O κριτικός κινηματογράφου και συγγραφέας του βιβλίου «Οσκαρ καλύτερης ταινίας» (εκδόσεις Ιανός) Δημοσθένης Ξιφιλίνος επιχειρεί μια διαχρονική επισκόπηση των επιλογών της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου που σχετίζονται με την πολιτική.
Η σχέση των Οσκαρ µε την πολιτική, όπως και κάθε κινηµατογραφικού ή πολιτιστικού βραβείου άλλωστε, είναι σχέση υπαρκτή και αναπόφευκτη. Τα βραβεία της Αµερικανικής Ακαδηµίας Κινηµατογράφου, όπως συµβαίνει σε κάθε εθνική κινηµατογραφία αλλά και στα βραβεία των ανά τον κόσµο φεστιβάλ, δεν µένουν ποτέ αµέτοχα ή µακριά από τις εξελίξεις. Οταν κάνουµε λόγο για Οσκαρ µιλάµε σε κάθε περίπτωση για επιβράβευση που απονέµεται από ένα σώµα επαγγελµατιών αριθµητικά πολύ µεγαλύτερο από κάθε άλλο (σήµερα τα µέλη της Αµερικανικής Ακαδηµίας Κινηµατογράφου αριθµούν περί τις 10.000). Εποµένως είναι δυσκολότερο να καθοδηγηθούν στην κρίση τους από τα µέλη λ.χ. µιας πενταµελούς φεστιβαλικής επιτροπής. Αυτό είναι δίκαιο να επισηµανθεί προτού προχωρήσουµε.
Από τον πόλεµο στην ορατότητα µιας κοινότητας
Η λαοφιλία του αµερικανικού σινεµά και η ικανότητά του να συνεπαίρνει τον µέσο θεατή και να τον µεταφέρει στις αίθουσες είναι διαπιστωµένες και αναντίρρητες. Οφείλεται στον υποδειγµατικό –όποτε επιτυγχάνεται– συνδυασµό του εµπορικού µε το ποιοτικό στοιχείο, του θεάµατος µε το περιεχόµενο.
Αυτή είναι η κατευθυντήρια γραµµή των Οσκαρ: η ανάδειξη εκ µέρους των ψηφοφόρων των ταινιών οι οποίες είναι πιστές στο συγκεκριµένο µοντέλο. Αν κάποιος παρατηρήσει τις βραβεύσεις, θα αντιληφθεί ότι δεν αδιαφορούν για την περιρρέουσα ατµόσφαιρα. Ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 µε το βωβό «Τα φτερά» (Wings, 1927), συνεχίζοντας µε το συγκλονιστικό «Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν µέτωπον» (All quiet on the western front, 1930) αλλά και µε το «Γκραντ Οτέλ» (Grand Hotel, 1932) βλέπουµε την ακαδηµία να ευαισθητοποιείται µε τον Μεγάλο Πόλεµο. Με φιλµ όπως το «Σίµαρρον» (Cimarron, 1931), o «Μέγας Ζίγκφελδ» (The great Ziegfeld, 1936) και το «∆εν θα τα πάρεις µαζί σου» (You can’t take it with you, 1938) καταγράφονται το χτίσιµο του «αµερικανικού ονείρου» αλλά και η τραγική διάψευση των ελπίδων που είχαν γεννηθεί στον µεσοπόλεµο. Το χρήµα είναι ξεκάθαρα η ηγέτιδα δύναµη στον καπιταλισµό, αλλά συσσωρεύεται από λίγους οι οποίοι δεν θα το πάρουν µαζί τους, όπως σχολίασε ο Φρανκ Κάπρα.
Το θρυλικό «Οσα παίρνει ο άνεµος» (Gone with the wind, 1939) δείχνει ότι τότε φυσούσε… νοτιάς, καθώς εγκωµιάζεται η κοινωνία των γαιοκτηµόνων και των δούλων, ντύνεται µε χρυσάφι η «λευκή» κυριαρχία, εκδηλώνεται πόνος για τα λερωµένα χεράκια από τη χειρωνακτική εργασία της Βίβιαν Λι και µόνο. Θα χρειαστεί να φτάσουµε στο 1964 για να αγγίξουν τα Oσκαρ τα θέµατα του φυλετικού διαχωρισµού, του ρατσισµού, των αισχρών διακρίσεων σε βάρος των Αφροαµερικανών. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Malcolm X και οι Μαύροι Πάνθηρες µε τις έντονες κινητοποιήσεις τους ταρακούνησαν τόσο το σύστηµα ώστε να φτάσουµε στη βράβευση του Σίντνεϊ Πουατιέ µε Οσκαρ ερµηνείας για το «Λευκοί άγγελοι, µαύροι άγγελοι» (Lilies of the field) – είχε προηγηθεί πάντως το έξοχο «Γουέστ Σάιντ στόρι» (West Side story, 1961), µοναδικό από τα βραβευµένα µιούζικαλ µε λόγο καταγγελτικό και αντιρατσιστικό. Με στάσεις όπως στον «Σοφέρ της κυρίας Ντέιζι» (Driving Miss Daisy, 1989) η στροφή στην αποκατάσταση των Αφροαµερικανών είναι χαρακτηριστική πολύ πρόσφατα, στον 21ο αιώνα, κυρίως δε την τελευταία δεκαετία. Τα φιλµ «12 χρόνια σκλάβος» (12 years a slave, 2013), «Moonlight» (2016) και «Το Πράσινο Βιβλίο» (Green Book, 2018) προβάλλουν το αίτηµα συγχώρεσης του σύγχρονου Χόλιγουντ για τις αµαρτίες του παρελθόντος.
Οικολογία, εξαρτήσεις, τεχνικολόρ φαντασµαγορία
Με την «Κοιλάδα της κατάρας» (Ηow green was my valley, 1941) του Τζον Φορντ η οικολογία κάνει µια πρώτη εµφάνιση, ενώ το «Χαµένο Σαββατοκύριακο» (The lost weekend, 1945) και το «Oσο υπάρχουν άνθρωποι» (From here to eternity, 1953) θίγουν το πρόβληµα του αλκοολισµού. Ο εθισµός στο ποτό ήρθε ως αποτέλεσµα των εµπειριών στα πεδία των µαχών του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου, µε τον οποίο ασχολήθηκε ο θεσµός αρχικά µε το κορυφαίο νουάρ µελόδραµα στην εξωτική «Καζαµπλάνκα» (Casablanca, 1942) ή µε την «Κυρία Μίνιβερ» (Mrs. Miniver, 1942), κατόπιν πιο σκληρά στα «Καλύτερα χρόνια της ζωής µας» (The best years of our lives, 1946) και στο προαναφερθέν «Oσο υπάρχουν άνθρωποι». Η διαδροµή έως τις µέρες µας περιλάµβανε επίσης το «Πάτον, ο θρύλος της Νορµανδίας» (Patton, 1970), τη «Λίστα του Σίντλερ» (Schindler’s list, 1993) ή τον «Αγγλο ασθενή» (The English patient, 1996). Οι πληγές ενός τέτοιου πολέµου επανέρχονται στο προσκήνιο, όπως θα συµβεί και µε το Βιετνάµ.
Πράγµατι, οι Αµερικανοί οσκαρικοί θίγουν από καιρού εις καιρόν τα κακώς κείµενα. Καταπιάνονται λοιπόν σοβαρά µε τα των συρράξεων στα πεδία των µαχών ή µε τα τραύµατα που κουβαλούν οι επιζήσαντες «θριαµβευτές», µια που το αποτέλεσµα των ένοπλων µακελειών δεν είναι ποτέ ευχάριστη ανάµνηση. Oµως λειτουργούν πολλάκις και ως διασκεδαστές, αποτρέποντας το κοινό από το να εστιάσει στα δυσάρεστα και προτείνοντάς του… άρτον και θεάµατα. ∆εν είναι τυχαία η επικράτηση στην κατηγορία της καλύτερης ταινίας µιας σειράς από µιούζικαλ στα χρόνια του ’50 και του ’60: «Ενας Αµερικανός στο Παρίσι» (An American in Paris, 1951), «Ζιζί» (Gigi, 1958), «Ωραία µου κυρία» (My fair lady, 1964), «Ολιβερ!» (Oliver!, 1968). Χαλαρώνουν τους θεατές τραβώντας το βλέµµα τους από τον Ψυχρό Πόλεµο, από το σφαγείο της υγρής ζούγκλας του Βιετνάµ, από τις εξεγέρσεις των νέων του ’60, από τον αναβρασµό λόγω του άκρατου ρατσισµού στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Το ίδιο συµβαίνει και µε «χυλούς» τύπου «Το όγδοον θαύµα» (The greatest show on Earth, 1952) ή «Ο γύρος του κόσµου σε 80 µέρες» (Around the world in 80 days, 1956), φιλµ που γελάς αν σκεφτείς ότι λόγω των Οσκαρ αναφέρονται πλάι σε αριστουργήµατα όπως η «Γέφυρα του ποταµού Κβάι» (The bridge on the River Kwai, 1957) ή o «Λόρενς της Αραβίας» (Lawrence of Arabia, 1962) – για να µην προσπεράσουµε τα δύο έπη του Ντέιβιντ Λιν, ενός εκ των κορυφαίων δηµιουργών όλων των εποχών, κορυφαίου εκφραστή του τι αποτελεί ιδανικό οσκαρικό φιλµ, µε τα κριτήρια που σηµειώσαµε στην αρχή του κειµένου.
Ως προς το Βιετνάµ, ο «Ελαφοκυνηγός» (The deer hunter, 1979) και το «Πλατούν» (Platoon, 1986) αποτελούν τις δύο βραβευµένες οπτικές των Οσκαρ. Καθεµιά µε το ύφος της· η πρώτη δείχνει τον Αµερικανό στρατιώτη κυρίως ως θύµα, ενώ η δεύτερη δεν διστάζει να τον παρουσιάσει και ως θύτη. Η τρέλα και η παραφροσύνη που συναντήσαµε και στη «Γέφυρα του ποταµού Κβάι» νωρίτερα συντροφεύουν τις πράξεις του.
Μια ακαδηµία οσµίζεται το πνεύµα των καιρών
Κάνοντας (φαιδρή είναι η αλήθεια) νύξη στα της σεξουαλικής απελευθέρωσης του ’60 µε την «Επιχείρηση κρεβατοκάµαρα» (Tom Jones, 1963), αναλύοντας και σβήνοντας κάθε αφέλεια για το ποιοι και πώς εξουσιάζουν τον σύγχρονο κόσµο µε τους δύο «Νονούς» (The godfather, 1972 & The godfather part II, 1974) του Φράνσις Φορντ Κόπολα, αλλά και αντιστοιχίζοντας τα κοµµουνιστικά καθεστώτα µε τα ψυχιατρικά ιδρύµατα στη «Φωλιά του κούκου» (One flew over the cuckoo’s nest, 1975), διά χειρός του Τσέχου Μίλος Φόρµαν, το βραβείο της αµερικανικής ακαδηµίας δηλώνει στεντόρεια τη φιλελεύθερη, δυτική αλλά και κάποτε αρκετά υποκριτική λογική του. Με τον «Τιτανικό» (Titanic, 1997) ψηφίζεται µεν η τεράστια παραγωγή, ζητείται συγγνώµη δε για τις κοινωνικές ανισότητες όπως µεταφράστηκαν στα πλέοντα πτώµατα στη θάλασσα του βόρειου Ατλαντικού. Με το ανανεωτικό «Χορεύοντας µε τους λύκους» (Dances with wolves, 1990) δηλώνεται η µετάνοια για τη σφαγή των Ινδιάνων, ενώ µε επιλογές όπως η εξαιρετική ταινία του φανταστικού «Η µορφή του νερού» (The shape of water, 2017) ακολουθείται η γραµµή υπέρ του δικαιώµατος στη διαφορετικότητα.
Είναι χαρακτηριστικό της ευελιξίας των Οσκαρ το πόσο εύκολα αντιλαµβάνονται πια τι απαιτεί η εκάστοτε εποχή. Ετσι, όταν οι σύγχρονες ΗΠΑ έχουν µεταβληθεί σε «Χώρα των νοµάδων» (Nomadland, 2021), µε το παρόν να τροµάζει ακόµη και σε σχέση µε το όχι τόσο ένδοξο βιοµηχανικό παρελθόν, η ακαδηµία έχει προλάβει να δει το µέλλον να έρχεται από την Ασία. Τα νοτιοκορεατικά «Παράσιτα» (Parasite, 2019) πέρα από ένα εκπληκτικό κινηµατογραφικό πολυεπίπεδο δηµιούργηµα, συνιστούν την πονηρή µατιά στο πολυπληθέστερο κοινό, αυτό της Απω Ανατολής, ενώ παράλληλα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου στις ηγέτιδες αγγλοσαξονικές κινηµατογραφίες: αλλάξτε ρότα, αναζητήστε συµµαχίες πέρα από το αναµενόµενο, να φοβάστε το ξένο που έρχεται να µπει στο σώµα µας: γι’ αυτό ας αναγνωρίσουµε τα παράσιτα, τα µικρόβια, τους ιούς όσο είναι καιρός.
Πολιτική δεν είναι µόνο η νίκη του Ελία Καζάν µε το υπέροχο –κι ας είναι και αντιδραστικό, αν µελετηθεί καλύτερα– «Λιµάνι της αγωνίας» (On the waterfront, 1954) αλλά και η παγερή αντίδραση της µισής αίθουσας όταν απονεµήθηκε σε αυτό τον µοναδικό δηµιουργό το τιµητικό Οσκαρ καριέρας (1999) σε ένδειξη αποδοκιµασίας για τον ρόλο του στη θλιβερή και κατάπτυστη µακαρθική περίοδο του κυνηγιού κοµµουνιστών στο Χόλιγουντ.
Πολιτική είναι καθετί που αφορά µεγάλα λαϊκά µεγέθη, επιδραστικά µοντέλα, κινήµατα αποκατάστασης αδικιών και παρεκτροπών τύπου #MeToo για παράδειγµα. Και σε αυτά το πανέξυπνο –αν και συχνά fake– Χόλιγουντ των Οσκαρ ήταν πάντα πολύ µπροστά. Ας του βγάλουµε το καπέλο, για τα καλά και τα στραβά του, για το πώς ελίσσεται στους καιρούς.
Ο Δημοσθένης Ξιφιλίνος είναι κριτικός κινηματογράφου.
INF0
Το βιβλίο «Οσκαρ καλύτερης ταινίας» του Δημοσθένη Ξιφιλίνου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιανός. Ο κριτικός κινηματογράφου γράφει για τις παραγωγές από το 1929 έως το 2021 οι οποίες κέρδισαν στην κατηγορία της καλύτερης ταινίας