Όταν ο Παπαδιαμάντης έγραψε για τη χολέρα του 1865

Όταν ο Παπαδιαμάντης έγραψε για τη χολέρα του 1865

Επτά πανδημίες χολέρας εμφανίστηκαν τους τελευταίους δύο αιώνες στον κόσμο, με πρώτη εκείνη του 1817 η οποία ξεκίνησε από την Ινδία.

Η τέταρτη, η οποία ξέσπασε αρχικά στο Δέλτα του Γάγγη το 1863 και ταξίδεψε μέσω των πιστών στη Μέκκα, με αποτέλεσμα να διασπαρεί σε όλο τον κόσμο και να κοστίσει τη ζωή σε 600.000 ανθρώπους ήταν η αφορμή να γράψει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης το διήγημά του «Βαρδιάνος στα σπόρκα». Το διήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Ακρόπολις το 1893 όπου σε σχετικό σημείωμα επισημαίνεται ότι «Ο Βαρδιάνος δεν είναι συρραφή απελπιστικών εικόνων είναι διήγημα έχον μεν βάσιν χολερικάς αναμνήσεις, άλλ’ εξεικονιζομένας υπό του τερπνού και εύθυμου καλάμου του συγγραφέως». Ο Παπαδιαμάντης γράφει για τον φόβο απέναντι στην ασθένεια, την αισχροκέρδεια, τις μικροπρεπείς συμπεριφορές, την ανικανότητα της ελληνικής διοίκησης και τις κοινωνικές αντιθέσεις που ακόμη και μπροστά στον θάνατο (ειδικά τότε) υπενθυμίζουν ότι όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά κάποια είναι πιο ίσα από τα άλλα.

Η υπόθεση αφορά τη γραία Σκεύω η οποία μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος, δηλαδή φύλακας στα σπόρκα, τα καράβια που είχαν μολυνθεί από τη χολέρα, προκειμένου να σώσει τον γιο της, ο οποίος «Εικοσαέτης, άγαμος, ήτο λοστρόμος μ’ έν εντόπιον καράβι. Το καράβι είχε καταπλεύσει από τον Ποταμόν και είχε καταβεί εις την Πόλιν. Το είχε μάθει προ μηνός ότε έλαβε γράμμα. Το καράβι ήτον να καταβεί εις την Άσπρη Θάλασσα, αλλ’ ο υιός της δεν ήξευρε να της γράψει, αν ο πλοίαρχος είχε σκοπόν ν’ απεράσουν από την πατρίδα ή όχι. Ήλπιζεν όμως ότι θ’ απερνούσαν. Κατόπιν αφού έλαβε το γράμμα και απέρασαν δύο εβδομάδες, ήρχισεν έξαφνα ν’ ακούεται χολέρα εις τα μέρη της Αραπιάς και εις το Μισίρι, χολέρα και εις την Ανατολήν και εις την Σμύρνην και αλλού… Είπαν πως πήγε η χολέρα και εις την Πόλιν».

Βεβαίως τα σημάδια έδειχναν ότι ο θάνατος ήταν μια ανάσα μακριά μια και «Η γειτόνισσα η Λενιώ η Γαρμπίνα, μία γραία ήτις συνήθιζε συχνά να βλέπει οπτασίας, είχεν ιδεί εφέτος πάλιν μίαν φοβεράν, ολοφάνερα, με τα μάτια της. Τρεις γυναίκες με τα μαύρα είχαν παρουσιασθεί, ημέρα μεσημέρι, εις το σταυροδρόμιον, σιμά εις την οικίαν της. Η πρώτη τούτων ήτο μαύρη, κατάμαυρη το πρόσωπον, η δευτέρα ήτο κίτρινη φλωρί, η τρίτη ήτο κόκκινη κρεμίζι. Κανείς δεν τας εγνώριζεν, αν και ολίγοι τας είδον, και ήτο προφανές ότι ήτο οπτασία, όραμα υπερφυσικόν. Τας είχεν ιδεί αυτή η Λενιώ η Γαρμπίνα, η γειτόνισσά της, η Ζαχαρού η φουρνάρισσα και μία επταετής κορασίς, η Δεσποινιώ, η θυγάτηρ της Πεπερούς. Ήτο πρόδηλον ότι η πρώτη των τριών εξωτικών γυναικών, η μαύρη, ήτο η Πανούκλα, η δευτέρα, η κίτρινη ήτο βεβαίως η Χολέρα, και η άλλη, η κόκκινη, ήτο χωρίς άλλο η Οστρακιά. Είχαν έλθει εις το χωρίον μυστηριωδώς, ίσως διά να δώσουν είδησιν ότι δεν είναι μακράν. Ίσως να ήτο και διά καλόν, εσχολίαζεν η γραία Σκεύω, διά να λάβουν είδησιν οι χριστιανοί και σπεύσωσι να μετανοήσωσιν».

Ο «Βαρδιάνος στα σπόρκα» αποτελεί το χρονικό του έκτακτου λοιμοκαθαρτηρίου στη νήσο Τουγκριά των Σποράδων. Όπως γράφει ο Παπαδιαμάντης «Εναντίον της χολέρας τοῦ 1865 διετάχθησαν εν Ελλάδι μακραί και αυστηραί καθάρσεις. Τότε τα νεόκτιστα λοιμοκαθαρτήρια του τόπου δεν ήρκεσαν πλέον και δεν εκρίθησαν κατάλληλα διά τον σκοπόν των καθάρσεων, και διετάχθη προς τοις άλλοις να συσταθή έκτακτον λοιμοκαθαρτήριον επί της ερημονήσου Τσουγκριά. Τας πρώτας ημέρας του Αυγούστου είχαν καταπλεύσει ολίγα πλοία. Μετά δύο ή τρεις ημέρας ο αριθμός των κατάπλων εδιπλασιάσθη.

Ωστόσο η χολέρα ήταν μόνο η πρόφαση διότι στην όλη κατάσταση αυτό που επικράτησε ήταν η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. «Το δαιμόνιον του φόβου είχεν εύρει επτὰ άλλα δαιμόνια πονηρότερα εαυτού, και είχε λάβει κατοχήν επί του πνεύματος των ανθρώπων». Όπως συμβαίνει πάντοτε σε καιρό πανικού και φόβου «μέγας συνωστισμός και σπουδή αλόγιστος και τυφλή φυγή είχον επέλθει. Ο πρώτος σαστισμός της φυγής είχε συναντήσει δεύτερον σαστισμόν, τον σαστισμόν των επειγόντων μέτρων εις τα ελληνικά παράλια».

Στο διήγημα περιγράφεται εκτός των άλλων η κερδοσκοπία των ημερών εκείνων. «Το κρέας επωλείτο υπό ελαστικής συνειδήσεως κερδοσκόπων αντί τριών δραχμών κατ᾽ οκάν, ο άρτος αντί ογδοήκοντα λεπτών και ο οίνος αντί δραχμής. Όσον δια το νερόν, επειδή το μόνο πηγάδιον το υπάρχον επί την ερημονήσου ταχέως εστείρευσε, κατήντησε να πωληθή προς δύο δραχμάς η στάμνα».

Η διεισδυτική γραφή του Παπαδιαμάντη φτάνει σύντομα στη ρίζα του προβλήματος. «Δεν λέγομεν ότι οι άνθρωποι του τόπου ήσαν εκτάκτως κακοί. Αλλού ίσως είναι χειρότεροι. Αλλά το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα ελεγέ τις ότι η χώρα αυτή ηλευθερώθη επίτηδες διά ν᾽ αποδειχθή ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν».

Μπορείτε να διαβάσετε το διήγημα «Βαρδιάνος στα σπόρκα» στη σελίδα 541 του PDF που θα βρείτε εδώ

Ετικέτες

Documento Newsletter