Όταν οι γιοι του Μάρκες «πρόδωσαν» τον πατέρα τους

Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του νομπελίστα συγγραφέα οι γιοι του Μάρκες αποφάσισαν να εκδώσουν το τελευταίο του χειρόγραφο, παρά την εντολή του πατέρα τους να καταστραφεί επειδή πίστευε ότι δεν άξιζε τίποτε

Η τελευταία, ανέκδοτη νουβέλα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «Τα λέμε τον Αύγουστο» γράφτηκε όταν η μνήμη του είχε αρχίσει να εξασθενεί.

Συνέχιζε να γράφει κόντρα στον άνεμο. Παλεύοντας με νύχια και με δόντια εναντίον της προοδευτικής εξασθένισης των νοητικών του λειτουργιών τα τελευταία χρόνια της ζωής του και με πλήρη συνείδηση ότι έχανε τη μνήμη του, την «πρώτη ύλη» της δημιουργίας του, όπως έλεγε στους γιους του Ροδρίγο και Γκονσάλο.

Ο επιμελητής του τελευταίου βιβλίου του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «Τα λέμε τον Αύγουστο» Κριστόμπαλ Πέρα περιγράφει με τρόπο συγκινητικό στο σημείωμα της έκδοσης το συντριπτικό βάρος της ευθύνης να ανασυστήσει τη μακρά ιστορία της τελευταίας συγγραφικής απόπειρας του Κολομβιανού νομπελίστα μέσα από τα πολλαπλά προσχέδια, τις παραπομπές, τις διορθώσεις και τις εκδοχές του κειμένου που άφησε πίσω.

Οι γιοι του, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα τους, αποφάσισαν να εκδώσουν το χειρόγραφο, παρά την εντολή του να καταστραφεί επειδή πίστευε ότι δεν άξιζε τίποτε. Δύσκολη απόφαση. Από τη μια η επιθυμία ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ού αιώνα και από την άλλη η απόφαση να χαρίσουν στους αναγνώστες ένα ακόμη δείγμα γραφής του «Γκάμπο», ένα τελευταίο σύντομο μυθιστόρημα που μπορεί να μην είναι εφάμιλλο των αριστουργημάτων του αλλά σίγουρα εμπεριέχει τη στόφα του ιδιοφυούς συγγραφέα και πολλά από τα απολαυστικά χαρίσματά του.

Διαχρονική μαγεία

Το φθινόπωρο ενός συγγραφέα παρουσιάζει ορισμένα στιλιστικά γνωρίσματα λίγο πολύ κοινά. Ο ρυθμός πέφτει στο ρελαντί, τα χορευτικά βήματα επαναλαμβάνονται με την ήδη κεκτημένη σιγουριά αλλά λιγότερες τολμηρές παραλλαγές, οι εκπλήξεις καραδοκούν πίσω από την ίδια πόρτα. Συγγραφείς του μεγέθους ενός Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες διατηρούν πάντα κάτι από την αλλοτινή τους δριμύτητα, το άρωμά τους είναι αναγνωρίσιμο, οι μονοκοντυλιές τους ζωγραφίζουν ακόμη ολάκερους κόσμους ή μικρές, ταπεινές χειρονομίες που λειτουργούν ως φωτεινοί σηματοδότες όλης της συγγραφικής σύλληψης.

Γιατί η μαεστρία της γραφής δεν είναι μόνο η εκλεπτυσμένη πείρα ή η καλοκουρδισμένη λειτουργία της κουζίνας του συγγραφέα, είναι η τέχνη να δίνεις και να παίρνεις ζωή, ανάσες, μνήμες, είναι το πέταγμα, η αύρα, το διάνυσμα ανάμεσα στο τώρα και το πάντα. Είναι η αιώνια λιακάδα ακόμη και μες στο καταχείμωνο και η διαχρονική μαγεία που ακολουθεί μεγάλα έργα, όπως ο «Ερωτας στα χρόνια της χολέρας», τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» ή το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου». Η τελευταία συγγραφική απόπειρα δημιουργίας του Μάρκες είναι ο επίλογος των έργων του, η γέφυρα που ενώνει τα χρόνια της ωριμότητας με την ιστορία της Αννα Μαγκνταλένα Μπαχ, της ηρωίδας που ταξιδεύει κάθε χρόνο με το πλοίο προς ένα νησάκι της Καραϊβικής για να επισκεφτεί τον τάφο της μητέρας της.

Η υπόθεση

Καμιά φορά το φθινόπωρο ξεκινά νωρίς και ο συγγραφέας μοιάζει να αποχαιρετά τα καλοκαίρια της ζωής του μ’ ένα νεύμα που μεταφράζεται ως «Τα λέμε τον Αύγουστο». Και με μια υπόσχεση που οδηγεί την ηρωίδα του να βρίσκεται στις 16 Αυγούστου κάθε χρονιάς στο νησί, να διανυκτερεύει και να γυρίζει την επομένη στην οικογένειά της. Η Αννα δεν είναι νέα πια, έχει δύο παιδιά κι έναν πολύχρονο γάμο που δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εντελώς συμβατικός. Ο άντρας της είναι διευθυντής ενός επαρχιακού ωδείου και στα πενήντα πέντε του χρόνια, ωραίος, μορφωμένος και εκλεπτυσμένος καθώς είναι, παραμένει γοητευτικός όσο και η ίδια, ενώ η μεταξύ τους σεξουαλικότητα έχει φυσικά ατονήσει, χωρίς εντούτοις και να αποτελεί αμετάκλητο παρελθόν.

Στα σύντομα ετήσια ταξίδια της η ηρωίδα τηρεί με απαρέγκλιτη συνέπεια ένα καθορισμένο πρόγραμμα: παίρνει ένα σαραβαλιασμένο ταξί, αγοράζει γλαδιόλες για τη μητέρα της από την ίδια ανθοπώλισσα και κοιμάται στο ίδιο παρηκμασμένο ξενοδοχείο. Αυτό τουλάχιστον συμβαίνει επί οκτώ χρόνια, γιατί στο ένατο τα πράγματα παίρνουν απρόσμενα μια τροπή που αιφνιδιάζει και την ίδια. Ποτέ ως τότε δεν είχε σκεφτεί να συνδέσει την επιμνημόσυνη επίσκεψη με εξωσυζυγική περιπέτεια της μιας βραδιάς και εξακολουθεί να μην το σκέφτεται ώσπου, υπακούοντας σε κάποια από κείνες τις στιγμιαίες αλλά ακαταμάχητες παρορμήσεις, προσκαλεί κάποιον άντρα που μόλις έχει γνωρίσει στο δωμάτιό της. Ο εφησυχασμένος βίος της ηρωίδας έχει διασαλευτεί – όσο τουλάχιστον επιτρέπει η έως τέλους συγγραφικά ανήσυχη φύση του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.

Κύκνειο άσμα

Μπορεί ο «Γκάμπο» να μη θεωρούσε το «Τα λέμε τον Αύγουστο» άξιο να εκδοθεί, ωστόσο αυτή του η απόφαση πάρθηκε όταν η άνοια είχε προχωρήσει και δυσκολευόταν πλέον να αναγνωρίσει τα κοντινά του πρόσωπα, ενώ τα προηγούμενα χρόνια είχε στείλει ένα προσχέδιο στον λογοτεχνικό του πράκτορα, σημάδι αναγνώρισης εκ μέρους του της ποιότητας του κειμένου.

Ετσι, ο επιμελητής που όρισαν οι γιοι του διόρθωσε αστοχίες, επαναλήψεις και ασυνέπειες στην τελευταία εκδοχή του κειμένου, πάνω στην οποία ο Μάρκες είχε σημειώσει ότι επρόκειτο για την τελική μορφή του μυθιστορήματος, χαρίζοντας στους αναγνώστες το κύκνειο άσμα μιας απαράμιλλης προσωπικότητας στα παγκόσμια γράμματα, που αποτελεί αποχαιρετιστήριο δώρο και ακαταμάχητη προσφορά.


INF0
Η ανέκδοτη νουβέλα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «Τα λέμε τον Αύγουστο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση της Δ. Δρακάκη