάζει για τα καλά το found footage στο κινηµατογραφικό τερέν και σοκάρει χάρη στη µανία του να κάνει τον τρόµο απόλυτα ρεαλιστικό και… καθηµερινό. Την ίδια εποχή το πανέξυπνο «Εγκλήµατα στον χρόνο» του Νάτσο Βιγκαλόντο βάζει τον ήρωα να παλεύει να σώσει τη ζωή του από τον ίδιο του τον εαυτό.

Οµως το φάντασµα του Φράνκο, σχεδόν µισό αιώνα µετά, εξακολουθεί να τροµοκρατεί τους Ισπανούς δηµιουργούς και στα 10s. Απόδειξη η «Τελευταία ακροβάτις της Μαδρίτης» του Αλεξ ντε λα Ιγκλέσια ο οποίος αφηγείται την ερωτική ιστορία ενός θλιµµένου παλιάτσου για µια σέξι ακροβάτιδα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ηµερών του Φράνκο. Ο σκηνοθέτης από το Μπιλµπάο, που γύρισε τα πρώτα φιλµ του χάρη στη βοήθεια της εταιρείας El Deseo του Πέδρο Αλµοδόβαρ, δήλωσε για την εντυπωσιακή και σπλάτερ όσο λίγα έργα «Ακροβάτιδά» του: «Κάνω ταινίες για να ξορκίσω τον πόνο που νιώθω στην ψυχή µου και δεν φεύγει όπως ο λεκές από λάδι. Νιώθω γελοιοποιηµένος, φρικτά ακρωτηριασµένος από το παρελθόν, σαν να πνίγοµαι στη νοσταλγία για κάτι που δεν συνέβη ποτέ. Είµαι δύο άνθρωποι, ίσως και περισσότεροι, και θέλω να κάνω τους ανθρώπους να γελάνε και να τροµάζουν ταυτόχρονα. Ο αγώνας των ηρώων µου στο φιλµ είναι η περίληψη της ζωής µου – γι’ αυτό και διαδραµατίζεται το 1973, όταν ήµουν οκτώ χρόνων. Θυµάµαι εκείνη την εποχή σαν έναν εφιάλτη που δεν είχε νόηµα».

Το νέο πρόσωπο του τρόµου

Εναν χρόνο µετά θα έρθει η χρυσή χρονιά του ισπανικού τρόµου µε µια χούφτα δυνατών ταινιών, µεταξύ των οποίων συναντάµε και την πρώτη ταινία φαντασίας του Αλµοδόβαρ (αν δεχτούµε ότι όλη η παρδαλή σαπουνόπερα των µέχρι τότε ταινιών του είναι κοµµάτι της πραγµατικότητας), µε τον Αντόνιο Μπαντέρας να υποδύεται έναν χειρουργό που καταστρώνει την απόλυτη ιστορία εκδίκησης. Το «∆έρµα που κατοικώ», που βασίζεται στο µυθιστόρηµα του Τιερί Ζονκέ, είναι ένα κοµψό θρίλερ τρόµου µε γερές ανατροπές γύρω από τη σκοτεινή πλευρά του έρωτα και την εµµονή µε το σεξ. Τα άλλα φιλµ που συνοδεύουν τον Πέδρο στην παρέλαση του τρόµου είναι το «Για το καλό των άλλων» του πρωτοεµφανιζόµενου Οσκαρ Σάντος Γκόµεζ µε την Μπελέν Ρουέδα και τον Εδουάρδο Νοριέγκα, µε το µεταφυσικό να εισχωρεί για τα καλά στη ζωή των ηρώων, τα «Μάτια της Τζούλια» του Γκιγέµ Μοράλες, όπου η Ρουέδα (ποια άλλη;) δίνει σάρκα και οστά σε µια καθηλωτική ιστορία πάνω στην όραση και την ηδονοβλεψία, µε τον ψυχολογικό τρόµο να οδηγεί σε αρκετές σκηνές αποστροφής.

Τα επόµενα χρόνια αρκετές φορές οι Ισπανοί µετρ του τρόµου θα µας κάνουν να στριφογυρνάµε στα καθίσµατα του σινεµά χάρη στη µαστοριά τους στη δηµιουργία ατµόσφαιρας και ανατριχίλας. Στο «El bar» του Αλεξ ντε λα Ιγκλέσια όλη η ισπανική κοινωνία στριµώχνεται στα ελάχιστα τετραγωνικά ενός µπαρ, στο «Σώµα» (2012) το πτώµα µιας γυναίκας εξαφανίζεται από το νεκροτοµείο λίγο προτού γίνει η νεκροψία και ένας ντετέκτιβ ερευνά το περιστατικό, ενώ στο «Θυρωρός» µε τον Λουίς Τοσάρ ο 40άρης Σεζάρ τρυπώνει στις ζωές των ενοίκων µιας πολυκατοικίας µε αλλόκοτο τρόπο. Και η ζωή συνεχίζεται.

Ετικέτες